Γκαγκάριν
Από τον Γιούρι τον Γκαγκάριν μέχρι τον Σουγκλάκο και την Τζούλια, από την στρατόσφαιρα μέχρι την οδό Λιοσίων, εκεί στον αριθμό 205. Του Αντώνη Ξαγά
Και υπότιτλος "ο κόσμος από χαμηλά". Από κάτω, εκεί κάτω χαμηλά, εκεί όπου είναι τα σπλάγχνα, τα γεννητικά όργανα, το σεξ, η λαγνεία, η λαιμαργία, η αμαρτία, οι εγκληματίες, οι κακοί, οι φτωχοί, η πλέμπα, οι βρώμικοι, οι ανήθικοι, το ίζημα, το κατακάθι, το υπογάστριο, η υποκουλτούρα, ο υπόκοσμος, οι "υπάνθρωποι". Ανέκαθεν ήταν τα ύψη τα οποία ενέπνεαν τον άνθρωπο, από την εποχή που ήταν απρόσιτα, και σε πραγματικό και σε συμβολικό επίπεδο, εκεί ήταν η κατοικία των Θεών, εκεί πετούσαν τα ...υψιπετή πνεύματα, εκεί και η ανώτερη σκέψη, εκεί και τα ιδανικά, εκεί αιώνες αργότερα τα αεροπλάνα απ' όπου κοίταζε ο Κώστας Χατζής (η Σώτια Τσώτου για να ακριβολογούμε) από ψηλά, και έμοιαζε "η γη με ζωγραφιά, και συ την πήρες σοβαρά (...), μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, το μεγαλύτερο ανάκτορο μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι".
Σε ανθρώπους-μυρμήγκια εστιάζει κατά μία έννοια το βλέμμα του στο νέο του βιβλίο ο Πέτρος Τατσόπουλος. Και σε ένα κάπως ιδιότυπο διαφορετικό "ανάκτορο". Πριν όμως φτάσει εκεί στα χαμηλά, ξεκινάει από πάνω, από ψηλά, πιο ψηλά κι από τον Χατζή, βγαίνει στην στρατόσφαιρα, 327 km πάνω από την Γη, συναντά τον πρώτο άνθρωπο που είδε την Γη ως σφαίρα, μετά προσγειώνεται σιγά-σιγά, πρώτος σταθμός μια περασμένη Αθήνα, το ημερολόγιο δείχνει 12 Φεβρουαρίου του 1962, στην καρδιά του ψυχρού πολέμου, ο Γιούρι Γκαγκάριν βρίσκεται στην πόλη προσκεκλημένος του Ελληνο-σοβιετικού Συνδέσμου, εν μέσω επεισοδίων, επεμβάσεων της αστυνομίας (κουμουνιστής γαρ) και βραβεύσεων (γίνεται επίτιμος δημότης Αθηναίων, με κάποιους μάλιστα να φαντασιώνονται στο όνομά του βέρους ...Γκάγκαρους προγόνους!). Κάπως έτσι, κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δωσ' της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινίσει, όχι και τόσο παραμύθι βέβαια, το χρώμα κόκκινο πάντως, η αιματηρή Αθήνα των Δεκεμβριανών, οι ρεμπέτικες υπόγες, η Αθήνα της χούντας, το σκηνικό μεταφέρεται βόρεια, Καλαμαριά, λάσπες, κουνούπια, προσφυγικός βούρκος (ναι κάπως έτσι ήταν πριν στεγάσει τον σαλονικιώτικο εθνικιστικό μεσοαστισμό), μια οικογένεια μπαίνει στο ζουμ, ο πατέρας Βασίλης (αυτός που αργότερα όλη η Ελλάδα θα μάθει να τον φωνάζει Χάρρυ), ο γιος, ο πρόσφατα συγχωρεμένος Νικόλας, Αμερική, ξανά πίσω στην "μητρόπολη του Νότου", κάπου στην οδό Λιοσίων, 205 νούμερο, τριγύρω βουλκανιζατέρ και συνεργεία και εστιατόρια που τρων τα συνεργεία, το τιμημένο όνομα Γκαγκάριν στην πρόσοψη, αν τυλιχτεί η μπομπίνα του χρόνου το όνομα γίνεται Αντινέα, σινεμά, αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ, μετά ταινίες του παλιού (καλού και κακού) ελληνικού κινηματογράφου, "παρακμή", σεξ και καράτε, κλείσιμο, αναβίωση, ξαναζωντάνεμα.
Ο Τατσόπουλος ουσιαστικά μέσα από το Γκαγκάριν και με αφόρμηση τα Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου που διοργάνωνε εκεί με συγκινητικά άοκνες προσπάθειες για χρόνια ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, προσπαθεί να γράψει μία "από τα κάτω" εναλλακτική ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας (όχι πάντως αναθεωρητική, όπως είναι ο έσχατος ιστορικός συρμός). Στο κάτω-κάτω της γραφής, μήπως και η ίδια η ιστορία, ως επιστήμη ή μη, δεν είναι παρά μόνο διαφορετικές ματιές από διαφορετικές οπτικές γωνίες και συμφραζόμενα; Εν προκειμένω, η ματιά του χρησιμοποιεί ως τηλεσκόπιο το "παχύ έντερο του ελληνικού κινηματογράφου" όπως είχε γράψει ευφυώς μεν, ιοβόλα δε, ο Γιάννης Ζουμπουλάκης.
Το δίπολο ψηλά-χαμηλά, αλώνια-σαλόνια που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ως τέχνασμα-εύρημα προσέγγισης και μεταφορά είναι ομολογουμένως πολύ εύστοχο κι επιτυχημένο. Μιλάμε άλλωστε για μια χώρα όπου υφίσταται μουσικό είδος που λέγεται έντεχνο (σε αντιδιαστολή προφανώς με κάποιο "άτεχνο"), όπου έτσι κι αλλιώς η στάση απέναντι στην κουλτούρα, υψηλή ή χαμηλή, είναι αμφίθυμα σαρκαστική και ειρωνική ενίοτε, όταν δεν χρησιμοποιείται ως εργαλείο ταξικών διαχωρισμών και ετεροκαθορισμών. Ακόμη κι όταν γίνονταν απόπειρες για ζεύξεις και υπερβάσεις, αυτές εκκινούσαν και από μια πολεμική διάθεση του τύπου "ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος". Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μάνος Χατζιδάκις, αυτό το τοτέμ της υψηλής κουλτούρας στην Ελλάδα, ο οποίος (πριν γίνει τοτέμ!) έσκυψε στην λαϊκή δημιουργία και στην πιο περιφρονημένη της τότε έκφραση το ρεμπέτικο με την περίφημη διάλεξή του, για το αποκηρύξει πολλά χρόνια αργότερα ομολογώντας ότι η αντίθεσή του εκείνη εκπορευόταν από ένα πνεύμα σύγκρουσης με την μικροαστική Αθήνα που τον έφερε στην "ανακάλυψη του καταδιωκτέου και παρανόμου".
Σε έναν τέτοιον σκληρά πολωμένο κόσμο ο Τατσόπουλος προσπαθεί να βρει και να αποκαταστήσει συνδετικούς κρίκους μεταξύ φαινομενικά άσχετων καταστάσεων και ανθρώπων, επιτυγχάνοντας μια σύνθεση, ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό (και με την έννοια του sample στην μουσική), όπου δίπλα στον Εμπειρίκο, τον Κουμανταρέα και τον Χατζιδάκι θα στριμωχτούν στο πλάνο ο Φλωρινιώτης, ο Γιώργος Οικονομίδης, η Άννα Βίσση, μετά πατάμε το κομβίον της καθόδου, πιο χαμηλά, πιο "χαμηλά" (που έλεγε και η αοιδός), μας έρχεται η μυρωδιά από ρέγγες που ψήνονται στον Γκουζγκούνη (ή μήπως Γκουσγκούνη;), αυτού του παρεξηγημένου ηθοποιού ο οποίος στην πραγματικότητα έκανε μία μόνο hardcore πορνό ταινία (και αυτή σε ύστερη φάση, απλά για να επιβεβαιώσει μια ήδη υπάρχουσα φήμη), δίπλα και και άλλοι πρωταγωνιστές, ο Σουγκλάκος, η αυθεντική Τίνα Σπάθη φτάνοντας μέχρι την Ιλόνα Στάλερ, τον Σειρηνάκη και την Τζούλια Αλεξανδράτου στα νεότερα χρόνια.
Το βιβλίο είναι εμφανώς γραμμένο σε διάφορες εποχές και με διαφορετικές διαθέσεις. Στις πρώτες του σελίδες είναι περισσότερο μια μάλλον ανόρεχτα σχολιασμένη συλλογή πηγών από συνεντεύξεις, εφημερίδες, wikipedia κοκ, όσο όμως προχωρά η αφήγηση, όσο αυξάνεται η συναισθηματική και βιωματική εμπλοκή (ο συγγραφέας υπήρξε φίλος του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ο οποίος δεν πρόλαβε να διαβάσει το "γαμημένο το βιβλίο" πριν τον σαρώσει η ακατανόμαστη νόσος), τόσο και οι σελίδες ζωντανεύουν και οι πρωταγωνιστές αποκτούν μορφή και συναισθήματα χάρις σε μια προβοκατόρικη μεν τρυφερή δε αγάπη για το αλλόκοτο, το παράδοξο, το παραγνωρισμένο. Ο Πέτρος Τατσόπουλος άλλωστε ως συγγραφέας έχει αποδεδειγμένες ικανότητες, ασχέτως του αμφιλεγόμενου περάσματος του από τον δημόσιο πολιτικό βίο, το οποίο σημαδεύτηκε από μεταπηδήσεις, "μαϊντανίσια" τηλεοπτική παρουσία, κοκορομαχίες και μια σειρά ατυχέστατων δηλώσεων οι οποίες έχουν αφήσει σκληρή στάμπα. Ίσως αυτή η έκδοση να σηματοδοτεί και μια επιστροφή στην συγγραφή, κάποια στιγμή θα φυτρώσει χορτάρι από πάνω (που λέει και μια ωραία γερμανική έκφραση) και αυτά θα ξεχαστούν, όλα ξεχνιούνται, για να απομείνει στο τέλος η όποια πραγματική αξία, μεγάλη ή μικρή.
Επιστρέφοντας έτσι στις αξίες, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι σε μια ιστορική έρευνα μέσα από το σκάλισμα στα "σκουπίδια" και στα απόβλητα, σε όσα δηλαδή μια κοινωνία θέλει να κρύψει και να πετάξει, μπορεί να αντλήσει κανείς πολλές και πολύτιμες πληροφορίες για αυτήν. Ελλοχεύει όμως και μια παγίδα: ένας αντίστροφος ελιτισμός και ισοπεδωτισμός, το τρυφερό βλέμμα που μπορεί να γίνει εξιδανικευμένη αγιογραφία και κάπως έτσι κάποια όντως όμορφα πετραδάκια να περάσουν ως μαργαριτάρια (τι λέγαμε παραπάνω για τον εχθρό του εχθρού;). Γιατί ναι, πράγματι ακόμη και στο άτεχνο, το ατάλαντο, το κακό, μπορείς να βρεις κάτι που να σε αγγίξει. Γιατί έτσι είναι η ανθρώπινη συνθήκη, η κοινή ανθρώπινη μοίρα που μας συνδέει όλους, ανεξαρτήτως ...κουλτούρας. Όχι όμως επειδή το άτεχνο, το ατάλαντο, το κακό κρύβει εκ φύσεως μια Αλήθεια, ή κατ' άλλους μια γνησιότητα. Η αλήθεια και η γνησιότητα που τόσα εύκολα και αβίαστα χρησιμοποιούνται δεν συνιστούν σώνει και καλά θετικούς αξιακούς προσδιορισμούς, γνήσιο και αληθινό μπορεί να είναι και ένα χρυσαύγουλο μέσα στην καφρίλα του. Συνεπώς, ας κρατήσουμε την αξία της γνησιότητας για τα βούτυρα, εκεί όπου μπορεί να έχει και μια ουσιαστική σημασία.
Ο βασικός προβληματισμός μου όμως είναι άλλος. Το γεγονός ότι όλος αυτός ο κόσμος (και κυρίως η αισθητική του), παρά το υποτιμητικό βάρος λέξεων όπως "σκουπίδια" ή "υποκουλτούρα" και άλλα τέτοια βαρύγδουπα, στην πραγματικότητα κυριάρχησε στην Ελλάδα. Το τρας και το κιτς όχι μόνο τροφοδότησαν αφειδώς το mainstream, αποτέλεσαν και μέρος του κανόνα του, ειδικά από την επικράτηση της πολυφωνικής (ποιος γέλασε τρανταχτά;) ιδιωτικής τηλεόρασης και μετά. Τι νόημα έχει λοιπόν σε ένα τέτοιο πλαίσιο να ψάχνεις να ανακαλύψεις τον Έλληνα Ed Wood; Κοντολογίς: τι ελπίδα έχουν οι ερασιτέχνες, όταν έχουν πλακώσει οι επαγγελματίες;
Προσωπικά είχα βρεθεί πολλές φορές στα καλτ φεστιβάλ. Με αμφίθυμα συναισθήματα. Το αισθανόμουν λίγο σαν μια μάζωξη παιδιών καλοζωισμένων που θέλουν να τσαλαβουτήξουν για λίγο στα ρηχά, να λερωθούν ελεγχόμενα με λίγη "βρωμιά", λίγο cult και λίγο underground πριν γυρίσουν με ασφάλεια στο σπιτάκι (και αφού βέβαια πρώτα περάσουν από κα'να underground πατσατζίδικο). Θυμάμαι ευθυμία στον αέρα, και γέλιο και χαβαλέ άφθονο, μαζί με μια υποβόσκουσα ειρωνεία, μια συγκαταβατικότητα, κάπου στο βιβλίο ο συγγραφέας σημειώνει για έναν από τους τιμώμενους ότι το κοινό "γελούσε μαζί του αλλά όχι εις βάρος του", λογοτεχνικότατη η παρατήρηση και λεπτή, δεν ξέρω όμως κατά πόσο ανταποκρίνεται σε ουσιαστική και διακριτή διαφορά. Μαζί όμως την ένιωθες και μια μελαγχολία και μια γκροτέσκα συγκίνηση, με ανθρώπους λίγο χαμένους να κρατάνε βραβεία και να ζουν στιγμές αποθέωσης που ποτέ δεν περίμεναν ότι θα ζήσουν. Έστω κι αυτό θα μου πείτε μπορεί και να φτάνει. Είναι δικαίωση; Νομίζω δεν ήταν ποτέ αυτή το ζητούμενο...
Υστερόγραφο 1: για μουσικόφιλους οι οποίοι πιθανώς παρασυρθούν από τον τίτλο: Αν διαβάσει το βιβλίο ένας ...εξωγήινος, δύσκολα θα αντιληφθεί ότι το Γκαγκάριν ήταν και είναι κυρίως χώρος συναυλιών (εκτός αν παρατηρήσει μια 2 σειρών αναφορά). Να λοιπόν ίσως μια ιδέα ανοιχτή για ένα άλλο, διαφορετικό βιβλίο.
Υστερόγραφο 2: Αυτό το Σαββατοκύριακο, 20-22 Ιανουαρίου 2017, το Φεστιβάλ Καλτ Κινηματογράφου επιστρέφει, σε μια ηχηρή ένδειξη συνέχειας της κληρονομιάς του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ταινίες του οποίου θα προβληθούν κατά τη διάρκεια του τριημέρου αυτού. Τα φετινά τιμώμενα πρόσωπα θα είναι η Βάνα Μπάρμπα και ο Χρήστος Κάλοου, και μεταξύ άλλων θα προβληθούν ταινίες αξέχαστες και ξεχασμένες όπως "Σούπερ κουφό κολλέγιο", "Η τελική αποπληρωμή", "Τα βίτσια της ανωμαλίας", "Ταχύτητα και αγάπη", "Το μήλο του Σατανά", 'Φλογισμένα κορμιά στον ίλιγγο της αμαρτίας" κ.ά. Το Σάββατο έχει και "ντελιριακό πάρτυ" υπό την τραγουδιστική καθοδήγηση της Μαντώς (Μαντούς). Περισσότερες πληροφορίες και εδώ.