Η τριλογία του Βερολίνου
Low, Heroes και Lodger; Όχι. Αστυνομικό μυθιστόρημα με ιστορίες που διαδραματίζονται σε τρεις διαφορετικές εποχές του Βερολίνου. Του Αντώνη Ξαγά
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, τo Βερολίνο είναι της μόδας. Εδώ και αρκετά χρόνια κιόλας... Και όχι αδίκως εδώ που τα λέμε. Πως να αντισταθείς άλλωστε στην αύρα ενός μύθου και ενός (ύστερου) παρακμιακού ρομαντισμού ο οποίος έχει ως συστατικά του υλικά (προσοχή, προσοχή, ακολουθεί υπερβολική δόση κοινοτοπιών!) Bauhaus, καμπαρέ, Μπρεχτ, Μαρλένε Ντίτριχ, τείχος, Αλεξάντερπλατς, Lou Reed, Bowie και Iggy, καταλήψεις, φοιτητικές εξεγέρσεις, RAF, Βιμ Βέντερς, και σταματώ εδώ (τα έχουμε άλλωστε γράψει αναλυτικότατα αλλού για το Βερολίνο). Κι ας αποτελεί σήμερα την καρδιά του ...κτήνους κάτω από τη μπότα του οποίου στενάζει ολάκερη η Ευρώπη, την πρωτεύουσα της χώρας η οποία αγνοεί έννοιες όπως φακελάκι, περαίωση, κατώτατος μισθός και άλλα τέτοια εξωτικά (γεγονός βέβαια που δεν μπορεί να αποτρέψει το ολοένα και διογκούμενο ρεύμα μετανάστευσης). Έτσι είναι όμως, ο καλός ο μύθος πρέπει πάντοτε να έχει και τις αντιφάσεις του...
Εξίσου της μόδας είναι και οι αναφορές στο προπολεμικό Βερολίνο, με έμφαση στους καιρούς της Βαϊμάρης, στα πλαίσια ειδικότερα μιας προσπάθειας εξήγησης του παρόντος αλλά ενίοτε και πρόβλεψης του μέλλοντος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εκείνη η εποχή σφράγισε ανεξίτηλα τη μοίρα της ανθρωπότητας για ολόκληρο τον εικοστό αιώνα (και βάλε). Θα αφήσω στην άκρη μια γενικότερη τάση εξωραϊσμού (λες και όλα ήταν ιδανικά στην Βαϊμάρη μέχρι που ήρθε το τέρας της αποκάλυψης με το αστείο μουστάκι και μετά ο κόσμος σταμάτησε να χορεύει ...swing). Δεν βρίσκω όμως ιδιαίτερο νόημα σε αυτό το κυνήγι των αναλογιών, όχι γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες (κάποιες είναι μάλιστα και χτυπητές), αλλά γιατί πεποίθησή μου είναι ότι η Ιστορία ούτε διδάσκει ούτε επαναλαμβάνεται (πόσο μάλλον προβλέπει). Ας μην ανοίξουμε παρτίδες με ένα τόσο μεγάλο και πολυπλόκαμο θέμα, αλλά ας σημειώσω ότι η Ιστορία δεν αφορά τόσο μια κάποια μεταφυσική "ιστορική" αλήθεια του παρελθόντος αλλά το τι σήμερα θεωρείται "ιστορική αλήθεια". Η Ιστορία μοιάζει με ένα τεράστιο ενυδρείο όπου ο καθένας μπορεί να ψαρέψει ακριβώς εκείνο το "ψάρι" το οποίο θα θρέψει καλύτερα οπτικές, πολιτικές, ιδεολογίες και επιδιώξεις του παρόντος.
Κάπου εδώ σε αυτή τη δημιουργική (απ' όποια σκοπιά και να τη δεις) διαδικασία μπαίνει και η λογοτεχνία. Προνομιακά πεδίο της οποίας είναι η λεγόμενη μικροϊστορία, αυτή που διαφεύγει από τα ραντάρ της ακαδημαϊκής επιστήμης, αυτή που μελετά τις ζωές και τις αντιδράσεις (ή τα περιθώρια αντίδρασης) ανθρώπων τους οποίους η μοίρα έριξε στην αναπόδραστη ροή του ποταμού των μεγάλων γεγονότων. Η δε ικανότητα του λογοτέχνη κρίνεται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρει να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ του πειρασμού υποκατάστασης της Ιστορίας ως επιστήμης και της εκμετάλλευσης της ως ένα βολικά γοητευτικό σκηνικό.
Από αυτό τον μύθο λοιπόν αντλεί το μεγαλύτερο μέρος της έλξης που ασκεί και το παρόν βιβλίο. Στην πραγματικότητα βιβλία, καθώς πρόκειται για επίτομη συλλογή παλιότερων εκδόσεων σε έναν καλαίσθητο και βολικό τόμο (ας μην γίνω τώρα κακός και σχολιάσω την έσχατη γενικότερη μανία με τις διάφορες εμπορικά "αναβαπτισμένες" τριλογίες). Μέσα δε σε αυτά τα συμφραζόμενα δεν είναι διόλου παράξενο ότι εμφανίστηκε και στις λίστες των ευπώλητων, όπου μάλιστα έχει "κατσικωθεί" με μια αξιοσημείωτη διάρκεια.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος για να πει τις ιστορίες του οι οποίες διαδραματίζονται σε τρεις διαφορετικές εποχές του Βερολίνου: η πρώτη λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1936, η δεύτερη λίγο πριν από την έκρηξη του πολέμου, το 1938, και η τρίτη στην αγνώριστη, τετραπλά κατεχόμενη πόλη του 1945. Το οποίο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι κατά βάση ένα συντηρητικό είδος, όχι μόνο λόγω της μανιχαϊστικής του αντίληψης, ούτε επειδή στο τέλος αποκαθίσταται η τάξη, η ασφάλεια και το Καλό θριαμβεύει, αλλά και επειδή διαθέτει μια σειρά τυποποιημένων συμβάσεων. Από την άλλη βέβαια η ύπαρξη αυτών των συμβάσεων θέτει και μια πρόκληση στον εκάστοτε συγγραφέα να τις υπερβεί ή και να τις καταργήσει στην πράξη. Το έχουν καταφέρει την τελευταία εικοσαετία αρκετοί, συμβάλλοντας έτσι σε μια άνοιξη αυτού του λογοτεχνικού είδους έχοντας αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά της παραλογοτεχνίας και ανοίγοντας το σε μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική παρέμβαση.
Ο Φίλιπ Κερ πάντως δεν έχει καμία τέτοια "ριζοσπαστική" διάθεση, το αντίθετο μάλιστα (μην ξεχνάμε ότι αυτά τα βιβλία γράφτηκαν στο διάστημα '89-91). Η σκιά του Ρεϋμόνδου του Τσάντλερ πέφτει πάνω του βαριά, μια σκιά όμως που τον οδηγεί κατά στιγμές σε έναν μιμητισμό στα επίπεδα της παρωδίας (φευ, δεν είναι όμως!). Ο ήρωας του, ο Μπένι Γκούντερ, πρώην παραιτημένος αστυνομικός, έχει μελετημένες δόσεις αντι-ηρωισμού, είναι φυσικά σκληρός και κυνικός, και εννοείται ότι οι γυναίκες που του λαχαίνουν είναι μοιραίες, θέες, με στήθη "μιας πραγματικής σταρ του σινεμά", απαραιτήτως με ζαρτιέρες και πρόθυμες να του κάτσουν με την πρώτη (πολλοί το κάνουν αυτό στη λογοτεχνία, λες και φαντασιώνονται τη ζωή που δεν έζησαν).
Η γραφή του Κερ έχει μια σαφή κινηματογραφική διάσταση, είναι εμφανές ότι είναι επηρεασμένος από όλη την κινηματογραφία του μεταπολεμικού φιλμ νουάρ, πιθανόν να είχε και κατά νουν ένα μελλοντικό γύρισμα σε ταινία (ακόμη δεν...). Για παράδειγμα το καλύτερο από τα τρία βιβλία, το τρίτο, όπου η δράση μεταφέρεται στην επίσης κατεχόμενη Βιέννη, μοιάζει σαν ένας φόρος τιμής στον "Τρίτο άνθρωπο" (τόσο τον λογοτεχνικό του Γκρην όσο και τον κινηματογραφικό του Ριντ).
Το ύφος του από την άλλη χαρακτηρίζεται από έναν καταιγισμό τολμηρών παρομοιώσεων και μεταφορών, άλλοτε επιτυχημένων και άλλοτε ακροβατούντων στα όρια του ...υπαρκτού σουρεαλισμού και της κακής αισθητικής (αυτός ο Τομ Ρόμπινς έχει ανοίξει κακό λογαριασμό). Δείγματα προς ιδία κρίση: "Τα χείλη της έμοιαζαν με συνδετήρα", "είχε τη φαντασία ευνουχισμένου αλόγου", "ήταν προικισμένος με το ταλέντο τούρκων νάνων", "η κοιλιά του εξείχε σαν συρτάρι ταμειακής".
Οι μεταφράσεις των βιβλίων (Αντώνης Καλοκύρης, Ντενίζ Ρώντα) σε γενικές γραμμές ρέουν και δεν βάζουν πολλά εμπόδια στο διάβασμα. Από κει και πέρα, ειδικά η μετάφραση στον πρώτο τόμο (η οποία υποθέτω δεν πέρασε από νεότερη επιμέλεια στην ανατύπωση) έχει αρκετές αστοχίες οι οποίες βγάζουν πραγματικά ...μάτι.
Προβληματικές ας πούμε είναι οι αποδόσεις των ονομάτων στην ελληνική. Αφού έχουμε πια συμφωνήσει να ακολουθούμε τη φωνητική απόδοση, ας είναι τουλάχιστον αυτή όσο το δυνατό εγγύτερη στην πραγματική (αρκεί να μην οδηγεί σε "λούμπες" όπως ο δήμαρχος του Ρόθενμπουργκ να εμφανίζεται ως ....Μπεργομάιστερ). Δεν είναι δα τα γερμανικά μια τόσο εξωτική γλώσσα, πόσο μάλλον όταν μιλάμε και για ευρύτερα πλέον γνωστά τοπωνύμια (όπως τα περίφημα ...Εξάρχεια του Βερολίνου, η συνοικία του Κρόιτσμπεργκ η οποία αποδίδεται ως Κρούζμπεργκή ο ποταμός ο οποίος ξαναβαπτίζεται ως Σπρι). Δύσκολα περνούν επίσης απαρατήρητα και κάποια χοντρά πραγματολογικά σφάλματα, όπως για παράδειγμα (και μάλιστα σε υποσημείωση του μεταφραστή) εκεί όπου συγχέεται το αποτυχημένο κίνημα του Kapp το οποίο έλαβε χώρα το 1920 στο Βερολίνο, με το πραξικόπημα της μπυραρίας (και όχι βέβαια ...Πουτς) του Χίτλερ στο Μόναχο του 1923 (σ. 71). Ή εκείνη η αναφορά στη διαβόητη λεωφόρο Ούντερ Ντεν Λίντεν ("Υπό τας Φιλύρας" που λέγανε οι παλαιότεροι) της οποίας το όνομα αποδίδεται στις ...λεμονιές που την περιστοίχιζαν (σ. 146). Μα ...λεμόνια Βερολίνου;
Εν γένει πρόκειται για ένα έργο το οποίο διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα, αλλά φυσικά δεν πρόκειται για το χαμένο αριστούργημα όπως διαβάζω γενικότερα δεξιά και αριστερά. Δεν φτάνει ούτε στον αστράγαλο ενός Ιζό, ακόμη κι ενός Ράνκιν (για να μην πάμε μακριά, μιας που είναι και αυτός Σκωτσέζος). Και αν ενδιαφέρεστε πραγματικά να μπείτε στο κλίμα των εποχών εκείνων προτιμήστε έναν Χανς Φάλαντα ή εκείνη την συγκλονιστική ανώνυμη "Γυναίκα του Βερολίνου".
(Κέδρος)