Punk εναντίον Disco
Επεισόδια (με κάθε έννοια του όρου) από την μουσική Νέα Υόρκη του 1978. Τότε που όλα έμοιαζαν δυνατά. O David Hajdu γράφει, ο Δημήτρης Κάζης μεταφράζει...
Ο David Hajdu είναι καθηγητής δημοσιογραφίας στο Columbia και μουσικοκριτικός στο Nation και παλιότερα στο New Republic, περιοδικά κυρίως πολιτικού αλλά και καλλιτεχνικού προβληματισμού. Έχει γράψει μέχρι σήμερα πέντε βιβλία, ανάμεσά τους το βραβευμένο “Positively 4th Street: The Lives and Times of Joan Baez, Bob Dylan, Mimi Baez Farina and Richard Farina”. Στο τελευταίο του “Love For Sale: Pop Music in America” του 2016 έχει ένα απόσπασμα που πιστεύω ότι θα ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους αναγνώστες του MiC. Με την άδεια του συγγραφέα, στον οποίο ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα, το μεταφράζω και το αναδημοσιεύουμε.
Punk εναντίον Disco
Ποιος χρειάζεται αγάπη;
Στις 19ης Απριλίου 1978, το πρωί πριν ξημερώσει, τέσσερα άτομα έφυγαν από το CBGB και σταμάτησαν σ’ ένα φαγάδικο λίγα τετράγωνα μακριά, στη γωνία της Δεύτερης Λεωφόρου και της Πέμπτης Οδού στο East Village. Οι δυο απ’ αυτούς, ο Michael Sticca, roadie των Blondie, και η στυλίστρια και φωτογράφος Marcia Leone, που εκείνη την εποχή τα είχε με τον μπασίστα των Johnny Thunders & The Heartbreakers Billy Rath, έμειναν στο πεζοδρόμιο για να σταματήσουν ένα ταξί ενώ οι άλλοι δύο, ο ντράμερ των Dead Boys Johnny Blitz και η φίλη του Danielle, μπήκαν μέσα. Όπως θυμάται ο Sticca, όλοι τους ήταν μεθυσμένοι. Ένα αυτοκίνητο γεμάτο λατινοαμερικάνους έστριψε απότομα και παραλίγο να τους χτυπήσει. Ο Sticca έβρισε τον οδηγό, το αυτοκίνητο σταμάτησε και οι λατινοαμερικάνοι τον περικύκλωσαν. Ένας από αυτούς είχε μια αλυσίδα στα χέρια και ένας άλλος ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ. Η Leone έφυγε τρέχοντας μέσα στο φαγάδικο, ενώ ο Sticca έβγαλε ένα σουγιά και τον κόλλησε στο στήθος του πιο κοντινού του κόβοντάς του το μπουφάν. Οι λατινοαμερικάνοι τραβήχτηκαν πίσω, και εκεί που ο Sticca πίστεψε ότι το επεισόδιο έληξε, o Blitz βγήκε από το μαγαζί και έτρεξε πίσω τους φωνάζοντας «θα τους σκοτώσω!». Όταν τον βρήκαν οι φίλοι του ήταν πεσμένος στο δρόμο, πετσοκομμένος με την κοιλιά ανοιγμένη και το αίμα του να τρέχει ποτάμι. Πίστεψαν ότι ήταν νεκρός.
Ο Blitz τελικά τη γλίτωσε μετά από μακροχρόνια θεραπεία στο νοσοκομείο Bellevue, το οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει. Λένε ότι όταν τον πήγαν στα επείγοντα ένας Εβραίος γιατρός που είδε τη σβάστικα που φορούσε στο λαιμό του παραλίγο να τον αφήσει να πεθάνει, αν και ο υπαινιγμός ότι ένας γιατρός μπορεί να πατήσει τον όρκο του Ιπποκράτη εξαιτίας ενός πανκ κοσμήματος δύσκολα γίνεται πιστευτός.
Η πανκ κοινότητα της Νέας Υόρκης ενεργοποιήθηκε άμεσα για να βοηθήσει τον Blitz, αποκαλύπτοντας δημόσια ότι ήταν πιο πολύ κοινότητα –μια στενά δεμένη, σχεδόν ερμητική, κοινωνία πνευμάτων δεμένων από το πολύ συγκεκριμένο γούστο στη μουσική, το στυλ και την συμπεριφορά– παρά ένας όχλος από αντικοινωνικούς ατομιστές και αναρχικούς, όπως πολλοί από αυτούς αυτοπροσδιοριζόταν και ήθελαν να τους βλέπουν. Μια ομάδα από φίλους, οπαδούς και συμπαραστάτες του Blitz με αρχηγό τον Gyda Gash, έναν hardcore μπασίστα, και με τη βοήθεια του ιδιοκτήτη του CBGB Hilly Kristal, διοργάνωσαν μια σειρά από συναυλίες στο κλαμπ για να μαζευτούν χρήματα για να πληρωθούν τα έξοδα νοσηλείας του. Έγιναν τέσσερις συναυλιακές βραδιές και έπαιξαν τα σημαντικότερα ονόματα της πρώιμης πανκ εποχής: οι Ramones, οι Dictators, οι Dead Boys, οι Fleshtones, οι Blondie, οι Criminals, οι Sic Fucks και καμιά εικοσαριά ακόμη. Ο σχεδιαστής των Ramones Arturo Vega έφτιαξε ειδικά για την περίσταση μαύρα μπλουζάκια με φαρδιά λαιμόκοψη, με τις μπάντες που έπαιξαν και το όνομα του Blitz τυπωμένα με ασημένια γοτθική γραμματοσειρά.
Άκουσα για αυτή την κίνηση από τον Άγγλο κιθαρίστα Robert Fripp, που μόλις είχε δραπετεύσει από τη χώρα των ξωτικών και των ιπποτών του concept-rock και ζούσε στο Greenwich Village. Του είχα πάρει λίγο καιρό πριν συνέντευξη για το The Real Paper, ένα εβδομαδιαίο περιοδικό τέχνης της Βοστώνης. Ήμουν είκοσι τριών, μόλις είχα αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο ΝΥU, ζούσα στην οδό Perry και έκανα τα πρώτα μου βήματα σαν επαγγελματίας μοουσικογραφιάς. Έγραφα για το Real Paper για λίγα χρόνια, και μέσα από αυτό γνώρισα τον Fripp και τον περιστασιακό του συνεργάτη εκείνη την εποχή Brian Eno, και κάναμε για λίγο παρέα με τον τεχνητά άνετο, αμοιβαία επωφελή τρόπο που κάνουν οι πρόθυμοι μουσικοί δημοσιογράφοι και οι εξωστρεφείς και χειριστικές με τα ΜΜΕ διασημότητες. Ο Fripp με πήρε μαζί του στο Blitz Benefit. Σκόπευε να παίξει με τους Blondie και ίσως όχι μόνο μ’ αυτούς.
Οι Blondie δεν ήταν πανκ μπάντα με τα αυστηρά κριτήρια του CBGB, όπου ένα γκρουπ έπρεπε να είναι θορυβώδες, αυθάδικο και σκληρό για να αναγνωριστεί από το ιερατείο σαν πραγματικό πανκ. Ήταν πιο κοντά στο new wave, το πιο ποπ και ηλεκτρονικά προσανατολισμένο είδος που γεννήθηκε περίπου την ίδια εποχή με το πανκ και είχαν παράλληλες πορείες για λίγο καιρό. Το new wave είχε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία αλλά μικρότερο αντίκτυπο στα μουσικά πράγματα στην πορεία του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, οι Blondie και τα ηγετικά μέλη τους, η παρωδία Βαϊμάρης χάρτινη κούκλα Debbie Harry και ο εραστής της, ο τραγουδοποιός και αρχηγός της μπάντας Chris Stein σύχναζαν χρόνια στο CBGB και είχαν γίνει αποδεκτοί σαν ξαδέρφια στο σόι. Ο Fripp, βετεράνος του βρετανικού art rock γκρουπ King Crimson ερχόταν από έναν εντελώς διαφορετικό πλανήτη αλλά συνδεόταν με το πανκ μέσα από τρία στάδια: είχε παίξει στο Heroes του David Bowie ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Iggy Pop ο οποίος σαν αρχηγός των Stooges στα 60s ήταν ένας από τους εφευρέτες του πανκ ροκ πριν καν αυτό ονομαστεί έτσι.
Οι Blondie δεν είχαν γίνει ακόμη διάσημοι σε εθνικό επίπεδο, το ξεπέταγμά τους στην ποπ θα γινόταν ένα χρόνο μετά, αλλά ήταν ήδη μεγάλο όνομα στο Village και ένα από τα πρώτα στο Blitz Benefit, όπου έπαιξαν τελευταίοι το τελευταίο από τα τέσσερα βράδια, στις 7 Μαΐου. Με τον Fripp να συμμετέχει, παίζοντας δίπλα στον Chris Stein, έπαιξαν ένα σύντομο σετ σχεδόν αποκλειστικά από διασκευές, απ’ ότι θυμάμαι. Έπαιξαν το ‘Jet Boy’, το επιθετικά πανκ κομμάτι που κλείνει το πρώτο άλμπουμ των New York Dolls, που ήταν ήδη πέντε χρόνων ιστορικό κειμήλιο για τη σκηνή το 1978. Έπαιξαν το ‘Sister Midnight’ από το ‘The Idiot’, έναν δίσκο που φλέρταρε με το new wave που είχε βγάλει πρόσφατα ο Iggy Pop με παραγωγή του David Bowie. Για το κλείσιμο έκαναν κάτι εντελώς αναπάντεχο, ένα σοκ σε έναν χώρο που το σοκ ήταν η κανονικότητα και τα πραγματικά σοκ σπάνια. Έπαιξαν σε αργό τζαμάρισμα μια ονειρώδη, παλλόμενη διασκευή της ντίσκο επιτυχίας της Donna Summer από την προηγούμενη χρονιά ‘I Feel Love’.
Κοιτώντας πίσω από τον 21ο αιώνα, όπου το ανακάτωμα των στυλ και των ειδών της μουσικής είναι κοινοτοπία –ένα μεγάλο είδος από μόνο του– η ιδέα λίγης ντίσκο σε ένα πανκ κλαμπ ακούγεται σαν ένα αλλόκοτο παράδειγμα πολιτιστικής παραφωνίας. Στην αίθουσα του CBGB όμως εκείνο το βράδυ υπήρχε μια σχεδόν φυσική αίσθηση στον αέρα ότι κάτι πολύ λάθος είχε συμβεί, κάτι απαίσιο και απεχθές – απεχθές με διαφορετικό τρόπο από τη μυρωδιά των ούρων που ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της ατμόσφαιράς του ή από το αηδιαστικό τσίλι του μαγαζιού που λεγόταν ότι ήταν καρυκευμένο με το προϊόν της εκσπερμάτωσης των Ramones. Η ντίσκο, με την συνθετική της στιλπνότητα από πολυέστερ και βιολιά, ήταν για τους μεγαλωμένους με ωμό και σκληρό θόρυβο πανκς, πιο αηδιαστική από το χύσιμο των Ramones.
O Fripp με σύστησε στην Debbie Harry και τον Chris Stein, που είχα δει να παίζουν και στο CBGB και στο Max’s Kansas City αλλά δεν είχαμε μιλήσει ποτέ. Συζητούσαμε για κανα-δυο λεπτά όταν ένας τύπος ήρθε πίσω από τη Debbie. Δεν κρατούσα σημειώσεις, αλλά αυτό που είπε δεν ξεχνιέται. Όρθιος πάνω από τους ώμους της, γάβγισε μέσα στα μαλλιά της: «Δεν χρειάζεσαι ΑΓΑΠΗ, χρειάζεσαι ΜΙΣΟΣ!».
©2016 David Hajdu