Put the book back on the shelf #1
Με το βιβλίο του Δημήτρη Καράμπελα για τον Διονύση Σαββόπουλο ξεκινάει η στήλη που θα ασχολείται με μουσικά βιβλία. Του Άρη Καραμπεάζη
Όταν λοιπόν κάπου στην Ελλάς του 2000, που άδει ασύντακτα και ο Στέλιος, μπήκαμε φουριόζοι στο Rollin Under με τον Γιάννη Ασπιώτη για να ζητήσουμε από τον Μπάμπη να ξαναρχίσει τα fanzine κλπ κλπ (σ.α. μας τα έχεις πει αυτά ρε, παρακάτω), μεταξύ σοβαρού και αστείου ο Μπάμπης Αργυρίου μας βομβάρδισε με ερωτήσεις του τύπου "Πόσους δίσκους έχεις; Τι περιοδικά διαβάζεις; Σε πόσα φεστιβάλ έχεις πάει; Τι έχεις γράψει....;" κ.λ.π. Κεντρική θέση στο βομβαρδισμό κατάλαβε η ερώτηση "Πόσα μουσικά βιβλία έχεις; Ποιες ροκ εγκυκλοπαίδειες συμβουλεύεσαι;". Στην πλειονότητα των ερωτήσεων ψιλοαπάντησα, αυτήν ειδικά την έκανα γαργάρα. Ένα μουσικό βιβλίο είχα όλο κι όλο και αυτό ήταν Ο Ήχος της Πόλης (στη μετάφραση της Χίλντας). Και δεν νομίζω ότι ήμουν ο μόνος. Στην προ-Amazon εποχή και προτού οι μεγάλες αλυσίδες βιβλιο-δισκοοπωλείων αρχίζουν να φέρνουν μουσικούς τίτλους βιβλίων στην Ελλάδα, αν δεν ήσουν επαγγελματίας ή έστω φοιτητής στην Αγγλία είχες ελάχιστη έως καθόλου πρόσβαση σε μουσικά βιβλία. Κοινώς, τα ψάχναμε, αλλά δεν τα βρίσκαμε. Μετά θυμήθηκα ότι είχα και το "From The Velvets To The Voivoids", αλλά δεν το είχα διαβάσει ποτέ, παρά αποσπασματικά. Δέκα πλας χρόνια μετά τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο για όλους μας, οπότε θεωρώ ότι υπάρχει πλέον η δυνατότητα να εγκαινιάσουμε μια στήλη που θα αφορά τα μουσικά βιβλία κατ' αποκλειστικότητα (δεν πάμε να "φάμε" το βιβλιοπανδοχείο του Σκουζ, δηλαδή). Ελπίζω ότι δεν θα είμαι ο μόνος που θα αυξάνει την αλληλουχία των εμφανίσεων της. Ξέρω ότι και κάποιοι άλλοι εδώ μέσα διαβάζουν αρκετά περί μουσικής...
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ (Ποιητική - Παράδοση - Πνεύμα)
Εκδόσεις Μεταίχμιο (Σειρά Μελέτες) / Πρώτη Έκδοση Νοέμβριος 2003
Θα μπορούσα να ξεκινήσω εντυπωσιακά με το Our Band Could Be Your Life, το οποίο αναγνώστες μουσικών site σαν και το δικό μας θα έπρεπε να το έχουν στο προσκεφάλι τους κάθε βράδυ που πέφτουν για ύπνο, αλλά κάπου αλλού εδώ γύρω με πρόλαβε ο Παναγιώτης Μένεγος (καλά τα 'πε). Ξεκινάω λοιπόν με αυτό το βιβλίο για το έργο του Διονύση Σαββόπουλου, που με εφτά χρόνια καθυστέρηση έπεσε σχεδόν τυχαία στα χέρια μου και παρά τις συνεχείς διαφωνίες μου σε κάθε επόμενη σελίδα, για τις οποίες αναλυτικά παρακάτω, επισημαίνω εξ αρχής ότι είναι μία εντυπωσιακή σε όγκο μελέτης και βάθος πληροφοριών εργασία, με την οποία αξίζει να αναμετρηθεί κανείς και ειδικά οι διαφωνούντες σαν και εμένα. Σαν ανάγνωσμα κυλάει καλύτερα από το μέσο δοκίμιο που μπορείτε να διαβάσετε για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ακαδημαϊσμοί προκύπτουν στην πορεία και πιάνεις τον εαυτό σου να... πηδάει σελίδες κάπου-κάπου, αλλά σε γενικές γραμμές θα το διαβάσεις με καλό ρυθμό.
Σε πρόσφατη (σχετικά) συνέντευξη της η Ελευθερία Αρβανιτάκη όταν ρωτήθηκε ποιο είναι το κατά τη γνώμη της σημαντικότερο πρόβλημα του ελληνικού τραγουδιού, απάντησε ότι δεν υπάρχει σε όλα αυτά τα χρόνια η απαραίτητη μελέτη, έρευνα, ανάλυση και κατ' επέκταση βιβλιογραφία γύρω από αυτό (εννοώντας προφανώς ότι το τραγούδι στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται με την σοβαρότητα που του πρέπει, παρότι φαινομενικά όλοι απασχολούνται με αυτό - συμφωνώ σε αυτό), την ίδια στιγμή που έξω ήδη το pop τραγούδι είναι από ετών αντικείμενο πανεπιστημιακής μελέτης και διδασκαλίας. Κατ' αρχήν δεν έχει άδικο.
Ενώ λοιπόν τυπικά υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία γύρω από την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και τους πρωταγωνιστές της, επί της ουσίας έχουμε να κάνουμε με ανυπόφορες στην πλειονότητα τους αγιογραφίες, με εγκώμια αγίων και ηρώων, με ημιτελείς προσπάθειες ή με βιαστικές εργασίες που τρέχουν να προλάβουν την επικαιρότητα κάποιου ονόματος. Το εν λόγω βιβλίο του Δ. Καράμπελα βρίσκεται στον αντίποδα όλων αυτών. Μπορεί τελικά εκ του αποτελέσματος να στοιχειοθετεί ένα ακόμη -έστω και μετρημένο και τεκμηριωμένο- εγκώμιο για τον Σαββόπουλο, αλλά αν μη τι άλλο αυτό γίνεται (θα το επαναλάβω αρκετές φορές) κατόπιν ενδελεχούς και σίγουρα κοπιαστικής επιστημονικής έρευνας.
Είναι όμως η επιστημονική έρευνα και η ακαδημαϊκή μεθοδολογία τελικά, το κατάλληλο μέσο για να τοποθετήσουμε το λαϊκό/ pop/ ροκ κλπ τραγούδι στη θέση που πραγματικά του αρμόζει, χωρίς είτε να το υποτιμήσουμε, είτε να το υπερεκτιμήσουμε;
Διδάκτωρ Νομικής και Δικηγόρος, ο Δημήτρης Καράμπελας, όταν έγραψε το βιβλίο ήταν μόλις τριάντα ενός ετών και αυτό είναι από μόνο του εντυπωσιακό με τα μέτρα όχι της ιστορικής έρευνας βέβαια, αλλά της μουσικής γραφίδας που μας απασχολεί εδώ. Τυπικά λοιπόν ανήκει στη γενιά εκείνη που σε πραγματικό χρόνο γνώρισε τον Σαββόπουλο στη φάση που ξεκίνησε με την απομυθοποίηση του και κατέληξε στον ευτελισμό του, σε σχέση με οτιδήποτε αντιπροσώπευε αυτός, είτε στη μουσική, είτε οπουδήποτε άλλου. Και όμως κάπου στην πορεία του βιβλίου ο Καράμπελας αποκαλύπτει ότι ο Σαββόπουλος του Κουρέματος κατάφερε και εξέφρασε με καθοριστικό τρόπο τον ίδιο και τη γενιά του, που κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 80-αρχές 90, οπότε και όπως κάθε γενιά, ένιωσε και αυτή μετέωρη και χωρίς από κάπου να πιαστεί. Αυτό ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω, αλλά για να το λέει, έτσι θα έγινε. Ακόμη και έτσι όμως τα όσα εκτενώς αναφέρονται για ολόκληρο σχεδόν το περιεχόμενο του εν λόγω δίσκου, εθελοτυφλούν μάλλον και αδυνατούν τελικά να τον αντιμετωπίσουν στις πραγματικές του διαστάσεις, που δεν είναι δα και τόσο τραγικές (αντίθετα εδώ, ο Αλέξης Βούκαλης από την σκοπιά των παραδοσιακών μουσικογραφιάδων αποτιμά ορθότερα και πιο ειλικρινά το έργο, ακριβώς διότι δεν αισθάνεται την ανάγκη να το δικαιολογήσει).
Κάπως έτσι το βιβλίο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, εν μέσω όλων των αρετών του, δεν παύει να είναι μία αδιάκοπη αιτιολόγηση (για να μην πω, το βαρύτερο "δικαιολόγηση") κάθε απόφασης, κίνησης, πράξης, παράλειψης και αλλαγής στάσης του Σαββόπουλου. Τα λάθη προσπερνώνται με σύντομες συγκριτικά φράσεις και αναφορές (ως τραγούδια που δεν στόχευσαν σωστά, ως υπερβολικά επίκαιρες επιλογές κλπ) και σχεδόν τίθενται στο περιθώριο της μελέτης. Στο προσκήνιο προβάλλεται ένας Σαββόπουλος ο οποίος τελικά τοποθετείται στο υψηλότερο βάθρο κάθε πραγματικής, πνευματικής και δημιουργικής κατάστασης που τον αφορά. Νωρίς- νωρίς στο βιβλίο ξεκαθαρίζεται η υπεροχή του έναντι των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Στην πορεία έστω και έμμεσα ο Σαββόπουλος θα ξεπεράσει ακόμη και αυτόν τον Bob Dylan. Ακόμη και το επιεικώς ανεκδιήγητο Ξενοδοχείο θα ιδωθεί κύρια ως έργο Σαββόπουλου και όχι ως προϊόν παραποίησης, όπως πραγματικά είναι. Οι μεταφρασμένοι στίχοι του Once In A Lifetime βίαια αποσπώνται από τον πραγματικό τους δημιουργό και αποδίδονται στον Σαββόπουλο. Σε κάποια σημεία της ανάγνωσης μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, όλοι γράφουν και δημιουργούν για να καταλήξουν και να αποκτήσουν υπόσταση μέσα από τον Σαββόπουλο τελικά.
Στο τέλος μένεις κάπως με την απορία, πώς είναι δυνατόν μία τόσο μεθοδική και εξαντλητικά λεπτομερειακή έρευνα, να καταλήγει κατ' αυτό τον τρόπο σε μια τέτοια θέση Υπεροχής για τον δημιουργό Σαββόπουλο, έστω και με την αναγνώριση σφαλμάτων, τα οποία όμως σφάλματα αναγνωρίζονται (με μία χριστιανικού τύπου θεώρηση) ως απαραίτητο σκαλοπάτι προς το Ξεχωριστό.
Διαβάζοντας προσεχτικά κάποια αποσπάσματα του βιβλίου μετά την πρώτη ανάγνωση, κατέληξα στο ότι κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευκτο να συμβεί από τη στιγμή που εξ αρχής ο Σαββόπουλος τοποθετείται σε μία εξαιρετικά προνομιούχο θέση σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο, δημιουργό, δάσκαλο, μαθητή, πηγή έμπνευσης κλπ. Δεν τοποθετείται ούτε πιο ψηλά, ούτε πιο χαμηλά από τους υπόλοιπους, μέχρι να φτάσει στο θρόνο. Συμβαίνει κάτι πιο ολοκληρωτικό: ο Σαββόπουλος αντιμετωπίζεται πάντοτε ως μία απόλυτα ξεχωριστή περίπτωση, ως εξαιρετικά sui generis προσωπικότητα, που ακόμη και όταν δανείζεται ασύστολα, παραμένει απομονωμένος και τίποτε δεν τον συνδέει με κανέναν. Εδώ νομίζω ότι ο Καράμπελας παρασύρεται σε κάποιο βαθμό (έστω και με την κριτική στάση που διατηρεί) από την εικόνα που ο ίδιος ο Σαββόπουλος επιφυλάσσει από νωρίς για το εαυτό του, τόσο μέσα από τα τραγούδια του, όσο και -εξίσου νωρίς- από τις αναλύσεις που ο ίδιος κάνει επ' αυτών, όποτε του δίνεται η ευκαιρία. Πολλά τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Σαββόπουλου, που φαίνεται να υιοθετούνται ως συμπεράσματα...
Κάπως έτσι δίνεται υπερβολικά μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι ο Σαββόπουλος είναι (ή θεωρείται ότι είναι, διότι υπάρχει και μεγάλος αντίλογος επ' αυτού) ο πρώτος έλληνας τραγουδοποιός ("συνθέτει τους στίχους και τη μουσική των τραγουδιών του και τα ερμηνεύει ο ίδιος, διεκδικώντας την εκφραστική του ικανότητα", είναι η μάλλον μεγαλεπήβολη φράση που χρησιμοποιείται σε αρκετές παραλλαγές στη διάρκεια του βιβλίου). Ο Καράμπελας φαίνεται να έχει μελετήσει και κατανοήσει εξαντλητικά τον Σαββόπουλο, αλλά είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα, αγνοεί όχι μόνο την πραγματική του θέση στην εγχώρια κατάταξη των τραγουδοποιών, αλλά και το τι συνέβαινε με τους τραγουδοποιούς σε διεθνές επίπεδο. Μία μόνη αναφορά στους Ιταλούς τραγουδοποιούς αρκεί για να καταρρίψει τον εν λόγω βασικό ισχυρισμό του βιβλίου άμα τη προβολή του. Με πολλαπλές και "βαριές" αναφορές στην αρχαιότητα, στο αρχαιοελληνικό και το βυζαντινό μέλος, στην εκκλησιαστική μας ιστορία κλπ ο Σαββόπουλος παρουσιάζεται συνεχώς ως η ευτυχής κατάληξη του συνόλου της Ιστορίας. Και αυτού του είδους οι υπερβολές, σπάνια υπάρχει η δυνατότητα να αποδίδουν την πραγματικότητα.
Την ίδια στιγμή που το έργο του Χατζιδάκι καταδικάζεται κάπου στις αρχές του βιβλίου από τον συγγραφέα σε μία χωρίς επιστροφή στασιμότητα, επανάληψη και... κατηφόρα από τον Μεγάλο Ερωτικό και μετά (...) το ελληνικό τραγούδι πολλάκις διαχωρίζεται αυθαίρετα σε Προ Σαββόπουλου και Μετά Σαββόπουλου περιόδους. "Μετά τον Μπάλλο όλα έχουν πια προδοθεί. Το ελληνικό τραγούδι δεν μπορεί να συνεχίζει να λατρεύει νεκρά είδωλα και μορφές, πιστεύοντας πως συνεχίζει αυθεντικά το παρελθόν ή πλουτίζει πνευματικά το παρόν χωρίς να κρίνεται από τη ζοφερή προειδοποίηση του Σαββόπουλου, χωρίς να δυναμώνει μέσα από τα αυτιά του ο μονότονος θόρυβος που κάνει το ακοίμητο σκουλήκι". Εδώ θεωρώ ότι το βάρος που μετακυλίεται στις πλάτες του δημιουργού Σαββόπουλου είναι μεγαλύτερο από αυτό που και ο ίδιος, μέσα στην οποία ματαιοδοξία του και στο ενίοτε ανεπτυγμένο υπερεγώ του, θα μπορούσε να αποδεχτεί. Ο Σαββόπουλος καινοτόμησε, διαφοροποιήθηκε, κινήθηκε πολλές φορές ανεξάρτητα, ακόμη και με εντυπωσιακό τρόπο. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν επέφερε τέτοιους είδους ρήξεις, όπως αυτές που του αποδίδονται συλλήβδην και με μάλλον περισσή ευκολία.
Ο Καράμπελας είναι δικηγόρος και ξέρει πολύ καλά πως να παρουσιάσει τα πράγματα κατά το δοκούν. Προφανώς δεν θέλει να σκεφτεί καν ότι υπάρχει η πιθανότητα το Φορτηγό να μην υπήρχε έστω και ως ιδέα χωρίς τα δανεικά (και αγύριστα, δεν έχουμε καμιά ανταλλαγή πνευμάτων ασφαλώς...) από τον Dylan και καταλήγει στην απόλυτα μεροληπτική υπέρ του Σαββόπουλου κρίση, ότι ο Dylan τον καθοδηγεί, αλλά τελικά η φωνή που ακούμε είναι η φωνή του Σαββόπουλου και ότι δήθεν υιοθετούνται οι εκφραστικοί τρόποι του Dylan από τον Σαββόπουλο, σαν να τους έχει δημιουργήσει ο ίδιος ο Έλληνας δημιουργός. Σε αρκετές περιπτώσεις στα τραγούδια του Σαββόπουλου όμως είναι ξεκάθαρο ότι ακούμε τον Dylan, μέσω μίας έξυπνης, επιτυχημένης και εύστοχης μετάφρασης. Αλλά μετάφρασης. Θα τις βρείτε αυτές τις περιπτώσεις στο βιβλίο, απλά από διαφορετική θέση.
Ο Καράμπελας λοιπόν όχι μόνο παίρνει θέση υπέρ του Σαββόπουλου, αλλά έχω την αίσθηση ότι καταλήγει στο ότι ο Σαββόπουλος είναι η μόνη Θέση που μπορεί να πάρει κανείς. Το γεγονός αυτό όμως ουδόλως μειώνει την αξία της εργασίας του. Η οποία είναι πραγματικά ανυπολόγιστη, για εχθρούς και φίλους του Σαββόπουλου, για όσους τον περιμένουν στη γωνία, είτε για να τον αποθεώσουν, είτε για να τον αποτελειώσουν.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι ούτε βιογραφία (πολύ περισσότερο, ευτυχώς δεν είναι αγιογραφία...), ούτε αποσπασματική (με την έννοια της πρόχειρης) ανάλυση του έργου του Σαββόπουλου. Μέσα από τη χρονική αλληλουχία των δίσκων (η οποία σπάει δικαιολογημένα κάθε τόσο και αυτό είναι καλό διότι ο Σαββόπουλος δεν αντιμετωπίζεται κατά περιόδους, αλλά ως σύνολο συμπεριφοράς, εξαιρετικό συμπέρασμα της μελέτης, κατά τη γνώμη μου), αναλύονται εξαντλητικά ορισμένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια του, εντοπίζονται οι κάθε είδους αναφορές και δάνεια, ακόμη και στη λεπτομέρεια της παραμικρής λέξης και φράσης. Με άξονα την ύστερη χριστιανοκεντρική των πραγμάτων θεώρηση από τον Σαββόπουλο, η οποία τελικώς θεωρείται από τον συγγραφέα, ότι πάντοτε υπήρχε, έστω και σε λανθάνουσα μορφή, γίνεται μια διαρκής αντιπαραβολή των εικόνων και των στοχασμών που κρύβονται στα τραγούδια του Σαββόπουλου με αποσπάσματα από τα ευαγγέλια, τα εκκλησιαστικά κείμενα κ.λ.π. Ευτυχώς το μέτρο κρατείται στην προκειμένη περίπτωση και δεν καταλήγουμε σε κάποιο συμπέρασμα του στυλ "ο λόγος του Σαββόπουλου αντανακλά και ερμηνεύει στα καθ' ημάς τον λόγο του Κυρίου". Θα ήταν άδικο κάτι τέτοιο για την αξία της μελέτης. Όταν όμως τα ευκολόπιστα στιχάκια του Ας Κρατήσουν Οι Χοροί αντιπαραβάλλονται με αποσπάσματα από επιστολές του Ιωάννη, η πίστη του αναγνώστη στο βιβλίο μάλλον δοκιμάζεται προσωρινά.
Διαβάζοντας το βιβλίο τσάκισα δεκάδες σελίδες για να επιστρέψω σε αυτές, είτε επειδή εντυπωσιάστηκα από τα στοιχεία που επιστρατεύει ο Καράμπελας, είτε γιατί ενοχλήθηκα υπερβολικά από μία διαφωνία μου που ανέκυψε με τα όσα υποστηρίζει. Σε κάποια άλλα σημεία εντυπωσιάζει το λεκτικό οπλοστάσιο του συγγραφέα. Ακαδημαϊκός στον τρόπο σκέψης και γραφής και καθώς φαίνεται μελετητής αρχαίων και εκκλησιαστικών κειμένων, μακριά από τις περιορισμένες δυνατότητες λόγου στις οποίες μας έχουν συνηθίσει τα κείμενα περί μουσικής, ο Καράμπελας αρκετές φορές θέτει νέα στάνταρ στην κριτική ανάλυση των τραγουδιών και των δημιουργών αυτών.
Τελικά όμως αποδεικνύεται ότι ακόμη και η καλά μεθοδευμένη ακαδημαϊκού τύπου έρευνα δεν διαφέρει ριζικά από την "λαϊκή μουσικοκριτική" καθώς καταλήγει υπερβολικά εξαρτημένη από το αντικείμενο της, ζητούμενο που καθώς βλέπω σπάνια το αποφεύγεις όταν έχεις να κάνεις με τη μουσική. Ο Ξαγάς τα ξέρει καλύτερα τα περί των επιστημονικών μεθόδων και μας τα είπε λίαν πρόσφατα με εντελώς διαφορετική αφορμή. Κάπως έτσι είναι και εδώ τα πράγματα. Και για να το κάνω πιο λιανά: θεωρητικά όλοι αναγνωρίζουμε ότι ο Greil Marcus είναι σημαντικότερος γραφιάς από τον Nick Kent, αλλά η ουσία του rock 'n' roll υπάρχει πολύ περισσότερο στα κείμενα του τελευταίου, παρά στου πρώτου. Κάπως έτσι χάνεται η ουσία της μουσικής και στην μελέτη του Καράμπελα. Δεν ήταν αυτός ο στόχος θα μου πεις... Δεν είναι ένα βιβλίο που ασχολείται με τη μουσική πλευρά του Σαββόπουλου. ΟΚ. Αλλά τι θα ήταν τελικά ο Σαββόπουλος αν δεν έφτιαχνε τραγούδια; Η απάντηση νομίζω είναι αφοπλιστική.
Δεν το συζητώ αν αξίζει να διαβάσει κανείς το βιβλίο. Αξίζει και με το παραπάνω. Ας υπάρξουν και άλλα τέτοια βιβλία γύρω από τους Έλληνες μουσικούς, τραγουδιστές, συνθέτες και τραγουδοποιούς και ας δημιουργούν τόσες και παραπάνω διαφωνίες και ενστάσεις. Περιμένουμε επιτέλους κάτι περισσότερο από νοσταλγικές αγιογραφίες ειδικά για το έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Για το ΈΡΓΟ του και όχι για τον Χατζιδάκι. Γιατί παρά τις διαφωνίες μου δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ ότι αυτό είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο σχετικά με το ΈΡΓΟ του Σαββόπουλου και οτιδήποτε πέραν αυτού θα είναι παρερμηνεία. Χάρηκα που διαφωνήσαμε με τον Δημήτρη Καράμπελα το λοιπόν. Θα το ξαναδιαβάσω το βιβλίο, έστω και για να ανασύρω περισσότερες ενστάσεις και αντιρρήσεις.