Put The Book Back On The Shelf # 11: Morrissey - The Autobiography
(Penguin Classics, 2013)
Αφού ο Morrissey απαίτησε (προφανώς) και πέτυχε (βεβαιωμένα) να δει την αυτοβιογραφία του στη σειρά των "Κλασσικών" της Penguin, δίπλα στον Μεγάλο Γκάτσμπυ και δεν ξέρω κι εγώ σε ποιους και σε πόσους άλλους μεγάλους, κλασσικούς και σίγουρους, τότε δικαιούμαι κι εγώ να ξεκινήσω με κάποια ψήγματα αυτοβιογραφίας, τα οποία ούτως ή άλλως τον αφορούν:
Στο γυμνάσιο δεν άκουγα Smiths. Φυσικά και δεν άκουγα και Morrissey Solo. Τους είχα ακούσει (τους πρώτους), δεν ασχολήθηκα περαιτέρω και άλλωστε πίστευα βάσιμα ότι οι Therapy? είναι το σπουδαιότερο πράγμα που συνέβη ποτέ στη μουσική (και εκείνη τη στιγμή νομίζω ότι δεν είχα και πολύ άδικο). Σε παράλληλο χρόνο, το Continent Θεσσαλονίκης (εκεί που είναι σήμερα το ΙΚΕΑ) είχε πολύ ωραίο και απομονωμένο section με CD (δηλαδή ψώνιζες CD χωρίς να χαζεύεις τα μαρούλια και τα αλλαντικά) και είτε με τους γονείς (που ψώνιζαν μαρούλια και αλλαντικά), είτε σε κατά μόνας εξορμήσεις φτιάξαμε μεγάλο μέρος της δισκοθήκης μας από εκεί (δυστυχώς σε CD). Μέχρι και το πρώτο άλμπουμ Belle And Sebastian από εκεί το αγόρασα να φανταστείς (εντάξει δεν εννοώ, το πρώτο-πρώτο). Δεν έχω καταλήξει αν πρέπει να αισθάνομαι τύψεις για αυτό, εις βάρος των ανεξάρτητων δισκοπωλείων, διότι αφενός μεν πάντοτε τα στήριξα και ακόμη τα στηρίζω, αφετέρου δε, το ίδιο πράγμα κάνανε στον ίδιο χώρο, όπως έχω ξαναγράψει, και το δίδυμο Γιάννη Αγγελάκα- Μανώλη Ρασούλη, τους οποίους συχνά-πυκνά συναντούσαμε.
Σε κάποια φάση λοιπόν πέτυχα εκεί το σύνολο της δισκογραφίας των Smiths σε άθλιες μεν επανεκδόσεις, στην τιμή των 2.000 δραχμές για έκαστο CD όμως, την φόρτωσα ολόκληρη στο καρότσι του σούπερ μάρκετ και ανάθεμα με αν ο μπαμπάς κατάλαβε ότι τα 10-12 χιλιάρικα έξτρα που πλήρωσε πήγαν σε συντριπτικό ποσοστό στο δίδυμο Morrissey- Marr (δεν είχε ακόμη γίνει η Δίκη νομίζω) και όχι στην αλλαντοβιομηχανία Θράκης, την οποία πάντοτε τιμούσαμε ως Εβρίτες στην καταγωγή. Όπως την πήρα λοιπόν τη δισκογραφία, βάλθηκα να την ακούσω κατά σειρά κυκλοφορίας, και με το που άκουσα την ξεψυχισμένη rhythm section του Reel Around The Fountain, την παράτησα στην άκρη και ασχολήθηκα ακόμη πιο σε βάθος με το Nurse.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά ο Morrissey έρχεται να δικαιώσει τον αγριεμένο εφηβικό ψυχισμό μου, που (ηλιθιωδώς) θεώρησε το πρώτο άλμπουμ των Smiths ως ένα ντεμπούτο μιας μπάντας, που παραδόξως ακούγεται σαν να είναι στα τελευταία της (ΟΚ, δεν το είχα σκεφτεί ακριβώς έτσι, αλλά κάτι τέτοιο εννοούσα). Αποκηρύσσει λοιπόν αυτές τις ηχογραφήσεις και σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου- αυτοβιογραφίας του, αποκηρύσσει το ένα, αποκηρύσσει το άλλο (αλλά ποτέ επί της ουσίας δεν αποκηρύσσει τον Johnny Marr- και αυτό είναι προς τιμήν του) και καταλήγει να χαρακτηρίσει το Years Of Refusal ως το απόλυτο αριστούργημα του συνόλου της δημιουργίας του. Την οποία δημιουργία του- όπως σωστά επισημαίνει ήδη και ο Βύρωνας Κριτζάς στην αντίστοιχη παρουσίαση στο Avopolis.gr- αποτιμά κυρίως μέσα από τις επιτυχίες (και αντίστοιχα τις αποτυχίες) στα charts.
Το ζήτημα βέβαια είναι ό,τι εγώ θεωρώ πλέον το ντεμπούτο των Smiths το αξεπέραστο αριστούργημα τους (μαζί με το Strangeways) και αισθάνομαι ευτυχής που εξαιτίας της παραγωγής, που κατακρίνει τώρα ο Moz, αφαιρέθηκε από πάνω του οτιδήποτε τραχύ πρέσβευε τότε το συγκρότημα. ΟΚ. Αφενός μεν, δεν περιμένουμε από κανέναν δημιουργό-καλλιτέχνη να έχει από πάνω και την ικανότητα να είναι ο καλύτερος κριτής και αποτιμητής του έργου του, αφετέρου ο πόθος και το πάθος του Morrissey για τις πωλήσεις και τις πρώτες θέσεις στους καταλόγους επιτυχιών, είναι τελικά η κινητήριος δύναμη για να ανδρωθεί το indie, ως η μετεξέλιξη εκείνη της εναλλακτικής μουσικής, που δεν αδιαφορεί για την εμπορική της υπόσταση. Και αυτό δεν είναι αμελητέο, αλλά ούτε και απαραίτητα κακό.
Η Αυτοβιογραφία του Moz κατά τα άλλα είναι ένα βιβλίο, που μέσα από τις πικρόχολες σελίδες του, θα κάνει όλους όσους έχουν λατρέψει τον Morrissey να αισθανθούν δίπλα του διαβάζοντας το, καθώς ο συγγραφέας ανταποκρίνεται πλήρως στην εικόνα που έχει αφήσει να αιωρείται γύρω από αυτόν τα τελευταία τριάντα και βάλε χρόνια, ακόμη και στις στιγμές που επιχειρεί να γκρεμίσει τους όποιους "μύθους" τον περιβάλλουν. Οι πρώτες 40-50 σελίδες, που με βιασύνη κατηγορήθηκαν ως "βαρετό ανάγνωσμα", εμπεριέχουν ουσιαστικές παρατηρήσεις του Morrissey επάνω σε πράγματα που ανεπανόρθωτα διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και την σκέψη του και τα οποία ποτέ άλλωστε δεν είχε κρύψει και από τα τραγούδια του, εδώ όμως μπαίνουν για πρώτη φορά στην πραγματική τους βάση, και δεν κρύβονται πίσω από νοήματα και συμβολισμούς.
Ακόμη και στους σχεδόν συνομήλικους Έλληνες οπαδούς του, θα κάνουν -φαντάζομαι- ιδιαίτερη εντύπωση οι περιγραφές από το (κατ' ευφημισμόν) εκπαιδευτικό σύστημα της Αγγλίας των 70s, του οποίου το "σκληρό πρόσωπο" διαφέρει αισθητά από ό,τι έχουμε ακούσει ως διηγήσεις και εμείς οι νεότεροι για τα καθ' ημάς headmaster rituals, καθότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αλαζονική εικόνα που η Αυτοκρατορία διατηρεί για την πάρτη της. Η οικογένεια του Moz τον ακολουθεί από την αρχή μέχρι το τέλος της διήγησης και αφήνει να εννοηθεί ότι πάντοτε επεδίωξε ο ίδιος να κρατήσει ισχυρούς τους ουσιαστικούς δεσμούς του μαζί της. Τη μεγαλύτερη κακία την βγάζει όταν ο Αντίδικος επιχειρεί να γράψει κατάσχεση στο σπίτι της μητέρας και της αδερφής του, θεωρώντας ότι ανήκουν στον Moz (το αν υπήρξαν καταδολιευτικές πράξεις, δεν ξεκαθαρίζεται πάντως, κάτι μου λέει πως ναι).
Εξαιρετικό ενδιαφέρον για εμάς τους Έλληνες νομικούς έχει και το δικαστικό τμήμα του βιβλίου, αφού ο Moz μέσα από εξαντλητικές αναλύσεις της (μη) αποδεικτικής διαδικασίας, και κατακρεουργώντας ονομαστικά και κατά πρόσωπο, τον Δικαστή που αποφάσισε εις βάρος του, μας βάζει για τα καλά στο νόημα του αστικού αγγλικού δικαίου και των προβλημάτων του, σε σημείο που να σου κινεί την περιέργεια να μάθεις περισσότερα για αυτό. Τυφλωμένος βέβαια από το παράδοξο της δίκης και (πολύ περισσότερο) της απόφασης, καταλήγει σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου να υποβιβάζει τον ρόλο των Rourke & Joyce στο μύθο των Smiths. Αλλά δεν νομίζω να υπήρχε και κανείς που να περίμενε κάτι το διαφορετικό. Γενικώς, ο Morrissey αποτιμά τους Smiths σαν την μοναδικά μαγική και αναπάντεχη στιγμή στην ιστορία του ροκ, που πράγματι υπήρξαν, αλλά δεν φαίνεται να θέλει να κατανοήσει όλες τις παραμέτρους που την κατέστησαν ανεπανάληπτη.
Η ουσία είναι πάντως σε σχέση με το βιβλίο ότι ο Morrissey ξέρει να γράφει και αυτή η Αυτοβιογραφία θα είναι καλό για όλους μας να μην είναι το πρώτο και τελευταίο του συγγραφικό πόνημα (δεν θα έλεγα. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου εξελίσσεται μάλλον άδοξα, καθώς επιδίδεται σε μία ημερολογιακή καταγραφή των περιοδειών της τελευταίας εικοσαετίας, με ελάχιστες ενδιαφέρουσες στιγμές να δίνουν το παρόν (υπάρχει και αναφορά στις εμφανίσεις στην Ελλάδα το 2006, με τον Moz να "βλέπει" στο κοινό της Θεσσαλονίκης μόνο άνδρες και σε αυτό της Αθήνας μόνο αυτάρεσκους άνδρες- ψαχτείτε!). Οι παρατηρήσεις του πάνω σε συμπεριφορές διάσημων και μη είναι όσο ουσιαστικές όσο υπόσχονται οι στίχοι του, ενώ θέλει ακόμη λίγη δουλειά στο πώς διηγείται κανείς μία ιστορία (πράγμα διόλου εύκολο).
Τα μυστικά των studio, το μυστικό της χημείας των Smiths, η προβληματική που ως solo καλλιτέχνη τον οδηγεί σε ενίοτε μακρές περιόδους αποχής και σιωπής, παραμένουν καλά κρυμμένα μυστικά, ενίοτε, δε, και ψέματα, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. H Rough Trade και οι κατά καιρούς συμπράττοντες αυτής είναι σε μόνιμο στόχαστρο και οι πάντες αδικούν και εκμεταλλεύονται τον Morrissey από πάντα μέχρι σήμερα. Η ουσία παραμένει όμως ως προς το νόημα της ανάγνωσης. Οι φανατικοί θα έρθουν ακόμη πιο κοντά στην αληθινή ζωή του Morrissey, έστω και αν αυτός αρνήθηκε να την αποκαλύψει σε όλες της τις διαστάσεις, τουλάχιστον προς το παρόν. Και αυτό δεν είναι κάτι αμελητέο, όπως θα ξέρετε ήδη, αν τυχόν ανήκετε κι εσείς στους φανατικούς.