Put The Book Back On The Shelf # 2: Retromania
Simon Reynolds: Retromania (Pop Culture's Addiction To It's Own Past)
Το Retromania το περιμέναμε με αγωνία με τον Θεοδόση Μίχο. Στα τελευταία τρία Primavera Sound, η επίγευση του τριημέρου ήταν η ανησυχία για το αν έχουμε καταντήσει γραφικοί που παθαίνουμε την κάθε φορά και μεγαλύτερη πλάκα της ζωής μας με απανωτά reunion συγκροτημάτων που χάσαμε στο παρά τσακ σε real time ή ακόμη και κάποιων που προλάβαμε και μας έλειψαν έκτοτε... και που όταν δεν αγνοούμε νέες μπάντες και ήχους, είναι επειδή τελικά μας θυμίζουν ποια ακριβώς reunion περιμένουμε στο άμεσο μέλλον. Πιστεύαμε κατά βάθος ότι ο Simon Reynolds είχε τις απαντήσεις. Είναι άλλωστε αυτός που διηγήθηκε με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία της πατενταρισμένα αγαπημένης μας μουσικής στο Rip It Up And Start Again, που μας έδωσε μέσες-άκρες να καταλάβουμε τι παίζει με το hip hop στο Bring The Noise, διότι κατά βάση δεν σκαμπάζαμε και πολλά, αλλά και αυτός που εντύπωσε επιγραμματικά στο μυαλό μας την dance & rave κουλτούρα με το Energy Flash, διότι όσο και να θέλουμε να το κρύψουμε, εμείς εκείνα τα χρόνια grunge ακούγαμε...
Ξεκίνησα πρώτος να διαβάζω το βιβλίο και στα δύο πρώτα κεφάλαια βαρέθηκα περισσότερο από εκείνη τη φορά που είχα κάνει λάθος στην ταινία που έπαιζε το Σινέ Μακεδονικόν και ξεκίνησαν να προβάλλονται Οι Θρύλοι Του Πάθους με τον Brad Pitt και κάτι άλογα. "Στα' λεγα εγώ..." σιγόνταρε ο Μίχος "πολύ θεωρητικούρα ο Reynolds και καθόλου rock 'n' roll". Σε λίγες μέρες είχε προχωρήσει στο βιβλίο πιο μπροστά από μένα (κάναμε διαγωνισμό σε στυλ "έχεις βγάλει όλη την Ιστορία Δέσμης ή ακόμη;" δείχνοντας ακόμη περισσότερο την ηλικία μας) και ανέβαζε στο tweeter μες στο ξημέρωμα φώτο από σελίδες που τον εξίταραν.... (προφανώς τα είχε πιει και τα τζινάκια του, διαβάζοντας). Μέχρι το τέλος το βιβλίο μας πήγε κάπως έτσι: ζεστό-κρύο, άσπρο-μαύρο, βαρεμάρα από την υπέρανάλυση και ενθουσιασμός από τις to the point αναλύσεις. Επίσης για πρώτη φορά κατάλαβα ακριβώς τι σόι πράγμα είναι αυτό που κάνει ο Flying Lotus και πως ακριβώς το κάνει. Λίγο το έχεις αυτό;
Το τελικό συμπέρασμα μας λέει ότι ο Simon Reynolds είναι ο καλύτερος αυτή τη στιγμή στο να διηγείται την ιστορία της μουσικής, προσθέτοντας εύστοχα σχόλια και παρατηρήσεις επί αυτής. Με το Retromania προσπάθησε να ανέβει επίπεδο. Έκανε έρευνα ακαδημαϊκού επιπέδου, έψαξε και βρήκε αναφορές που στην καλύτερη περίπτωση αντλούν από την Παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης και στην πιο τραβηγμένη από την Κοινωνιολογία του Δικαίου της Νότιας Αφρικής. Κοινώς το πράγμα αρκετές φορές παρατράβηξε και παρότι στον επεξηγηματικό υπότιτλο του βιβλίου υπάρχει ξεκάθαρα η λέξη pop, το Retromania στην τελική αποτίμηση του αποτυγχάνει ως ένα pop ανάγνωσμα. Ή έστω ως ένα ανάγνωσμα που δικαιούται να φέρει την λέξη pop στον υπότιτλο του...
Σε κάποιες φάσεις ο Reynolds ξεχνιέται, αφήνει στην άκρη τις εξωτερικές αναφορές, την επιστημονική βιβλιογραφία και κάτι μακρινές συγγένειες που έχει το σόι του με τον Παπανούτσο, παρασύρεται θετικά και ξεκινάει και διηγείται και πάλι από την αρχή (ή μάλλον από την μέση είναι που την πιάνει...) την ιστορία της pop/ ροκ μουσικής, διαπρέποντας εκ νέου. Έχει καλά κρυμμένα μυστικά, έχει πιθανές εξηγήσεις για ερωτήματα που δεν απασχόλησαν ποτέ κανέναν και γενικώς πείθει ακόμη και αυτούς που δεν ήθελαν καν να ασχοληθούν, ότι καλύτερα είναι να ξέρεις πώς γεννήθηκε το new wave, παρά πώς φτάσαμε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναγνωρίζει ότι η ουσία του rock 'n' roll δεν ήταν τελικά ποτέ στο να κομίσει σώνει και καλά το καινούργιο και το απεξαρτημένο από το παρελθόν και αυτό είναι λυτρωτικό για όσους βαράνε τέτοιου είδους αγωνίες. Αμέσως μετά όμως τα γυρίζει και πάλι και αρχίζει τη διδασκαλία από την έδρα...
Το βασικό ερώτημα του βιβλίου που είναι το αν τελικά η pop μουσική (και ατυχώς ευρύτερα η pop κουλτούρα, τι μας ενδιαφέρει εμάς η κουλτούρα;) είναι πλέον στάσιμη και ανίκανη να παράγει κάτι το καινούργιο, δεν είναι ότι μένει αναπάντητο (βλέπε και το παραπάνω συμπέρασμα), αλλά βρίσκει περισσότερες από μία ικανές απαντήσεις, οπότε στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε. Ο Simon Reynolds είναι φανατικός οπαδός του Ariel Pink και για κάποιον σαν και μένα που πλέον χωρίζει τους μουσικόφιλους σε αυτούς που λατρεύουν και σε αυτούς που απεχθάνονται τον Ariel Pink αυτό εξηγεί πολλά για τη στάση που κρατάει στα πράγματα. Όπως ο Ariel Pink, έτσι και ο Reynolds, με πρώτη ύλη τα πάντα όσα κατηγορεί και τα πάντα όλα περί των οποίων ανησυχεί, στήνει ένα φαινομενικά πρωτότυπο υλικό, που στην περίπτωση του πρώτου δεν κομίζει κανενός είδους νέα απόλαυση (ούτε καν απόλαυση δηλαδή..., αχταρμάς), ενώ στην περίπτωση του δεύτερου δεν καταλήγει σε κανένα ουσιαστικό συμπέρασμα μετά από 500 πυκνογραμμένες σελίδες (είχα να διαβάσω τόσο εντατικά από την Εμβάθυνση Αστικού Δικαίου λέμε...). Σε κάποιες φάσεις ο Reynolds αρνείται να πιστέψει σε αυτό που πολλάκις διαπιστώνει το βιβλίο και συνεχίζει να εξετάζει το rock 'n' roll ως καινοτόμο δύναμη, συγχέοντας την πάλαι ποτέ σύνδεση του με τις νεότερες γενιές, κάτι που όμως αποτελεί παρελθόν εδώ και πολλές δεκαετίες, και δεν συντελέστηκε ασφαλώς ούτε στα 00s, ούτε καν στα 90s. Εκείνο το παράδειγμα του rock'n' roll revival με τους ροκαμπιλάδες κλπ που έλαβε χώρα πριν καν προλάβει να "πεθάνει" για πρώτη φορά το ίδιο το rock 'n' roll, το τραβάει από τα κοκοράκια στα μαλλιά. Εντάξει Simon, το πιάσαμε, ΟΚ!
Το τελευταίο βιβλίο του Reynolds είναι ξεκάθαρο ότι δεν απευθύνεται στον μέσο μουσικόφιλο. Ούτε καν στον μουσικόφιλο που είναι λίγο πάνω από το μέσο όρο (σε ποσοτικά επίπεδα ενασχόλησης αναφέρομαι, όχι σε δήθεν ποιοτικά κριτήρια σκέψης και γνώσης. Όρεξη να έχεις και χρόνο που λέμε. Πλέον ούτε καν φράγκα....). Απευθύνεται κατ' αρχήν σε αυτούς που ομοίως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο γράφουν κάπου για μουσική. Επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, καλά ή χάλια, σε περιοδικά ή blogs, σε site ή σε έντυπα... έτσι και αλλιώς πλέον οι μισοί τουλάχιστον από αυτούς που ακόμη αγοράζουν και ακούν μουσική, γράφουν και κάτι περί αυτής. Καλά θα κάνουν να το διαβάσουν, διότι άλλωστε είναι ξεκάθαρο ότι τουλάχιστον εντός συνόρων οι μισοί δεν έχουν διαβάσει τίποτε περισσότερο από αυτά που έχουν γράψει οι ίδιοι και στο τσακίρ κέφι κανένα Ποπ & Ροκ των 90s από τον μεγάλο τους αδερφό, που το θεωρούν και κατόρθωμα... Και καλά θα κάνουν όσοι τυχόν γράφουν να διαβάζουν γενικότερα (ας κάνουμε και εμείς τη διδασκαλία μας, τζάμπα είναι και δεν φορολογείται που λέει και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).
Σκόρπια μέσα στο βιβλίο υπάρχουν πράγματα που αφορούν περισσότερους. Υπάρχουν ωραίες, συγκινητικές αναλύσεις για την μανία του να συλλέγει κανείς δίσκους, για το πώς οι γυναίκες δεν μπορούν να μπουν ποτέ απόλυτα σε αυτό το παιχνίδι, ακόμη και αν έχουν περισσότερους δίσκους από εμάς κ.ο.κ. Τα σημεία αυτά όμως χάνονται απελπιστικά σε 500 σελίδες στις οποίες κυριαρχεί η φιλοδοξία του Simon Reynolds να αναγορευθεί επιτέλους σε κάποιο πανεπιστήμιο, υφηγητής, υποψήφιος διδάκτωρ ή έστω κάτι παραπλήσιο αναφορικά με την pop κουλτούρα (ίσως για αυτό μετακινείται από Πολιτεία σε Πολιτεία τελευταία..., ψάχνει να βρει ελεύθερη έδρα να τρουπώσει!). Και από ότι θυμάμαι... ποτέ κανείς δεν πέρασε καλά, διαβάζοντας την διδακτορική διατριβή κάποιου άλλου.
Το εν λόγω βιβλίο ενώ θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον το μισό σε μέγεθος, ήδη συμπληρώνεται από τον συγγραφέα του με κάθε ευκαιρία. Πρόσφατο παράδειγμα η επιλογή των υπευθύνων του Reading να κλείσουν το φετινό τριήμερο όχι με μία συναυλία, αλλά με την προβολή του ιστορικού live των Nirvana, που πρόσφατα κυκλοφόρησε σε DVD. Ο Reynolds βρήκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προσθέσει μερικά κεφάλαια ακόμη στο βιβλίο του, on-line καταρχήν και φαντάζομαι στη συνέχεια και στις επόμενες έντυπες εκδόσεις. Σε καμιά δεκαριά χρόνια και καθώς το ζήτημα που πραγματεύεται διαφοροποιείται και εμπλουτίζεται με γεωμετρική πρόοδο δεν αποκλείεται το Retromania να αριθμεί δυο-τρεις τόμους και μερικές χιλιάδες σελίδες...
Όπως και να έχει το πράγμα αν τυχόν αναρωτιέσαι μήπως στη σχέση σου με τη μουσική λείπει πλέον το αυθεντικό πάθος και κυριαρχεί η καταναλωτική μανία, η εγκυκλοπαιδική εμμονή και η ακόρεστη λαχτάρα για κάτι περισσσότερο, διαβάζοντας ολόκληρο το Retromania διαπιστώνεις ότι υπάρχουν ανίατες περιπτώσεις στις οποίες ακόμη και ο κορεσμός της γνώσης έχει αντικατασταθεί, μάλλον αμετάκλητα, από την ασθένεια της συγκριτικής σκέψης και του ακαδημαϊσμού, οπότε, ΟΚ, μια χαρά είμαστε ακόμη εμείς, μπορούμε να συνεχίσουμε παρακάτω...
Προτείνω παράλληλη ανάγνωση με μερικά από τα καλύτερα indie άρλεκιν (κλεμμένο το έχω αυτό...) που κυκλοφορούν εκεί έξω, του στυλ Lost In Music του Giles Smith ή Love Is A Mixtape του Rob Sheffield, για να μην ξεχνάμε στην πορεία ότι ο λόγος που αποφασίσαμε κάποτε να μάθουμε τα πάντα γύρω από τους Sonic Youth ήταν επειδή δεν παίζαμε και τόσο καλό μπάσκετ και κάπως έπρεπε να επιζήσουμε και εμείς στην ζούγκλα της εφηβικής ζωής.
_ _ _ _ _
Put the book back on the shelf #1:
Δημήτρης Καράμπελας: Διονύσης Σαββόπουλος