Put The Book Back On The Shelf # 4: Metalion
METALION: The Slayer Mag Diaries, by Jon Kristiansen
Είναι το πρώτο coffee table βιβλίο (που λέει και ο Θεοδόσης...) το οποίο στιγμή δεν έμεινε στο τραπεζάκι, αλλά το διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος και έκτοτε το ξαναπιάνω που και που στα χέρια μου για να εμβαθύνω σε κάποιο από τα είκοσι τεύχη του fanzine Slayer, που περιέχονται εντός. Τα ημερολόγια του Kristiansen πάντως τα καταπίνει ο αναγνώστης με τη μία. Διότι πρόκειται ακριβώς για ημερολόγια, γραμμένα με τον πιο απλουστευτικό και γραμμικά χρονολογικό τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς και όχι για δήθεν αναμνήσεις περασμένων μεγαλείων, όπως σε ανάλογες περιπτώσεις.
Μεγαλείο άλλωστε κανένα εδώ πέρα. Απλώς η πιο αληθινή underground μουσική ιστορία που έπρεπε κάποτε να ειπωθεί. Ένα μουσικό fanzine που παρέμεινε χειροποίητο, κακοτυπωμένο και πιστό στις εμμονές του για περισσότερο από είκοσι χρόνια, ένας τύπος που βρέθηκε στη δίνη συναρπαστικών γεγονότων, χωρίς ποτέ να καταστεί όχι τυχόν επίκεντρο, αλλά ούτε και β' αντρικός ρόλος σε αυτά. Απλώς ήταν πάντα εκεί. Κατέγραφε, άκουγε, έγραφε, επιδίδονταν σε ανελέητο tape trading, κυκλοφορούσε δίσκους, έβλεπε τους φίλους του να πεθαίνουν ή να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, δούλευε περιστασιακά για να βγάλει τα του τυπογραφείου για το επόμενο τεύχος. Ο Jon Kristiansen είναι το πρότυπο του ανθρώπου που η "παραϊατρική" ενασχόληση του με τη μουσική, έδωσε νόημα στη ζωή του, αλλά και ένας από τους λίγους που κατάφερε να επιστρέψει στη μουσική κάτι από αυτό το νόημα.
Το Slayer δεν είναι δα και το πρότυπο μουσικού περιοδικού. Ούτε καν το πρότυπο του φάνζιν, θα μπορούσε να πει κανείς. Κυκλοφορεί ένα τεύχος ανά έτος στην καλύτερη περίπτωση, περιστρέφεται γύρω από τα ίδια συγκροτήματα και βάσει ιδιαίτερων κριτηρίων, που κάποιες φορές ελάχιστα έχουν να κάνουν με τη μουσική. Τελικά όμως καταφέρνει και καταγράφει τη μουσική με το ίδιο πάθος και τις ίδιες ατέλειες που θα βρει κανείς και στους ίδιους τους μουσικούς. Την κρίνει όταν δεν είναι ειλικρινής και σχεδόν την συγχωρεί όταν δεν είναι απλά καλή. Την κατακρίνει όταν παύει να είναι ακραία και αυτό συμβαίνει για εμπορικούς σκοπούς. Σε κάποια φάση ο δημιουργός του αρχίζει να ακούει Tori Amos και Nick Cave και σχεδόν ντρέπεται να το ομολογήσει στους "πιστούς" του. Σε ανύποπτο χρόνο, έστω και μέσα από τις εμμονές του underground, προειδοποιεί ότι καθώς οι πάντες ηχογραφούν πλέον στα ίδια στούντιο, με τους ίδιους παραγωγούς και για τις ίδιες 2-3 εταιρείες, τα πάντα θα ακούγονται σε λίγο πανομοιότυπα. Και δεν κάνει λάθος. Το διαφορετικό, τα άκρα, το σοκαριστικό δεν ήταν επιλογή, αλλά ψυχαναγκαστικός μονόδρομος για όλη τη σκηνή. Η απουσία τους συνεπάγεται το τέλος της σκηνής και μόνο όταν επανεμφανίζονται υπάρχει και πάλι κάποιο ενδιαφέρον.
Η ιστορία του Metalion μέχρι ένα σημείο είναι συνυφασμένη με αυτή των Mayhem (οι Beatles & Stones του black metal στη συσκευασία του ενός - αρχικά). Τους γνωρίζει τυχαία σε μία συναυλία, που πήγε μπας και πουλήσει κανά τεύχος, κάνουν παρέα, τους πιστεύει τυφλά και τους προωθεί με κάθε τρόπο παντού στέλνοντας κασέτες τους σε όλο τον κόσμο. Μετά το μακελειό, θα είναι ο τελευταίος που θα ανακρίνουν και αυτό μάλλον από υποχρέωση. Η όλη ιστορία παρουσιάζεται από τον ίδιο ως απολύτως φυσιολογική εκτροπή για μία χώρα που δεν συμβαίνει τίποτε. Για κάποια χρόνια γίνεται persona non grata στις pub της κωμόπολης στην οποία ζει, εξαιτίας του ότι έχει μακριά μαλλιά και ύφος μεταλλά, που τον συνδέουν με εκείνες τις καταστάσεις. Αργότερα ως ερασιτέχνης φωτογράφος, θα συνεργαστεί και με τον τύπο του Vice για το True Norwegian Black Metal. Στα 35 του θα τον καλέσει το κράτος για να εκπαιδευτεί επιτέλους σε κάτι. Καταλήγει στο ότι αν δεν υπήρχε όλη αυτή η πρόνοια και η κρατική στέγη στη Νορβηγία και αν επιτέλους άφηναν αυτούς που δεν δουλεύουν να πεινάσουν, ίσως οι Νορβηγοί να έπαιρναν μπρος και να μην ήταν όλη η χώρα ένα ατέλειωτο χασμουρητό ανάμεσα σε επιδόματα, συντάξεις και παροχές, που φτάνουν σπίτι σου χωρίς να τα ζητήσεις καν.
Πολλά συγκροτήματα, άπειρες συνεντεύξεις με λεπτομέρεις για το κάθε τι. Δύο μόνο γυναίκες. Ένας έρωτας, που μάλλον ανήκει στο παρελθόν, και μία φίλη από τη Νέα Υόρκη που του ανοίγει την έξοδο από τη Νορβηγία. O Metalion μέχρι το τέλος θεωρεί ότι ο μόνος χαμένος της υπόθεσης ήταν ο Dead που παράτησε τα πάντα στη Σουηδία για να πάει σε μια χώρα, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να υπάρχουν ο ένας για τον άλλον. Το De Mysteriis Dom Shatanas αναγνωρίζει ότι είναι ο δίσκος εκείνος που κατάφερε να αποτυπώσει αυτό που πραγματικά αναζητούσαν αυτά τα αθώα παιδιά καθώς φλέρταραν με την ακρότητα ως ύστατη ελπίδα για να αποκτήσουν ζωή. Δεν το λέει τόσο μεγαλεπήβολα όμως, μιλάει ως το τέλος απλά και κατανοητά, όπως όταν μιλάμε στον εαυτό μας μόνο. Άλλωστε ημερολόγια γράφει.
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μέσα στα χρόνια άλλαξαν οι άνθρωποι και άλλαξε και η μουσική. Η τελευταία έγινε πιο σοβαρή γιατί είχε την ατυχία να επηρεαστεί από την πραγματική ζωή. Στο τεύχος ΧΧ του Slayer όμως εμφανίζονται πλέον ως πρωταγωνιστές οι Watain και κάπως έτσι το πραγματικά υπόγειο black metal καταφέρνει και επιβιώνει μετά από μία περίοδο στην οποία κινδύνευσε να εκπέσει στο όριο της καρικατούρας. Ο Metalion πιστεύει ότι οι Watain ίσως και να αποδειχτούν ό, τι σημαντικότερο ανέδειξε ποτέ η σκηνή και είμαι ο τελευταίος που θα διαφωνήσει μαζί του.
Καθώς τελειώνεις την ανάγνωση, ως γνήσιος μουσικόφιλος, σκέφτεσαι ότι θα ήθελες να έχεις ζήσει τη ζωή του Metalion, να κάνεις όσα έχει κάνει και να έρθει μια μέρα που απλά θα πετάξεις στο δρόμο μερικές εκατοντάδες LP των Burzum (από αυτά της φυλακής), γιατί απλά δεν υπήρχε χώρος για αυτά ούτε στο σπίτι, ούτε στη ζωή σου. Η αλήθεια είναι όμως ότι κανείς μας δεν θα ήθελε πραγματικά να έχει μια τέτοια ζωή, για αυτό και κυκλοφορούν ελάχιστοι Metalion εκεί έξω. Αθεράπευτα true to the underground μέχρι το τέλος, τόσο ώστε ναι ολοκληρώνει αυτή την ανέλπιστα εντυπωσιακή προσπάθεια απολογισμού της μέχρι τώρα ζωής τους με την ιαχή Fuck Off Life, όχι ως δήθεν μηδενιστής, αλλά ως ένας αθεράπευτα κάφρος χεβιμεταλλάς!