Put The Book Back On The Shelf # 7: Albert Mudrian: Choosing Death - The Improdable History Of Death Metal/ Grindcore
"Μυρίζεις θάνατο, μα εγώ σε γυροφέρνω"
Από τότε που το True Norwegian Black Metal έγινε trendy φωτογραφικό λεύκωμα του Vice και τα ντοκιμαντέρ του στυλ Until The Light Takes Us αγαπημένο θέμα των χίπστερ σινεφίλ, η ακραία μουσική (που στα παραπάνω αντιπροσωπεύεται από το black metal) έχει βρεθεί στην μάλλον παράδοξη θέση να ασχολούνται με αυτή πλήθη που ποτέ δεν την άκουσαν και ποτέ δεν θα την ακούσουν. Τα δύο παραπάνω παραδείγματα, βέβαια, μόνο ως ενδεικτικά πρέπει να χρησιμοποιηθούν και όχι δήθεν ως σημεία αφετηρίας. Παρά ταύτα είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό, το πώς μουσικές εκφράσεις που επιδιώκουν να είναι τουλάχιστον απεχθείς, "καταφέρνουν" τελικά και εισβάλλουν στις ορέξεις του πλήθους, όπως αυτές διαμορφώνονται ερήμην του.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι το Death Metal, συνειδητά ή μη, ίσως και λόγω της κάθετης πτώσης του προς τα τέλη των 90s, έτυχε καλύτερης μεταχείρισης από τη μουσική επικαιρότητα, και παραμένει σήμερα σχεδόν ανέπαφο - αν όχι απομονωμένο- από κάθε είδους lifestyle. Ίσως αυτό βέβαια να αλλάζει τα τελευταία χρόνια με την εδραίωση σχημάτων όπως οι Black Dahlia Murder, ή με την εμφάνιση ονομάτων του τύπου Black Breath (που εφευρίσκουν ίσως την πρώτη ιδανική mainstream έκφανση του είδους), αλλά καθότι το παρόν βιβλίο φτάνει μέχρι τα μέσα των 00s, και κυρίως καθόσον τα πράγματα ακόμη εξελίσσονται, το Death Metal παραμένει πολύ ψηλά στο tendex underground/ εμπορικότητας. Ομοίως και ακόμη ψηλότερα το Grindcore. Ενώ ειδικά την τελευταία πενταετία υπάρχει ικανότατη underground παραγωγή σε διάφορα μήκη και πλάτη της υφηλίου, που καταδεικνύει ότι τα πράγματα μάλλον δεν σταμάτησαν, όπως είχαν δείξει τα τέλη των 90ς.
Τι είναι όμως Death Metal και τι είναι Grindcore και πώς τα ξεχωρίζεις (αν τα ξεχωρίζεις). Ποιο γεννήθηκε πρώτο και ποιο ακολούθησε. Ταυτίστηκαν ποτέ; Οι απαντήσεις εντός του βιβλίου ασφαλώς, παρότι μία πρώτη καταρχήν υπερατλαντική χωροθέτηση των δύο, τουλάχιστον στα πρώτα δύσκολα χρόνια, δεν θα ήταν μακριά από την πραγματικότητα. Grindcore είναι οι Napalm Death (ή μήπως οι Napalm Death ΕΙΝΑΙ το grindcore) για αυτό και δεν θα τους βρείτε σε πρόσφατη λίστα του εγχώριου Metal Hammer με τα 30 καλύτερα death metal άλμπουμ όλων των εποχών. Οι Morbid Angel, οι Cannibal Corpse και κύρια οι Death... σπάνια έως ποτέ θα χαρακτηριστούν ως grindcore. Στη Florida το τελευταίο δεν ευδοκιμεί, παρά το καλό κλίμα. Στη Σουηδία που το κλίμα γενικώς είναι στραβό ευδοκίμησαν και ακόμη ευδοκιμούν αμφότερα.
Ο συγγραφέας ακολουθεί τα πράγματα στη χρονική τους αλληλουχία και στα πρώτα κεφάλαια έχεις την αίσθηση ότι δύσκολα θα ξεφύγει από την πεπατημένη αφήγηση του στυλ "μια παρέα- ένα συγκρότημα- μερικά demos- τα πρώτα live- tapetrading- περιοδείες- δισκογραφικές- άπειρες αλλαγές μελών- πτώση- διάλυση- επανένωση". Καθώς το βιβλίο προχωράει όμως, δείχνει και ο ίδιος να αποκτά συναίσθηση του μάταιου της επανάληψης του εν λόγω μοτίβου, και σε περιορισμένα, πλην καίρια σημεία, προχωράει σε πιο σε βάθος αναλύσεις και αναδεικνύει έτσι αρκετά από τα χαρακτηριστικά του είδους, που καθιστούν την ιστορία του άξια να ειπωθεί και να διαβαστεί.
Το γεγονός ότι τα death metal & grindcore γνωρίζουν σχεδόν παράλληλη εξέλιξη και γιγάντωση σε Αμερική & Ευρώπη, σε ΗΠΑ, Βρετανία, αλλά και Σουηδία, ενίοτε και στο Ανατολικό Μπλοκ και τη Βραζιλία (και αλλού) είναι από μόνο του αξιοπρόσεκτο. Σκεφτείτε ότι ο συγγραφέας της ιστορίας του Grunge πετάγεται μέχρι την Ευρώπη μόνο όταν χρειαστεί να κράξει τους Bush, ενώ ακόμη και αυτός του Thrash Metal θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να αλλάξει Ήπειρο και αυτό κυρίως για να πάει μέχρι τη Γερμανία. Ομοίως αξιοσημείωτο το ότι κύριο μέλημα των σχημάτων πρώτης γενιάς ήταν να ξεχωρίσουν από το "ήδη καθιερωμένο" thrash metal, και να παρουσιάσουν όχι μόνο κάτι πιο ακραίο και δυσπρόσιτο, αλλά κύρια πιο ατόφια υπόγειο, δεδομένου ότι οι μεγάλοι του thrash βρήκαν μάλλον εύκολα το δρόμο προς τις πολυεθνικές.
Σε αρκετές στιγμές του βιβλίου, εντοπίζεται με επάρκεια και άποψη το πρόβλημα εμπορικότητας του death metal, σε σχέση και με το πρόβλημα εξέλιξης αυτού. Ενώ στα περισσότερα rock 'n' roll ιδιώματα (ακόμη και στο black metal) απολύτως φυσιολογικά το ζενίθ έρχεται μετά από μία έστω και στοιχειώδη διαδικασία εξέλιξης και ωρίμανση (ακόμη και όταν μιλάμε για σπουδαία ντεμπούτα), οι συνειδητοποιημένοι death metal οπαδοί επιμένουν να θεωρούν ακατέργαστα demo ή έστω πρώτους δίσκους που ηχογραφήθηκαν σε λίγες σκόρπιες ώρες και συνθήκες, ως τα απόλυτα αριστουργήματα των ηρώων τους.
Τα death metal & grindcore όσο εξελίσσονται, τόσο απομακρύνονται από την αληθινή τους φύση, που είναι η σε εξαντλητικό βαθμό αφαίρεση τεχνικής κατάρτισης, μελωδιών, ιδεών και ανάπτυξης αυτών. Το μελωδικό death metal από μεγάλη μερίδα οπαδών, απλά... δεν αναγνωρίζεται. Το grindcore για κάποιους γεννήθηκε και πέθανε την ίδια στιγμή στο 1,5 δευτερόλεπτο διάρκειας του εμβληματικού You Suffer των Napalm Death, που βρίσκεται στην πρώτη πλευρά του ντεμπούτου τους Scum και που μάλιστα ηχογραφήθηκε από άλλη σύνθεση από αυτή που ηχογράφησε την δεύτερη. Τι μένει να γίνει μετά από αυτό; Κάθε εξέλιξη είναι αθέμιτη, κάθε πρόοδος ισοδυναμεί με προδοσία βασικών αρχών. Κατά κάποιο τρόπο death metal & grindcore δίνουν ιδανικά σάρκα και οστά στα προδομένα ιδεώδη του punk.
Ικανοποιητικές -εκατέρωθεν- εξηγήσεις δίνονται για την περίπτωση των Morrisound Studios στην Florida, που πολλάκις έχουν κατηγορηθεί ότι παρότι οριοθέτησαν το είδος, τελικά το καταδίκασαν σε ομοιομορφία και άρα σε ανυποληψία. Ειδικά για το death metal γίνεται ορθή διάκριση αυτού σε σχέση με όλο το υπόλοιπο metal και ακόμη και ο πιο ανυποψίαστος αναγνώστης κατανοεί ότι τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια, ίσως ο όρος death punk να ήταν λίγο πιο κοντά στην αλήθεια.
Στο ερώτημα Βρετανία ή Αμερική, ακόμη και αυτοί που αποστομωτικά απαντούν με την εδραίωση του είδους στη μακρινή για εμάς Ήπειρο, πρέπει και σε αυτή την περίπτωση (όπως και στο punk) να παραδεχτούν ότι τα Νησιά έχουν την ικανότητα να μορφοποιούν μουσικά κινήματα, έστω και αν αυτά εν τοις πράγμασι, γεννιούνται ή και εξελίσσονται αλλού. Στην πράξη βέβαια οι μπάντες δεν φαίνονται να ασχολούνται με τέτοια πράγματα και ζητήματα όπως η κατάκτηση της Αμερικής δεν τίθενται επιτακτικά όπως αλλού. Οι Αμερικάνικες μπάντες, πάλι, είναι μεν μεγάλες στην Ευρώπη, αλλά όχι με τον γνωστό μας θηριώδη rock 'n' roll τρόπο. Οι Σκανδιναβοί τους παίζουν γρήγορα όλους στα ίσια, χωρίς να χρειαστεί να ακολουθούν μιμητικά, όπως όταν το ρίχνουν στην indie pop.
Αξίζει το Choosing Death να διαβαστεί από αυτούς που ποτέ δεν άκουσαν και ποτέ δεν θα ακούσουν death metal/ grindcore; Αν τυχόν πρόκειται για ούτως ή άλλως φανατικούς αναγνώστες μουσικών και παραμουσικών αναγνωσμάτων, αξίζει και με το παραπάνω, διότι αφηγείται την άνοδο, την προβληματική περαιτέρω ανόδου, την πτώση και τα ερωτήματα περί επιστροφής, ενός (δύο) μουσικού είδους, που εν πολλοίς κατάφερε να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις του. Ως ύστατη εμπορική στιγμή του death metal εντοπίζονται οι Slipknot, οι οποίοι μάλιστα βρίσκονται απολογούμενοι για το ότι ενώ είχαν (θεωρητικά) την ευκαιρία, δεν τράβηξαν μαζί τους το είδος στην ανεξέλεγκτη εμπορική επιτυχία. Επιπλέον, ο απαιτητικός αναγνώστης θα μάθει επιτέλους τι κοινό έχουν οι Obituary με τους Cocteau Twins.