Put The Book Back On The Shelf # 8: Black Metal: Beyond The Darkness
Ακόμη ένα βιβλίο για το black metal, με τη διαφορά ότι πρόκειται για περίπτωση, που είτε θα αφήσει αδιάφορους, είτε ακόμη και θα εξοργίσει, τους σκληροπυρηνικούς του είδους και κυρίως αυτούς που το παρακολουθούν από τη σκοπιά του metal, όπως και πρέπει να γίνεται άλλωστε για να υπάρχει επί της ουσίας συμμετοχή σε ό,τι διαχρονικά τοποθετείται κάτω από την ετικέτα, που έχει λάβει πλέον διαστάσεις ισχυρού brand.
Ο στόχος της έκδοσης ταυτίζεται, ενίοτε σε εκνευριστικό βαθμό, με αυτόν του δοκιμίου Transcendental Black Metal, που είχε ετοιμάσει τον Δεκέμβρη του 2009 ο Hunter Hunt-Hendrix (των Liturgy) για τις ανάγκες του πρώτου ετήσιου Black Metal Theory Symposium (....), όπου με υπότιτλο το όχι και τόσο αποκαλυπτικό για το περιεχόμενο 'A vision apocalyptic humanism', επιχείρησε μεταξύ άλλων να διαφοροποιήσει το σημείο μηδέν του είδους και να επανακαθορίσει σε νέες συντεταγμένες κυρίως την ιστορική και αισθητική και εν μέρει τη μουσική του διάσταση. Η ιστορία εκείνου του κειμένου είναι λίγο-πολύ γνωστή και η παρουσία του στο διαδίκτυο θρυλική πλέον. Όσο και οι αντιδράσεις που συνάντησε, ειδικά από όσους "παλιούς" δεν είχαν ιδέα περί Liturgy και έτυχε να δουν και την "παιδική φάτσα" του HHH, που πραγματικά αναθεωρεί το εξωτερικό προσωπείο των εκπροσώπων του είδους (αν και η αλήθεια είναι ότι και εκείνοι οι νεαροί Νορβηγοί, τέτοιες φάτσες έκρυβαν πίσω από το make up).
Κάπως έτσι και η παρούσα "συλλογή ροκ διηγημάτων" (δοκιμίων, άρθρων, συνεντεύξεων δηλαδή) ξεκαθαρίζει εξ αρχής ότι δεν πρόκειται για ακόμη ένα βιβλίο που θα διηγηθεί την ιστορία από τότε που κάποια νεαρά παιδιά στη Νορβηγία αποφάσισαν να κάψουν μερικές εκκλησίες και αλλάξαν εν πολλοίς την ιστορία του metal ήχου. Μάλιστα στο πρώτο από αυτά τα κείμενα (Sound Of Helvete - And East Of Eden), πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η πρώιμη ελληνική black metal σκηνή, που προτάσσεται ως η πλέον σημαντική από όσες έδρασαν σε σχεδόν παράλληλο χρόνο με Νορβηγούς και Σουηδούς, που ως γνωστόν μέχρι σήμερα αναγνωρίζονται ως η κυρίαρχη κατάσταση του είδους. Πέρα όμως από τη χωροταξική επανίδρυση του black metal, προβάλλεται (υπέρ το δέον μάλιστα) η απεξάρτηση του από σύμβολα, εμμονές και πρότυπα, που εξ αρχής χαρακτήριζαν αυτό. Δηλαδή ελάχιστος σατανισμός για τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού εδώ πέρα και μεγάλη πρεμούρα να αποδειχθεί ότι όλη αυτή η ενασχόληση με τον Σατανά και τα περί αυτού αντίστοιχα ελάχιστη σημασία έπαιξε τελικά στην εξέλιξη του black metal (λάθος άποψη ασφαλώς, καθώς η υπερβολή της σατανίλας, αντικαθίσταται από υπερβολική 'αγωνία' για αποτίναξη αυτής).
Ένα ακόμη σημαντικό κείμενο που υπάρχει εδώ μέσα, είναι το A Blaze Across The North American Sky, του Brandon Stosuy (διατηρεί την πολύ καλή στήλη Show No Mercy στο Pitchfork και θεωρείται από πολλούς υπεύθυνος για ό,τι σήμερα εμφανίζεται ως hipster's black metal), στο οποίο αναλύεται (σε εξαντλητικό βαθμό) η ιστορία, η εξέλιξη και εν γένει η σημασία του αμερικάνικου black metal (USBM), με ενδιαφέρουσες μεταξύ άλλων συνεντεύξεις από μέλη της σκηνής (συγκροτήματα, εταιρείες, promoters κλπ). Και αυτό το κείμενο έχει ιστορία που ξεκινάει από το 2008, περνάει από διάφορα θεωρητικά forum και συνέδρια γύρω από το black metal (...) και παρουσιάζεται εδώ στην μάλλον τελική του μορφή, από ότι λέει ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο οποίος αισθάνεται ότι καθώς πολλά έχουν αλλάξει σε αυτή την τετραετία, τυχόν μελλοντική του αναθεώρηση δεν θα έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα.
Ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στον Jon 'Metalion' Kristiansen, για τον οποίο τα έχουμε πει υπέραναλυτικά σε αυτή εδώ τη στήλη (και του οποίου το βιβλίο συνεχίζω να συνιστώ φανατικά), ενώ περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου αρκετοί ακόμη φανζινάδες, σχεδιαστές λογοτύπων, αλλά και θεωρητικοί της 'αισθητικής' του είδους, η οποία από την αρχή μέχρι το τέλος, προβάλλεται ως το κυρίαρχο στοιχείο, στα πρότυπα των θεωρητικών επιταγών του Hendrix. Κάπου προς το τέλος γίνονται αναφορές σε εκθέσεις τέχνης και λοιπές δραστηριότητες, όπου το black metal αντιμετωπίζεται πλέον (σχεδόν) απεξαρτημένο από τη μουσική του υπόσταση. Εδώ είναι που ξεκινάνε και οι έντονες διαφωνίες.
Και εδώ είναι που και αποτυγχάνει τελικά το 'Black Metal: Beyond The Darkness', ειδικά αν τυχόν κάποιος θεωρήσει ότι πρόκειται για ένα βιβλίο γύρω από τη μουσική, που θα τον οδηγήσει σε ακροάσεις, έστω και περιστασιακές. Ενώ στα αρχικά κεφάλαια η μουσική προτάσσεται και κυριαρχεί η ιδέα ότι αυτή έχει ουσιαστική σημασία και όχι τυχόν τα σύμβολα, οι ανάποδοι σταυροί, το make up, το corpse paint (υπάρχουν και κεφάλαια αφιερωμένα σε αυτά τα στοιχεία) κ.λ.π., στο τέλος και πάλι υποχωρεί το μουσικό ενδιαφέρον και απλώς υποκαθίσταται η αισθητική της πρόκλησης και του ακραίου από αυτήν που υποβάλλεται από μία αόριστη ιδέα περί τέχνης.
Καθώς μάλιστα το βιβλίο κλείνει με την περίπτωση των Ulver, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, από τους πολλούς που αποφάσισαν να γυρίσουν πλάτη στο black metal παρελθόν τους, δίνεται η εντύπωση, τελικά, ότι μάλλον με άκομψο τρόπο αντιμετωπίζεται η ορθόδοξη παράδοση του είδους έναντι ενός αυθαίρετου προτεσταντισμού αυτής, που, καθώς ξέρουμε άλλωστε, σε λίγες περιπτώσεις είχε ικανά (μουσικά) αποτελέσματα.
Κοινώς, το πιθανότερο είναι ότι κάποιος που ελάχιστη έως καθόλου σχέση έχει με το black metal, όταν τελειώσει την ανάγνωση ελάχιστα ερεθίσματα θα έχει πάρει για να ξεκινήσει να ασχολείται με αυτό και ως ακροατής. Ακόμη και η προτεινόμενη δισκογραφία παρατίθεται σε μορφή τηλεφωνικού καταλόγου, χωρίς να γίνονται κάποιες ιδιαίτερες επισημάνσεις και χωρίς να προτείνονται με κάποια ειδική αιτιολόγηση δίσκοι προς ακρόαση. Ελλείψεις υπάρχουν, με πιο χτυπητή από όλες αυτή που έχει να κάνει με τα κατορθώματα των Γάλλων στο ακραίο μαύρο μέταλλο και ειδικά των Blut Aust Nord, που δεν αναφέρονται καν ως όνομα σε 190 σελίδες, που υποτίθεται αγωνιούν να θέσουν το θεωρητικό υπόβαθρο της πρώτης μεγάλης Aναθεώρησης του είδους. Και αν τουλάχιστον έχουν βρει κάποιον σημαντικότερο αναθεωρητή αυτού από τον Vindval, τότε θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να το πουν και σε εμάς.
Πέρα από όλα αυτά το φωτογραφικό υλικό είναι σαφώς σε καλύτερα επίπεδα, υποστηρίζει επαρκώς τα κείμενα και μένει μακριά από ό,τι καθιερώθηκε ως φωτο-καθεστώς από τότε που εκδόθηκε το γνωστό λεύκωμα του Vice (True Norwegian Black Metal), και που έχει στοιχειώσει κάθε σχετική αναφορά μετά από αυτό, ειδικά από όσους ομοίως επιμένουν να αγνοούν την μουσική ως πρωτεύον συστατικό στοιχείο ενός μουσικού είδους.
(Black Dog Publishing 2012)