Put The Book Back On The Shelf # 9: Keith Richards: Life (Ζωή)
Για ποιον βγήκε είπαμε το "όλη σου η ζωή ένα σαββατοκύριακο δικό του"; Του Άρη Καραμπεάζη
(με τη συνεργασία του James Fox/ μετάφραση Γιάννης Νένες)
Μου έκανε εντύπωση το ότι μετά τις πρώτες (απαραίτητες κατανοώ) υπερενθουσιώδεις δημοσιεύσεις-γνωστοποιήσεις αναφορικά με την κυκλοφορία του βιβλίου, που κατά τα ειωθότα περιορίστηκαν σε προδημοσιεύσεις αποσπασμάτων και συναγωνισμό παράθεσης κλισέ για την 'θρυλική ροκ περσόνα' του Keith Richards, δεν είδα κάποια ανάλογη συνέχεια (πλην μίας νομίζω εξαίρεσης στο mixtape.gr) με μία επί της ουσίας παρουσίαση του βιβλίου κάποιου που να μπήκε στον κόπο να το διαβάσει (εκτός και αν μου διαφεύγει κάτι). Ή μάλλον καμία εντύπωση δεν μου έκανε, το περίμενα, διότι το θέμα προσφέρεται για "ουάου ροκενρολ" παραδημοσιογραφία, αλλά που να διαβάζουμε τώρα 700 τόσες σελίδες. Και επειδή είμαι πονόψυχος και την αδικία δεν την μπορώ, το διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος, για να σώσω την παρτίδα που λένε.
Σημειώνω ότι δεν έχω διαβάσει κανένα βιβλίο για τους Rolling Stones, πολύ, δε, περισσότερο κανένα από αυτά που κατά καιρούς έχουν γράψει άλλοι για τον KR. Παρά ταύτα τις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου τις ήξερα (έχω διαβάσει δεκάδες άρθρα-αφιερώματα για τους Stones βέβαια, θέλοντας και μη από ένα σημείο και μετά). Που πάει να πει ότι ο Keith είτε δεν τα θυμάται όλα, όπως ισχυρίζεται, είτε θυμάται επιλεκτικά και δια αντιπροσώπου, διότι αν τα όλα είναι αυτά, τότε μας τα έχουν πει και άλλοι. Είτε δεν ήθελε να τα πει όλα, οπότε πάσο. Ή μπορεί και να μην υπάρχουν όντως άλλα μετά από τόσα χρόνια, οπότε προς τι ο κακός χαμός; Αυτό όμως που έχει σημασία στην αυτοβιογραφία, μίας όντως σπουδαίας προσωπικότητας, όπως εν προκειμένω, είναι το αν καταφέρνει να σε μπάσει έστω και λίγο στον ψυχισμό αυτού που γράφει. Στα δικά του γιατί και πώς.
Εν προκειμένω, και χωρίς εκ των πραγμάτων να μπορούμε να διακρίνουμε ποια ήταν η συμβολή του James Fox σε αυτό, ο Keith Richards κρατάει αποστάσεις από αυτό που θα λέγαμε "κατάθεση ψυχής" (διαβάζω ότι το ίδιο δεν έκανε ο Pete Townshed, όπου πολύ πρόσφατα στο Who Am I, βγάζει στη φόρα τα άπλυτα της ψυχής, και όχι απαραίτητα της ζωής του). Δεν πειράζει. Εμένα τουλάχιστον, γιατί ούτε και με πολυενδιέφεραν τα εσώψυχα του Richards. Μου αρκεί να κατανοήσω ποια η δική του ειδική σχέση με τη μουσική, γιατί τέλος πάντων ξεχώρισε ακόμη και από τους πιο ξεχωριστούς και κάποια ψήγματα περί του τι γίνεται ότι αισθάνεσαι ότι ξεχωρίζεις με αυτό τον τρόπο. Σε ποιο σημείο, πώς, μέχρι πόσο και σε ποια βάση σου γυρνάει το μυαλό. Για αυτό το τελευταίο δεν μας λέει τίποτε. Σχεδόν απότομα γίνεται στο βιβλίο η αλλαγή από τη σκηνή που παίζουν σε κάποιο club του Λονδίνου για πενταροδεκάρες στη φάση που έχουν γίνει ήδη καθεστώς. Ίσως βέβαια και ο ίδιος τελικά να μη συνειδητοποίησε το "πέρασμα" στην άλλη όχθη, ίσως να μην μπορεί να το συνειδητοποιήσει και κανείς εδώ που τα λέμε. Απλά να συμβαίνει.
Ο Keith Richards δεν είναι πάντως αρνητικός (αλλά τελικά είναι μάλλον φειδωλός) στο να εκθέσει τη σχέση του με τη μουσική που τον αγάπησε (όπως επισημαίνει σωστά ο Tom Waits προς το τέλος του βιβλίου), τις μεθόδους εξέλιξης του πάνω σε αυτήν, τις κατακτήσεις του και την τελική του άποψη περί του "πώς πρέπει να γίνεται". Αν μάλιστα είστε κιθαρίστες, θα λάβετε αρκετές συμβουλές και οδηγίες, αν όχι χρήσιμες, τότε σίγουρα απολύτως ενδιαφέρουσες και από πρώτο -στην κυριολεξία- χέρι. Καθώς αναλύεται η μουσική του σχέση με τους μεγάλους μαύρους δασκάλους, αποκαλύπτεται ότι πλησίασε τα επιτεύγματα τους τόσο μελετώντας τους πιστά, αλλά και ελέω κοινής τελικά μοίρας.
Διόλου περιέργως όμως το μουσικό ενδιαφέρον του βιβλίου σχεδόν παύει να υπάρχει μόλις η διήγηση φτάνει στις ημέρες του Exile On Main Street. Για πολλούς ο τελευταίος δίσκος των Rolling Stones "that matters" και μέσα στις σελίδες του βιβλίου θα βρουν αρκετές εκ του αντιστρόφου αποδείξεις για τον ισχυρισμό τους. Όταν ο Keith Richards φτάνει να αναφέρεται με εμμονή στο How Can I Stop, το τραγούδι που έκλεινε το ούτως ή άλλως αδιάφορο Bridges To Babylon, ως ένα από τα καλύτερα τραγούδια των Stones (το ίδιο κάνει και ο παραγωγός του δίσκου Don Was) γίνεται κατανοητό ότι "τέλος", τα πράγματα πλέον και για αυτόν λειτουργούν εσωστρεφώς και μόνον, χωρίς αντίληψη για το τι έγινε στη μουσική τα τελευταία 20-25 χρόνια.
Μιλάμε για ένα τραγούδι βαθιά χωμένο στην sleazy-easy παραγωγή του Was, σε μία λουστραρισμένη ανθυποsoul, χωρίς όμως ψυχή, και χωρίς κατά διάνοια να ροκάρει, κατά την αγαπημένη έκφραση του συγγραφέα, που μετατρέπει για αρκετά λεπτά τους Rolling Stones σε δευτεροκλασάτους Was Not Was. Αρκετές σελίδες πίσω, o Keith διαγράφει με τη μία όλο το punk, επειδή κατά το κλισέ "ήταν τύποι που δεν ξέρανε να παίζουνε", ενώ υποτιμά τη disco, με αφορμή και το κόλλημα του Jagger με δαύτη, με το αιτιολογικό "εμείς για την πλάκα μας γράψαμε ένα από τα καλύτερα disco τραγούδια" (Miss You), μην κατανοώντας πλέον ότι ο ρόλος των Rolling Stones έστω και ως άριστων καταπατητών, τους οδήγησε στο να αναγκαστούν να γίνουν trademark για να επιβιώσουν των πρότερων επιτευγμάτων τους. Παρά ταύτα σε αρκετές στιγμές ο KR γράφει και μιλάει απλά, κατανοητά, ειλικρινά και σχεδόν συγκινητικά για τη μουσική. Έστω και αν το κάνει για την reggae...
Περιγράφει με μετρημένη αυταρέσκεια το πώς κατάφερε να κρατήσει πάντοτε ενωμένους τους Rolling Stones. Εξηγεί μερικά πράγματα για την "χαμένη" για την μπάντα δεκαετία του '80. Ξεκαθαρίζει ότι ο Mick Jagger έχει πάψει να είναι φίλος του εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες και του επιτίθεται ουκ ολίγες φορές (με αποκορύφωμα την αναφορά σε "προσόντα" και "επιδόσεις" του), εξηγεί με εύσχημο και παραστατικό τρόπο το πως ο Jagger όταν πέρασε στις (πολύ) μεγάλες σκηνές, έχασε μεγάλο μέρος της μαγείας του, όπως είχε διαμορφωθεί από την δεινότητα του να περιφέρεται ανάμεσα σε ένα μάτσο μουσικούς και όργανα σε μία μικροσκοπική σκηνή και απλώς επαναλάμβανε κινήσεις που ξεσήκωνε από παντού ("σαράντα χρόνια έχω μπροστά μου τον κώλο του να κουνιέται, τον ξέρω πλέον καλά"). Σε όλη τη διάρκεια από ένα σημείο και μετά διηγείται ωραίες ιστορίες από τις περιπέτειες του στη Jamaica και ευτυχώς δεν το παρακάνει με ιστορίες για το πώς οι Rolling Stones τα έβαζαν με το Νόμο και έβγαιναν πάντοτε κερδισμένοι (παρότι το βιβλίο ξεκινάει προσπαθώντας να εντυπωσιάσει με μια ιστορία για "κλέφτες και αστυνόμους" στο Άρκανσο).
O James Fox από την πλευρά του κατάφερε να στήσει ένα ανάγνωσμα που κυλάει περισσότερο ως μυθιστόρημα, παρά ως βιβλίο που απευθύνεται ως μουσικόφιλους. Με υπερβολική χρήση ορισμένων (παρά) λογοτεχνικών τρικ (ο "Richards" απευθύνει νοητές ερωτήσεις σε β' πρόσωπο σχεδόν σε όλους όσους το όνομα τους αναφέρεται στο βιβλίο: π.χ. "Ώστε έτσι Frank ε; Και ποιος είναι δηλαδή ο καλύτερος τραγουδιστής στον κόσμο, αν αυτός είναι ο δεύτερος" προς τον Frank Sinatra κ.ο.κ.). Η μετάφραση του Γιάννη Νένε πάλι, χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, δεν δημιουργεί σε καμία περίπτωση ένα αυτοτελές για την ελληνική γλώσσα ανάγνωσμα, αλλά αυτό φαντάζομαι είναι τυπικό πρόβλημα των ελληνικών μεταφράσεων, ειδικά όταν μιλάμε για μουσικά βιβλία (αν και ο κατάλληλος άνθρωπος να το αντιμετωπίσει, βρίσκεται εδώ στο... Mic, ως γνωστόν!).
ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΗΤΕΙΑ: Για κάποιο περίεργο λόγο ο Keith Richards συνεχίζει να θεωρεί ότι το να σε τσακώσουν με ένα αυτοκίνητο τίγκα στα ναρκωτικά και να θέλουν να σε μπουζουριάσουν για αυτό, είναι αδικία των αρχών εις βάρος σου και ότι σε κυνηγάνε αδικαιολόγητα με μανία, για να πνίξουν την αντίσταση και την οργή των νέων κλπ Μπούρδες! Αυτά θα είχαν κάποια αξία αν τα διαβάζαμε από τον Stiv Bators ας πούμε, αλλά σίγουρα όχι από κάποιον που ξεκινάει την αυτοβιογραφία του εξιστορώντας πώς τον γλίτωσε από τα χέρια της κακής εξουσίας ένας καλά δικτυωμένος με όλη την εξουσία των Η.Π.Α. "βρώμικος" δικηγόρος. Είτε τα έχει κάπου μπερδέψει, είτε δεν τον ειδοποίησαν ότι το παραμύθι περί των επαναστατών Rolling Stones έχει λάβει τέλος εδώ και δεκαετίες. Είναι κατανοητή η προσφορά των Stones στο ότι ονομάστηκε τέλος πάντων rock 'n' roll εξέγερση, αλλά κατανοητά είναι πλέον και τα όρια αυτής. Σε κάποιο σημείο φτάνει να πει "παρατήστε μας, κυνηγήστε τους Sex Pistols τώρα" και εκεί ο αναγνώστης μάλλον σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Από αυτή την άποψη θα προτιμήσω τον Mick Jagger, που από ένα σημείο και μετά μπήκε στο πετσί του αληθινού του ρόλου και ενδιαφέρθηκε απλά στο πώς να συντηρήσει και να προστατεύσει την bigger than god περσόνα του. Ο KR αναφέρει κάπου ότι ποτέ δεν είχε σκοπό να γίνει τόσο διάσημος, αλλά ο τρόπος που πάντοτε εκμεταλλεύτηκε τη φήμη του, δεν συνάδει με τον ισχυρισμό.
Και άλλα τέτοια πολλά σε μία ροκ αυτοβιογραφία που -κατά την προσωπική μου άποψη- είναι λίγο έως αρκετά κατώτερη του ειδικού βάρους του ονόματος που βρίσκεται στην ράχη του βιβλίου. Αν τυχόν δίνονταν μεγαλύτερη έμφαση στο αντικείμενο της μουσικής, όπως παραδείγματος χάριν γίνεται στο Miles, το ενδιαφέρον και η καθαυτή αξία της θα ήταν σαφώς μεγαλύτερο. Διότι εκεί ο Richards "το έχει", τουλάχιστον ως προς τα παρελθόντα. Φαντάζομαι όμως ότι αν για 730 σελίδες μιλάς συνέχεια για περίεργα κουρδίσματα και για τον τρόπο που χρησιμοποιεί ο Chuck Berry τα δάχτυλα του, δύσκολα θα καταφέρεις να πάρεις μερικά εκατομμύρια δολάρια προκαταβολή για την αυτοβιογραφία σου, έστω και αν λέγεσαι Keith Richards.