Seb Hunter - Hell Bent For Leather: Confessions Of A Heavy Metal Addict
Έχετε περάσει heavy metal φάση όλοι εσείς εκεί έξω που έχετε φτάσει στο σημείο να θεωρείτε "συμβατικούς" τους προσωπικούς δίσκους του David Thomas και άτολμα τα τελευταία remixes των Four Tet; Αν όχι, σας πληροφορώ ότι η heavy metal φάση εμπεριέχει δύο στάδια ντροπής: στο πρώτο στάδιο ντρέπεσαι για τα προηγούμενα χρόνια της ζωής σου (έντεκα συνήθως), στα οποία δεν άκουγες metal. Με απόγνωση κρύβεις παλιές φωτογραφίες με χωρίστρα και παντελόνι με τσάκιση, κασέτες με Milli Vanilli, Madonna και Technotronic και οτιδήποτε άλλο δύναται να αποκαλύψει το φλώρικο παρελθόν σου στους νέους "επικίνδυνους" και ηρωικούς φίλους σου. Στο δεύτερο, ανακαλύπτεις τους Smiths και προσπαθείς να μην αποκαλυφθεί ποτέ ότι υπήρξες χεβι-μεταλάς. Αλλάζεις φίλους, σχολείο, στέκια κ.λπ. Δε βρίσκεις γκόμενα και ανακαλύπτεις ότι μόλις τους παράτησες, οι Metallica έγιναν της μόδας! Φτου (γαμώτο)!
Για μια στιγμή όμως. Όλα τα παραπάνω (και πολλά άλλα ευτράπελα) τα είχαμε θυμηθεί πριν από τρία-τέσσερα χρόνια όταν ο Chuck Closterman είχε γράψει το "Fargo Rock City", θρυλικό πλέον μουσικοφιλικό ανάγνωσμα που με περισσή οξύτητα ανέλυσε το φαινόμενο των εθισμένων στο metal. To "Fargo Rock City: A Heavy Metal Odyssey In Rural North Dakota" είναι ένα από τα πιο απολαυστικά μουσικά βιβλία που μπορείτε να διαβάσετε και όπου κι αν το βρείτε "χτυπήστε" το χωρίς δεύτερη σκέψη. Καθώς φαίνεται, μάλιστα, ο Closterman έχει ήδη δημιουργήσει σχολή, καθώς μέσα σε μία διετία έχουν ξεπηδήσει αρκετά βιβλία που με κριτική αποστασιοποίηση επιχειρούν παρόμοιου τύπου αναλύσεις γύρω από τη metal μουσική και τις συνήθειες των φανατικών της.
Το "Hell Bent For Leather" το ξεχώρισα από αυτά τα βιβλία, καθώς ξεφεύγει από την υπερβολική θεωρία (κυκλοφορούν βλέπετε και κάτι σοβαροφανείς αναλύσεις που αντιμετωπίζουν το "φαινόμενο metal" σαν ό,τι πιο σημαντικό μετά τον υποσιτισμό στις χώρες του τρίτου κόσμου) και απευθύνεται σε πραγματικούς insiders της όλης φάσης, κεντρίζοντας στο τρίπτυχο νοσταλγία-κοινές εμπειρίες-μετάνοια. Το βιβλίο του Closterman απευθύνεται σε κοινό με indie αντίληψη και σκέψη και δεν προϋποθέτει απαραίτητα ένα metal υπόβαθρο του αναγνώστη. Ο Hunter είναι λιγότερο καταρτισμένος μουσικά, γράφει απλοϊκά (σχεδόν παιδικά σε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου) και αν δεν έχεις καμιά επαφή με όσα διηγείται θα σου φανεί τουλάχιστον... από άλλον πλανήτη.
Το heavy metal κόντεψε να του διαλύσει τη ζωή. Για την ακρίβεια μέχρι ένα σημείο τη διέλυσε για τα καλά. Το βιβλίο ξεκινάει περιγράφοντας τη μέρα που ο δωδεκάχρονος Hunter ανάγκασε το μισό του σόι να ακούσει σε μια οικογενειακή μάζωξη μια επιλογή από AC/DC... και τελειώνει με τον ίδιο να ερωτεύεται το μηδενιστικό indie rock και υπό την προσταγή Leave Them All Behind των Ride να συστήνει shoegaze μπάντα. Στο ενδιάμεσο, έχει ήδη σχηματίσει τρία από ανυπόστατα μέχρι ημι-επαγγελματικά glam metal σχήματα, τον έχουν κυνηγήσει πάνκηδες για να τον λιντσάρουν, έχει παρατήσει την εκπαίδευσή του και δούλεψε σαν πλασιέ των δρόμων, βρέθηκε άστεγος και άφραγκος, παντρεύτηκε στον Καναδά για χίλιες λίρες και η γκόμενά του το έσκασε με τον drummer της μπάντας του.
Πρότυπό του στο δρόμο για τη metal καταξίωση οι Hanoi Rocks, οι ξεχασμένοι σήμερα -αλλά συμπαθείς και σε εμένα!- Φινλανδοί πιονέροι του make-up metal της δεκαετίας του '80. Στο βιβλίο θα βρείτε αρκετά ικανοποιητικές αναφορές σε διάφορα metal φαινόμενα, όπως τα live άλμπουμ (που είναι πάντοτε διπλά!), τη σωστή metal κιθάρα-σπαθί (η Flying V φυσικά), τη θέση της γυναίκας στο metal (στα γόνατα και με ένα αντρικό μόριο στο στόμα!) και άλλα αρκετά έξυπνα, που όμως δε φτάνουν στο επίπεδο των αντίστοιχων του Closterman. Τα πιο σοφά συμπεράσματα του Hunter και το τμήμα του βιβλίου που πραγματικά είναι συναρπαστικό είναι η περιγραφή εκείνου του "καταραμένου εξαμήνου" κατά το οποίο ο κόσμος της ροκ μουσικής πέρασε από την κυριαρχία των Guns 'n' Roses στην καθολική υποταγή στο grunge, με δούρειο ίππο το "Nevermind" "ένα δίσκο που από την αρχή μας ξεγέλασε καθώς φάνηκε να σέβεται το metal και τις αρετές του".
Με σχεδόν συγκινητικό τρόπο, περιγράφεται η δολοφονία του heavy metal δια χειρός Kurt Cobain. Το metal επέστρεψε βέβαια και μετά από αυτόν, άλλα έχει δίκιο ο Closterman όταν ισχυρίζεται πως ποτέ πια δεν ήταν το ίδιο. Καλό θα ήταν, βέβαια, κάποτε πάνω σε αυτό το θέμα να γραφούν κάποια βιβλία και από ειδήμονες (ή γιατί όχι και μουσικούς, διάσημους και μη) για το πώς ο Kurt Cobain αν όχι δολοφόνησε τότε σίγουρα άλλαξε μια για πάντα το profile και το attitude του indie, του punk κ.λπ.
Ο Seb Hunter ξέπλυνε μια για πάντα το make-up από το πρόσωπό του, γλίτωσε καθώς φαίνεται και από την κατάρα της indie κατατονίας και πλέον δουλεύει στη βιομηχανία του βιβλίου. Αυτό που σου μένει από το "Hell Bent For Leather" είναι ότι πέρα από το αντικείμενο του πάθους του και τις περί αυτού δοκιμιακές γλαφυρότητες που επιχειρεί, υπήρξε αληθινά παθιασμένος και άρρωστος με τη μουσική, ταυτίστηκε μαζί της και την κατέστησε επίκεντρο της ζωής και της συμπεριφοράς του. Η μουσική συνήθως σε προδίδει... και αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε αυτούς που επιδιώκουν stardom και υστεροφημία. Το βιβλίο αυτό σου δίνει μερικά καλά επιχειρήματα για να μη μετανιώσεις που αφέθηκες σε αυτήν την προδοσία.
Υ.Γ.: Και αυτό το βιβλίο, αλλά και το "Fargo Rock City", που είχα παρουσιάσει στο Sonik προ διετίας, μου τα πρότεινε και μου τα χάρισε ο για χρόνια πολύ καλός φίλος μου Στέφανος Κυριάκος, η ψυχή και το σώμα του θρυλικού X-Club στη Θεσσαλονίκη και ο τελευταίος ανανήψας heavy metal ήρωας της πόλης. Του αποδίδω τις οφειλόμενες τιμές λοιπόν.