Odds and ends/Μικροπράγματα
Μια ιστορία του βερολινέζικου μετρό, κι ένα τραγούδι, παλιά αγαπημένη "80ίλα" που αποκτά εδώ μια δραματικά συγκινητική διάσταση (Μτφρ: Αντώνης Ξαγάς)
Ήταν πριν λίγους μήνες που σ' ένα από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία του Βερολίνου βρέθηκα να κρατάω στα χέρια ένα βιβλιαράκι από ένα μικρό άγνωστο μου εκδοτικό οίκο (Kopf & Kragen), «U8 - Untergrund miniaturen» ήταν ο τίτλος, «U8 - Μινιατούρες του υπογείου» δηλαδή. Συγγραφείς με άγνωστα ονόματα, πολλές με εμφανώς μη-τυπικά γερμανικά ονόματα, ένα κόνσεπτ που χτύπησε νεύρο, μαζί και μια αδιόρατη αίσθηση συγγένειας με ένα d.i.y. εγχείρημα αρκούσαν για να το πάρω, και μετά να χαθώ σε (μικρο)ιστορίες που ακολουθούν την γραμμή U8, ίσως την πιο διαβόητη της πόλης, τον άξονα που συνδέει Βορρά και Νότο και μερικές από τις πιο λαϊκές «υποβαθμισμένες» συνοικίες της. Φλέβα και αρτηρία ταυτόχρονα σε έναν διαρκή βουερό παλμό, άνθρωποι που συναντιώνται, τροχιές που διασταυρώνονται πάνω στην σταθερή τροχιά της U-Bahn σαν κβαντικά σωματίδια στο κενό, που κοιτάζονται φευγαλέα και χάνονται μετά αόρατοι στην επόμενη στάση ο καθένας στην δική του μοναδική ‘πολύτιμη’ και ‘ασφαλή’ καθημερινότητα. Κάποιες όμως φορές συναντιούνται και δεν χάνονται. Και κρατιούνται σφικτά. Μέχρι το τέλος της διαδρομής, με κάθε έννοια της λέξης. Και σε μία από τις ιστορίες αυτές έκανα κι εγώ τη δική μου… στάση (και συνάντηση). Την οποία και αρχικά μετέφρασα βιαστικά και πρόχειρα, σαν ένα είδος άσκησης και επαφής με την μητρική γλώσσα (για να έρθει μετά η ευεργετική επιμέλεια της Λένιας Μαζαράκη). Μετά σκέφτηκα, γιατί να μην την δημοσιεύσουμε σ’ αυτές τις σελίδες; Μετά ήρθε η επαφή με έναν ενθουσιώδη για το αναπάντεχο συγγραφέα (μουσικό συν τοις άλλοις). Και να ’μαστε…
Αντώνης Ξαγάς
Odds and ends*
του Sebastian van Vugt
«I’ll be gone in a day or two», μου ψιθύρισες. Ήταν μια Τρίτη. Από τότε ο άνεμος δεν έχει καταλαγιάσει. Περιπλανιόταν ανάμεσα στις σειρές των σπιτιών σαν δαρμένος σκύλος. Τα σύννεφα γλιστρούσαν σαν ρόδινοι λεκέδες πάνω από το Τέμπελχόφερ Φελντ*. Πάλι δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Πώς θα μπορούσα άλλωστε να κοιμηθώ; Κοίταξα γύρω μου. Με το ξύπνημα του πρωινού όλο και περισσότεροι νέοι κατέβαιναν τη σκονισμένη πλαγιά όπως έρχονταν από τη Χερφουρτστράσε – με σκέιτμπορντ και πατίνια παραμάσχαλα, στις έντεκα με μια μπίρα στα χείλη και χωρίς μέλλον στα σακίδια. Μου ερχόταν ζάλη όταν τους έβλεπα, από όλη τη σπατάλη, από όλο αυτόν τον χρόνο που ανοιγόταν μπροστά τους. Θυμήθηκα. Μόλις χτες ήμουν μαζί σου, ανάμεσα στα λευκά σεντόνια και μαξιλάρια, ανάμεσα σε όλα τα φώτα, στον παλμό της ύπαρξής σου. Έτσι λοιπόν έμοιαζε το τέλος. Τώρα ήξερα πού κατοικεί ο Θεός.
Πού είχε ξεκινήσει; Ανάμεσα στις ράγες της σκόνης από χιλιάδες διαδρομές της U-Bahn. Στεκόμουν στην πόρτα ενός βαγονιού της γραμμής U8, με το κεφάλι σκυμμένο, όπως κάθε πρωινό. Τα χρώματα θολά. Κάθισα στη μοναδική ελεύθερη θέση για να διαβάσω.
«Τι διαβάζεις;» με ρώτησες χαμογελώντας.
«Ορίστε;» Ήμουν καινούριος στο Βερολίνο και δεν είχα συνηθίσει να μου μιλάνε άγνωστοι.
«Ήθελα μόνο να μάθω τι διαβάζεις. Και να σου πω κιόλας ότι βρίσκω ωραίο ότι απλώς διαβάζεις, έτσι, χωρίς να έχεις σελιδοδείκτη».
«Οκέι».
Στράφηκα ξανά στο βιβλίο, αποβιβάστηκα, δεν σε ξέχασα. Και καθώς ανέβαινα τις κυλιόμενες για τη μετεπιβίβαση στη γραμμή U1, συνειδητοποίησα ότι πιθανότατα δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ. Ότι τώρα ήμουν στο Βερολίνο. Ότι εδώ δεν ξανασυναντάς τους ανθρώπους, παρά μόνο αν το έχεις σχεδιάσει ή αν φροντίσεις να τους κρατήσεις σφιχτά. Και ότι εγώ ήμουν αμελής. Κι όμως, την άλλη μέρα ήσουν πάλι εκεί.
«Τι διαβάζεις;» με ρώτησες πάλι.
«Πιο πολύ μου αρέσουν τα μυθιστορήματα».
«Οκέι. Και τώρα, αυτή τη στιγμή; Το βιβλίο που κρατάς. Ποιο είναι;»
«Το παιχνίδι τελείωσε του Σαρτρ».***
«Ακούγεται λυπητερό».
«Έτσι λες; Γιατί;»
«Επειδή είναι πάντα λυπητερό όταν τα παιχνίδια τελειώνουν».
«Α, μάλιστα».
Ποτέ δεν ήξερα τι να κάνω παρακάτω. Σαν να ωθούσα την επικοινωνία προς ένα τέλος. Ανικανότητα σύνδεσης. Αρκεί να προλάβαινα το U1. Αποβιβάστηκα και πάλι. Και πάλι και πάλι. Και πάντα την επόμενη μέρα ήσουν εκεί και δεν βαριόσουν να με ρωτάς πάλι. Μέχρι που κάποια στιγμή είχες κι εσύ το βιβλίο μαζί σου, το διάβαζες και συζητούσαμε γι’ αυτό. Μέχρι που αρχίσαμε να τσακωνόμαστε για τον Σαρτρ και να σπάμε πλάκα. Μέχρι που ξαφνικά κατέβηκες μαζί μου στο Κόττι**** και με ακολούθησες στο U1 για να συνεχίσουμε να μιλάμε. Μέχρι που διαπίστωσα ότι το δεξί σου πόδι ήταν πιο κοντό από το αριστερό, αλλά εσύ παρ’ όλα αυτά ανέβαινες τρέχοντας τις σκάλες με ευλυγισία. Μέχρι που αποφασίσαμε να μη μετεπιβιβαστούμε, αλλά να γυρίσουμε πίσω. Μέχρι που μετά τους τέσσερις ορόφους που ανεβήκαμε για να πάμε στο διαμέρισμά μου μου είπες ότι το μακρύ σου πόδι χρειαζόταν λίγη ξεκούραση, και μετά απλά ξάπλωσες στο κρεβάτι μου. Μέχρι που ψηλάφισα την ουλή στο κεφάλι σου, μια ουλή όσο ένα δάχτυλο, που άνοιγε έναν μικρό κρατήρα ανάμεσα στις ρίζες των μαλλιών σου. Μέχρι που αποφασίσαμε ότι το παρελθόν και το μέλλον πρέπει να μείνουν βουβά. Μέχρι που γίναμε Τώρα. Μέχρι που πήρες αντί για μένα τηλέφωνο στη δουλειά για να τους πεις ότι θα λείψω. Μέχρι που καθίσαμε την αυγή στο μπαλκόνι και ένα περιστέρι σε κουτσούλισε στο κεφάλι. Μέχρι που περιποιήθηκες και το πιο μαραμένο φυτό του δωματίου. Μέχρι που οι καλύτεροί σου φίλοι και φιλενάδες σού τηλεφωνούσαν και σε ρωτούσαν πού χάθηκες. Μέχρι που κι αυτοί βρίσκονταν ανάμεσά μας στις πιο κρυφές ρωγμές του δωματίου κι εμείς ήμασταν απλώς εκεί μαζί. Μέχρι που καταλάβαμε ότι μπορούσαμε να είμαστε, και ότι κι αυτό δεν μας έφτανε. Μέχρι που με βάρεσε το κρασί και καλοπιάνοντας τον πονοκέφαλό μου, ορκιζόμασταν να μην ξαναπιούμε ποτέ αλκοόλ. Μέχρι που οι δικοί σου πονοκέφαλοι δεν σταματούσαν πια. Μέχρι που ανακαλύψαμε ξανά το «Take on Me» των A-ha, ακούγαμε το τραγούδι όλη μέρα σε αέναη επανάληψη και εσύ με κορόιδευες που για άλλη μια φορά δεν πετύχαινα τον τόνο στο ρεφρέν, «I’ll be gone in a day or twoooo». Μέχρι που το γέλιο σου αντηχούσε στους διαδρόμους. Και αντηχεί και ακούγεται δυνατά ακόμη και τώρα. Μέχρι που στην αρχή ντρεπόμουν, έλεγα πρέπει να σταματήσεις, και μετά το επαναλάμβανα: «I’ll be gone in a day or twoooo». Γιατί ήθελα να σε ακούω να γελάς. Ακόμη κι όταν οι πονοκέφαλοί σου εντάθηκαν και δεν σταματούσαν πια και δεν ήθελες πια να σηκώνεσαι από το κρεβάτι μου. Μέχρι που σου έφερνα πίτσα, γιατί με κάθε κίνηση πονούσες. Κατεψυγμένη, χειροποίητη ή από ντελίβερι. Με βίγκαν τυρί, το οποίο είχε απαίσια γεύση.
Πώς ξάφνου άρχισα να ανησυχώ, τι ήταν αυτό, και τότε θυμόμουν την ουλή σου, που μόνο τα δικά μου δάχτυλα γνώριζαν. Πώς το παρελθόν ξαφνικά μας πρόλαβε και είπες ότι αυτοί οι πονοκέφαλοι σου ήταν γνώριμοι. Η εισβολή του χρόνου στο παιχνίδι.
«Και τώρα τι γίνεται;» ρώτησα. Και χάιδεψες με τα λεπτά σου δάχτυλα την ουλή. Πώς σε ανάγκασα να πας στον γιατρό στο MVZ***** και πώς το μέλλον, απροσδόκητα, έπεσε σαν σκιά. Έτοιμος να μην ξαναφύγω από το πλευρό σου. Πώς το παρόν γινόταν όλο και λιγότερο. Και πώς τελικά βουβάθηκε εντελώς όταν ο γιατρός, μετά από μερικές εβδομάδες, σου είπε επιτέλους τι συμβαίνει. Πώς οι πονοκέφαλοι γίνονταν όλο και πιο δυνατοί και ξέραμε ότι αυτό δεν θα σταματούσε πια. Πώς οι κουβέντες μας έσβηναν, σε αναλογία με την ποσότητα της μορφίνης. Πώς σου βύθιζα απαλά το κεφάλι στο πουπουλένιο μαξιλάρι και ήξερα ότι καμία προσευχή δεν μπορούσε να σε βοηθήσει, γιατί ήδη υποψιαζόμουν πώς ζει ο Θεός: με ένα μπάνιο από χρυσό αντί για πορσελάνη. Πώς έσταζε στο δοχείο και πώς έστρωνα το κρεβάτι σου στα λευκά. Όλα έπρεπε να είναι φως για σένα. Πώς τα μάτια σου έμεναν όλο και σπανιότερα ανοιχτά. Πως ξαφνικά η §140 από το Το παιχνίδι τελείωσε στράφηκε εναντίον μας, δεν υποσχόταν πλέον μέλλον, αλλά ήθελε να το τελειώσει, και ο Σαρτρ έκρυβε μόνο φρούδες ελπίδες. Πώς ένα βράδυ έσκυψες προς το μέρος μου και μου έκανες νόημα να σε πλησιάσω. Πώς έβαλα το αυτί μου κοντά στο στόμα σου και μου ψιθύρισες: «I’ll be gone in a day or two». Ήταν μια Τρίτη.
* Μικροπράγματα (αγγλικά στο πρωτότυπο)
** Tempelhofer Feld: Παλιό στρατιωτικό και πολιτικό αερόδρομιο, το οποίο μετά το κλείσιμο παραδόθηκε …αναξιοποίητο στους κατοίκους της πόλης ως ελεύθερη έκταση.
*** Θεατρικό έργο του Σαρτρ και σενάριο για ταινία, από το 1943. Το κινηματογραφικό έργο γυρίστηκε το 1947 από τον Jean Delannoy, με τίτλο Les jeux sont faits. Εδώ ακολουθείται η γερμανική μετάφραση (Das Spiel ist aus).
**** Kotti, «χαϊδευτικός» προσδιορισμός της περιοχής (και του αντίστοιχου σταθμού) Kottbusser Tor, στο κεντρικό Κρόιτσμπεργκ. Θεωρείται μια από τις πιο προβληματικές αλλά και πιο ζωντανές περιοχές του Βερολίνου.
***** MVZ (Medizinisches Versorgungszentrum): Κέντρο Ιατρικής Φροντίδας, αντίστοιχο περίπου με τα δικά μας Κέντρα Υγείας.
(Φωτογραφία του εξωφύλλου: Lizette Ardelean. Οι υπόλοιπες του ιδίου του συγγραφέα)
Ο Sebastian van Vugt ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Είναι δημιουργός κειμένων και μουσικής και συστημικός σύμβουλος. Με το συγκρότημά του, τους Baldabiou, έχει κυκλοφορήσει τρεις δίσκους στο μικρό indie-Label ‘Viel Erfolg mit der Music’ με έδρα τη Λειψία. Κάθε άλμπουμ συνοδευόταν και από μια σύντομη νουβέλα. Τον ενδιαφέρουν πολύ οι (διεθνείς) συνεργασίες.