Χαριστική βολή
Συλλογή κειμένων του Τάσου Φαληρέα τα οποία γράφτηκαν μεταξύ του 1965 και του 1999. Του Αντώνη Ξαγά
Κάπως ετεροχρονισμένη έρχεται τούτη η παρουσίαση, αν και κατ' ουσία ακόμη και το 2011 που κυκλοφόρησε η συλλογή αυτή θα ήταν "εκτός χρόνου". Η "Χαριστική Βολή" γαρ μαζεύει σε έναν τόμο κείμενα του Τάσου Φαληρέα τα οποία πιάνουν μια χρονολογική έκταση από το μακρινό 1965 μέχρι το λιγότερο μακρινό 1999 (πόσο μακρινό μοιάζει όμως!). Κείμενα "δημοσιογραφικά" από τον πάλαι ποτέ μουσικό τύπο, από το Τζαζ, το Ντέφι, το Δίφωνο, τον Ήχο (το μόνο που επιβιώνει έως σήμερα), κάποιες ερασιτεχνικές λογοτεχνικές-ποιητικές απόπειρες οι οποίες παρατίθενται στην αρχή και κάποια σποραδικά ...μπασκετικά, το άλλο μεγάλο του πάθος, που το εξασκούσε κιόλας συχνά στα ανοιχτά τσιμεντένια γήπεδα της Αθήνας. Κείμενα πάντα επίκαιρα; Όχι. Και ναι. Δεν έχει και τόση σημασία. Ενδιαφέρον άλλωστε για μένα έχουν και κείμενα τα οποία είναι "εκτός επικαιρότητας" (διάβαζε πολλές φορές: εκτός μόδας). Τελικά κατά μια έννοια τα πάντα μπορεί να είναι ...πάντα επίκαιρα, εάν διαλέξεις την κατάλληλη οπτική γωνία.
Πριν αναζητήσουμε αυτή την περίφημη γωνία, μία βασική ερώτηση: ποιος ήταν ο Τάσος Φαληρέας; Δεν είναι και πια αυτονόητη η απάντηση, ειδικά για τις νεότερες γενιές. "Μουσικοκριτικός δεν είμαι -ιδιωτικός υπάλληλος είμαι" μας διευκρινίζει ο ίδιος ήδη από την αρχή. Ήταν και πολλά άλλα ακόμη. Όπως ...τεντυμπόυς επί (και προ) χούντας, με τα γιαούρτια ανά χείρας, εξωτική μορφή στην Αθήνα των 60s (απολαυστική η περιγραφή από την συναυλία των Rolling Stones το 67 στην λεωφόρο Αλεξάνδρας "εγώ φορούσα μια γούνα και αυτός -ο Πουλικάκος- διάφορα περίεργα πράγματα, και έτσι όπως βγήκαμε από τη συναυλία και είμαστε και λίγο μαστούρηδες, άρχισαν να μας ξεφωνίζουν"). Έμπορος και δισκοπώλης, δημοσιογράφος, στέλεχος δισκογραφικής, αφεντικό δισκογραφικής.
Του χρωστάμε τους Φατμέ, πολλοί λένε και τον Σαββόπουλο (ο ίδιος δεν το δέχεται, άλλοι παρατηρούν ότι από τη στιγμή του θανάτου του Φαληρέα και μετά, ο Σαββόπουλος δεν έγραψε ούτε νότα). Ιδιαίτερη περσόνα. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά μιλούν για έναν πνευματώδη άνθρωπο, larger than life, ιδιόρρυθμο, φανατικό και εγωκεντρικό, ζούσε από το να στήνει ιδεολογικές αντιθέσεις και διαμάχες, μη διστάζοντας να φτάσει σε προσωπικούς συγκρούσεις (ενδεικτικό το κείμενο με τίτλο "Γερομαλάκα Ντύλαν" όπου ο Αργύρης Ζήλος είναι εκείνος που γίνεται στόχος μιας επίθεσης της οποίας η κακοήθεια αμβλύνεται από την χιουμοριστική έμπνευση - peanuts βέβαια μπροστά στα σημερινά βοθρολύματα των κοινωνικών ...μυδιών).
Προσωπικά δεν είχα και την καλύτερη των απόψεων για τον Τάσο Φαληρέα. Για τις απόψεις του ασφαλώς, τον άνθρωπο δεν τον γνώρισα, στο Ποπ 11, το μαγαζί του, δεν είχα πάει ποτέ, μόνο κάποιες φορές στο δρόμο μου τον είχαν δείξει, "να ξέρεις ποιος είναι αυτός;". Και ομολογώ, δεν την άλλαξα και πολύ διαβάζοντας την "Χαριστική βολή", όλα γαρ τα στοιχεία προσωπικότητας που αναφέρθηκαν παραπάνω βγαίνουν και ξεχειλίζουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Μπορώ να πω όμως ότι τον εκτίμησα περισσότερο. Για διάφορους λόγους.
Ξεκινώντας από μια ιδιότυπη και δυσεύρετη στον χώρο εντιμότητα, η οποία τον έκανε να σταματάει να γράφει όταν έπιανε δουλειά σε εταιρείες. Πέρα από αυτό όμως, πέρα από συμφωνίες ή όχι, δεν μπορείς να μη σταθείς στην χαρισματική γραφή, σε έναν λόγο με αιχμές, που κάτι λέει, που προκαλεί και τσιγκλάει τη σκέψη, μια οξυμμένη ικανότητα ανάλυσης βασισμένη σε πρωτογενή γνώση (διαβάστε π.χ. τις εκπληκτικά οξυδερκείς αναλύσεις για τον Dylan). Και όλα αυτά με μπόλικο πάθος και ζήλο (όχι...Αργύρη) και εικονοκλαστική (διόλου ...χιψτερίζουσα) του τόλμη να θίξει ιερές αγελάδες. Με βέλη άλλοτε άδικα (ο Χατζιδάκις ως τεμπέλης, ο Ξαρχάκος ως ατάλαντος, ο Ρούσος ως Γάλλος ...Βοσκόπουλος), άλλοτε αμφιλεγόμενα (ο Γιαννάκης ο Παναγιώτης "κομματικό προϊόν";) άλλοτε εντελώς άστοχα ("ο Σφακιανάκης δεν είναι κατώτερος από τον Μπιθικώτση"), πολλές φορές όμως εύστοχα 10αρια (ο "βλαχοροβεσπιέρος Κουτσόγιωργας", ο "μετακνίτικος ευρωπαϊσμός" του Θάνου Μικρούτσικου, ο "επίπεδο πνευματικού τσιτσερόνε του αμερικάνικου στόλου" Νίκος Μαστοράκης).
Είναι όμως η στάση του Φαληρέα κυρίως πάνω σε ζητήματα ταυτότητας εκείνη η οποία προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις. Ζητήματα τα οποία δεν τα λες και ...ανεπίκαιρα, που ταλαιπωρούν την ελληνική κοινωνία από τόοοοτε που είχε να διαλέξουμε ανάμεσα σε τιάρα και σαρίκι, φράκο και φουστανέλα, μέχρι σήμερα όπου ακόμη κι ένα νόμισμα μεταμορφώθηκε σε υπαρξιακό ζήτημα και ομολογία πίστεως. Ανήκομεν εις την Δύση ή εις την Ανατολή, δίλημμα το οποίο θα το χαρακτήριζα κάλλιστα ψευδο-, εάν για χάρη του δεν είχε χυθεί ακόμη και αίμα. Γεωγραφικές ιδεοληψίες ετεροκαθορισμού όπου η μία γίνεται flip-side της άλλης και στον τυφλό φανατισμό τους καταλήγουν να μην πολυ-διαφέρουν, η δική μου στάση στέκεται στις συνθέσεις και στις υπερβάσεις, οι ταυτίσεις είναι ισοπεδωτικές και στομώνουν το αισθητικό και πολιτικό κριτήριο.
Ο Φαληρέας στον διχασμό αυτό έπιασε ταμπούρι ξεκάθαρο και ...προκεχωρημένο. Η "εθνικιστική" του πετριά, αναμεμειγμένη με κάμποση αναπόφευκτη συνωμοσιολογία , CIA-ολογία και κλικολογία με απωθούσε από τότε. Ήταν βέβαια κι εκείνα τα χρόνια φορτισμένα, η εποχή που ο Σαββόπουλος αναζητούσε τους Πανέλληνες στη θέση των Κωλοελλήνων, ορθοδοξία και Άγιος ο Θεός, ο Ανδρέας φώναζε στα μπαλκόνια "η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες", από την άλλη ας μην ξεχνάμε και την Ελλάδα του ...Ελλαδέξ, της ξενομανίας, της σουσούδικης καταφρόνιας οτιδήποτε λαϊκού και ελληνόφωνου (το "καλό για ελληνικό" που μάστιζε για χρόνια την ελληνική κριτική). Ακραία αντίδραση σε μια άλλη ακραία κατάσταση; Ίσως... Ο ίδιος ο Φαληρέας μάλιστα δεν στάθηκε στη θεωρία και στα γραπτά, πέρασε ορμητικά στην πράξη, με τις αλήστου μνήμης συναυλίες του Ντεφιού, με τις κυκλοφορίες της εταιρίας Αφοι Φαληρέα, ορίζοντας ο ίδιος το πεδίο της σύγκρουσης "η μάχη αυτή τη στιγμή είναι Ελληνικό τραγούδι ενάντια στο βλακώδες βιομηχανικό τραγούδι της Δύσης". Με αποτέλεσμα αρκετές φορές αμφιλεγόμενα, τα Παιδιά της Πάτρας, η Πίτσα Παπαδοπούλου, πολλά μέτρια έως και κακά κλαρίνα, σαν οι μουσικοί να μην ανταποκρίθηκαν (ή να μην κατάλαβαν) το μεγαλεπήβολο της αποστολής, δυστυχώς, το ελληνικό τραγούδι ανταγωνίστηκε ...επάξια σε βλακεία το εισαγόμενο ξένο. Παράλληλα ο ίδιος αποκήρυξε ουσιαστικά το ελληνικό ροκ, "στο ελληνικό ροκ δεν θα αναφερθώ γιατί δεν το δέχομαι σαν όρο, ή το ροκ είναι ροκ ή όχι", τον ...τίτλο αυτόν τον κράτησε για τον Βαμβακάρη, την Μπέλλου, τον Άκη Πάνου, τον Διονυσίου, αυτοί βαφτίστηκαν ελληνικό ροκ underground (!), μια άποψη που έχει κι αυτή κακοφορμίσει με τα χρόνια, όσο ανιστόρητη ή και αστεία κι αν ακούγεται.
Χρόνια αργότερα, όταν οι άνεμοι από τον ασκό που άνοιξε πήραν την Ελλάδα και την ανέβασαν στα τραπέζια, εκεί στα 90s στην κορύφωση της πολιτισμικής καταστροφής των ελληνά(ρα)δικων, είχε την γενναιότητα να φωνάξει με παχιά κεφαλαία "ΟΧΙ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΣΑΜΕ ΑΥΤΟ". Να του καταλογίσουμε ότι δεν αναγνώρισε την τερατογένεση την ώρα του ...τοκετού; Από την άλλη τότε πρέπει να του πιστώσουμε και ότι μυρίστηκε τις βασικές μεταπολιτευτικές παραμύθες, τα αντάρτικα των μικροαστών με τους χρυσούς λουτροκαμπινέδες και τις επιδοτήσεις, ότι διέγνωσε που θα οδηγούσε η Πασοκίλα των 80s με τον πατριωτικό ευρωλιγουρισμό, ότι στάθηκε απέναντι στον Κωστοπουλισμό την εποχή που σημερινοί κατήγοροι του στήνονταν πρώτοι στο περίπτερο να αγοράσουν τις 100 στάσεις (όχι του τρόλεϊ Κολιάτσου-Παγκράτι).
Κι στο σημείο αυτό τίθεται (το θέτω δηλαδίς) το κομβικό ερώτημα: πόση άραγε αξία έχει σε μια εκ των υστέρων, εκ του ασφαλούς αποτίμηση η εκ των πραγμάτων "δικαίωση", το "πόσο μέσα έπεσε"; Μπορεί να είναι το καθοριστικό ή και το αποκλειστικό κριτήριο; Στην Ιστορία σίγουρα όχι (ειδάλλως γίνονται και οι ταγματασφαλίτες αγωνιστές της ...δημοκρατίας). Αλλά και ο ρόλος του δημοσίως γράφοντος (ας μην τον πούμε δημοσιογράφο) δεν είναι αυτός του Κάλχα, της Λίτσας Πατέρας(sic) ή του γαϊδάρου του μετά Χριστόν προφήτη. Στους συγκαιρινούς του απευθύνεται γαρ, όχι στον διαβόητο ιστορικό του μέλλοντος. Και ο καθείς με τα μέτρα της εποχής του και τα συμφραζόμενα της πρέπει να κρίνεται. Η πορεία άλλωστε της ιστορίας, της ζωής, δεν είναι ούτε ντετερμινιστική ούτε βολονταριστικά καθορισμένη. Και τα πάντα ρει που έλεγε και ο σοφός.
Όπως και να έχει, διαβάζοντας την "Χαριστική βολή" ταξιδεύεις σε μια άλλη εποχή, η οποία αναδύεται με τα δικά της διακυβεύματα, τις κόντρες της, πολλές ξεχασμένες από το χρόνο και γραφικές (με τα εκ των υστέρων κριτήρια που λέγαμε!). Με την πραγματικότητα της την παραμορφωμένη από τη μνήμη και την νοσταλγία. Καμιά φορά όταν έρχεται η κουβέντα με νεότερους (κι όχι μόνο) για τα 80s, αμέσως πέφτουν ονόματα στο τραπέζι, Χωρίς Περιδέραιο, Metro Decay, και άλλα τέτοια, αυτά τα πράγματα όμως ελάχιστους αφορούσαν τότε και καμία ευρύτερη κοινωνική επίδραση δεν είχαν, στο παρόν βιβλίο δεν μνημονεύονται καν. Μνημονεύονται όμως ονόματα άλλα, μορφές που αρχίζουν να ξεχνιούνται, δεν έγιναν ετεροχρονισμένα hype, ο Λεωνίδας Χρηστάκης, ο Γιώργος Μακρής, ο Σπύρος Μεϊμάρης. Είναι κι αυτός ένας λόγος που μ' αρέσει να ψάχνω τέτοια ...ανεπίκαιρα κείμενα. Σε βοηθούν να αποκτήσεις μια αίσθηση χρονικής τάξης μεγέθους, για πως τα γραφόμενά σου μπορεί εύκολα να ξεπλυθούν από τον χρόνο...