Τάσος Ζαφειριάδης, Γιάννης Παλαβός, Θανάσης Πέτρου - Γρα-Γρου
Φαντάσματα, μαγικός ρεαλισμός, ΚΤΕΛ και εστιατόρια που τρων οι ταξιδιώτες σε ένα ιδιαίτερο κόμικ. Ο Αντώνης Ξαγάς ακούγοντας το soundtrack αφήνεται στις δικές του αναμνήσεις.
Τρέχουμε στον ελληνικό αυτοκινητόδρομο, φαν φαν στην Αutobahn που (δεν) τραγούδησαν και οι Kraftwerk, το κοντέρ αγγίζει τα 120, παραπάνω δεν πάει το παλιό αυτοκινητάκι, εμένα μου φαίνεται πάντως πως διασχίζει σφαίρα εξοχές και βουνά με ρυθμό κάπως μονότονο, αφήνοντας στο πλάι του ματιού πόλεις και πολίχνες και χωριά, οι αποστάσεις ολοένα και μικραίνουν, κάποτε κάναμε Αθήνα - Τρίπoλη 5 ώρες, μετά 3, μετά 2, τώρα κάτω από 2, η Μηχανική έστρωσε άσφαλτο καινούργια, τρύπησε άσπλαχνα τα βουνά, κέρδισε (;) τη μάχη με τον χρόνο. Σήμερα όμως βιάση δεν υπάρχει, γιατί να μην κάνουμε μια παράκαμψη; Μια παράκαμψη σε τόπο και σε χρόνο, μέσα από αναμνήσεις...
Που με βρίσκουνε πίσω άβολα στριμωγμένο σε ένα κάθισμα του ΚΤΕΛ, με λαϊκό σε κασέτα και βαρύ τσιγαρένιο ντουμάνι, το λεωφορείο διασχίζει αργά τα ιστορικά και επιβλητικά στενά των Δερβενακίων πριν πιάσει ίσιωμα στους πορτοκαλεώνες των Μυκηνών, μετά παλεύει στην δαιδαλώδη αχαροσύνη του Άργους, μία στάση στους Μύλους για σουβλάκια, μετά φιδοσέρνεται ανεβαίνοντας τον Κωλοσούρτη, ανάποδες στροφές, 180 μοίρες και προληπτικές σακούλες εμετού.
Στην κορυφή του δρόμου κάνουμε κι εμείς μια στάση... To σημείο είναι αυτό που λεν οι επιτελικοί "στρατηγικό", άνεμος έχει σηκωθεί, το βλέμμα από την μία μεριά απλώνεται ανεμπόδιστο μέχρι να πέσει στις κορφές των αρκαδικών βουνών, από την άλλη, αν σταθείς στην άλλη άκρη φτάνει μέχρι τον αργολικό κόλπο που στραφταλίζει κάτω στον πρωινό ήλιο, στον μυχό του μαντεύεις το Ναύπλιο και το Παλαμήδι. Μπορείς να σταθείς άνετα και στην μέση του δρόμου, από τότε που παραδόθηκε ο νέος αυτοκινητόδρομος πριν σχεδόν 30 χρόνια, η κίνηση εδώ είναι σποραδική... Στην άκρη του δρόμου κείτεται το ερείπιο. Πόρτες και τα παράθυρα χάσκουν χωρίς τζάμια σαν κόγχες αόμματες, το εσωτερικό λεηλατημένο από τον χρόνο, με τα πανταχού παρόντα σε ελληνικό τοπίο σκουπίδια, ένα δέντρο έχει θεριέψει δίπλα στην είσοδο, η φύση ανακαταλαμβάνει σιγά σιγά το χώρο που κάποτε της πήρε ο άνθρωπος. Κάποτε το μέρος αποτελούσε παραδοσιακή στάση για τον ταξιδιώτη, εδώ τον περίμεναν παρηγορητικά ταψιά αλουμινένια με φασολάδες και κοτόσουπες, μακαρόνια με κιμά και φυσικά γίδα βραστή, λιπαρή και τονωτική, αυτός άλλωστε δεν ήταν και ο πρώτος ιστορικός ρόλος του "ρεστοράν", να τυλώσει και να αποκαταστήσει το μέσα σου; (από το ρήμα restorer, θα συμφωνήσει και η ετυμολογία). Σκέφτομαι ότι στους σύγχρονους ταχείς οδικούς άξονες η αντίστοιχη διαδικασία μοιάζει στάση σε βενζινάδικο, όλα ίδια και τυποποιημένα απαράλλαχτα, έντονο φως, μοντέρνο περιβάλλον, βάλε 30 αμόλυβδη, βάλε και 300 τριγλυκερίδια ψευτο-τυρόπιτα, και καφεζούμι φρέντο στο χέρι, γκάζι και φύγαμε... Μέρη σαν το παλιό "Πολυβολείο", σαν να μην έχουν πια ρόλο και νόημα ύπαρξης, ρημάζουν αφήνοντας πίσω αναμνήσεις και πολλά αγριόχορτα...
Ένα τέτοιο αντίστοιχο καταφύγιο-πέρασμα για ταξιδιώτες της Βόρειας Ελλάδας υπήρξε για κοντά ογδόντα χρόνια και το Γρα-Γρου, στην παλιά εθνική οδό Βέροιας-Κοζάνης, στο Βέρμιο κοντά στο χωριό Καστανιά, το παράξενο όνομα το χρωστά στο γρύλισμα των μηχανών των αυτοκινήτων στην ανηφόρα, όλα αυτά μέχρι που το 2004 η νέα Εγνατία παρέκαμψε τις ανηφόρες κι έφερε το τέλος, χωρίς να μείνει καν κουφάρι, το κτίσμα γαρ κατεδαφίστηκε.
Σαν νοσταλγικό θυμητάρι έρχεται τούτη η ιστορία που έγραψαν ο Γιάννης Παλαβός και ο Τάσος Ζαφειριάδης και που εικονογράφησε ο Θανάσης Πέτρου, ένα κόμικ, graphic novel κατά την νεότερη αργκό του χώρου από τις εκδόσεις Ίκαρος (οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν ξανοιχτεί σε διάφορα είδη πέραν των παραδοσιακών τους, στο εν λόγω έχουν μάλιστα στο ενεργητικό τους ένα από τα χιτ των τελευταίων ετών, το Logicomix). Στην μυθοπλασία αυτή, το Γρα-Γρού από πέρασμα γίνεται και προορισμός, στέκι φυγάδων της ζωής, τόπος συνάντησης ανθρώπινων ιστοριών, ένας ποιητής σε δημιουργική αφλογιστία, μία μόνη κοπέλα που κουβαλά ένα τραγικό μυστικό, ο κουρασμένος από τη ζωή ιδιοκτήτης... Ο οποίος έχει και μια μορφή που θυμίζει το παρουσιαστικό του Αργύρη Μπακιρτζή, ο παπάς του χωριού φέρνει πολύ στον Μιχάλη Σιγανίδη, δεν τα αναφέρω τυχαία τα ονόματα, καθώς το κόμικ συνοδεύεται από πρωτότυπη μουσική που έγραψε ο Σιγανίδης (την βρίσκετε στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκοι ή ενεργοποιούμενη μέσω ενός QR code στην αρχή του βιβλίου), ασυνήθιστη ιδέα και όχι πάντα εύκολα λειτουργική, πάντως ο άνθρωπος που έχει καταφέρει να φέρει κοντά τον αυτοσχεδιασμό στη λαϊκή τέχνη, γράφει εδώ ένα soundtrack κατά τα γνωστά πρότυπα της μουσικοποιητικής του έκφρασης, με θραύσματα και σπαράγματα ήχων, μελωδιών, θορύβων και λόγων, άγκιστρα μνήμης για να φτιάξει ο καθένας μια δική του ιστορία.
Βοηθάει σε αυτό το ατμοσφαιρικά ρεαλιστικό και με αίσθηση χειροποίητου σκίτσο του Πέτρου σε συνδυασμό με μια λιτή και εύστοχη χρήση του λόγου, ακόμη κι όταν ο νατουραλισμός διασχίσει το όριο της λογικής και συναντήσει τον μαγικό ρεαλισμό, και η ιστορία αρχίζει να διαπλέκει στοιχεία της πραγματικότητας με ιστορικά γεγονότα από τον καιρό των Οθωμανών, με το φανταστικό, το μεταφυσικό ακόμη. Γιατί συμπρωταγωνιστής στην ιστορία είναι και ένα παλιό πετρόχτιστο γεφύρι το οποίο βρίσκεται πίσω από το εστιατόριο, ένα γεφύρι που η άλλη του άκρη χάνεται στην "δύσα", στην ποντιακή ομίχλη, και που όποιος το διαβεί δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Το γιατί που αναδύεται εδώ μπορεί να μην βρίσκει ή να μην έχει απάντηση, ή μπορεί να έχει και πολλές. Ένα γεφύρι, σαν πέρασμα και αυτό, σαν μια υπέρβαση, σαν ένα αποφασιστικό βήμα που κόβει κάβους με το χτες προς σε ένα πάντα αβέβαιο μέλλον, μια λυτρωτική διαφυγή από προσωπικούς δαίμονες; "Λίγο πριν ο καθένας τους διαλέξει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι".
Κάθε αναγνώστης μπορεί να δώσει το δικό του προσωπικό νόημα στον συμβολισμό. Νομίζω ότι για τον καθένα μας υπάρχει τελικά ένα Γρα-Γρου εκεί έξω. Ή ένα παλιό "Πολυβολείο". Και δίπλα μια γέφυρα με την άλλη όχθη βυθισμένη στην ομίχλη. Στην δύσα...