Ο Κίτσος ο Λεβέντης και άλλες αγγελίες
Ζητείται αξιόλογος νέος ή νέα, φιλοπρόοδος ρέκτης της μουσικής, διαγωγής κοσμίας και τιμιώτατος, δραστήριος κα δεδοκιμασμένης χρηστότητος, δεξιός εις το γράφειν και αρκούντως εντριβής περί το κριτικάρειν τεμάχια μουσικής, και ουχί μόνον. Ο βουλόμενος αποταθήτω ενταύθα.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να ηχεί μια αγγελία του παρόντος περιοδικού, εάν κυκλοφορούσε (σε έντυπη προφανώς μορφή) κάπου εκεί στο γύρισμα του προπερασμένου αιώνα, στο φεν ντε σιεκλ όπως το λέγανε οι άνθρωποι τότε (πως το είπαμε εμείς το δικό μας γύρισμα "μιλλένιουμ";). Εντάξει, μια ποιητική αδεία ας γίνει ανεκτή στο κείμενο, καθότι πρώτον, τότε δεν κυκλοφορούσαν δίσκοι και δεύτερον και σημαντικότερον, οι νέες της εποχής ζητούνταν (όταν ζητούνταν) κυρίως για δούλες (αργότερα υπηρέτριες, σε μια πρώτη εξέλιξη πολιτικής ορθότητας), παραμάνες, μαγείρισσες, ...ευγάλακτες βυζάστρες ή "θηλάστριες", στην καλύτερη δε των περιπτώσεων διδασκάλισσες.
Μια πληθώρα (κοντά 500 σελίδες είναι το βιβλίο) τέτοιων πραγματικών αυτή τη φορά αγγελιών συλλέγουν στο έργο αυτό ο Θανάσης Γιοχάλας και η Ζωή Βαΐου οι οποίοι σκάλισαν υπομονετικά εφημερίδες και περιοδικά από την γένεση του ελληνικού κράτους μέχρι και το 1940 αναζητώντας μικρές αγγελίες. Κάθε είδους. Αγοραπωλησίες, προσλήψεις, αναζητήσεις χαμένων αντικειμένων και ανθρώπων, διαφημίσεις, ευχές, συλλυπητήρια, ευχαριστήρια, κοινωνικά γεγονότα, προσωπικά, "ανεχώρησε εκ Σύρου δια Πάτρας ο φίλος μας Ν.Χ.Α. Ευχόμεθα αυτώ bon voyage", έτσι για να μην νομίζουμε ότι τα κοινωνικά μύδια είναι κάποια υπερ-μοντέρνα τεχνολογική εφεύρεση των καιρών μας, η ανάγκη των ανθρώπων για μια επικοινωνία και μία κοινωνική δικτύωση είναι διαχρονική.
Το όνομα Θανάσης Γιοχάλας το έχουμε ξανασυναντήσει πριν από λίγα χρόνια σε μια αντίστοιχης λογικής έκδοση, "Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία", που ήταν μια περιήγηση στην Αθήνα και στον ιστορικό της χρόνο μέσα από τις οδούς της λογοτεχνίας. Είναι άλλωστε και μία έντονη τάση τα τελευταία χρόνια, η αναδίφηση στην μικροϊστορία, σε γωνιές αγνοημένες από την Ιστορία των μεγάλων προσωπικοτήτων και γεγονότων. Κάπως έτσι, συντίθεται μια άλλη πραγματικότητα, συμπληρωματική σίγουρα, αλλά ίσως και πιο κοντινή στην ιστορική "πραγματικότητα" της κάθε εποχής (μην είναι και η Ιστορία τελικά έτσι κι αλλιώς ένας είδος μυθοπλασίας;), μέσα από ψηφίδες καθημερινότητας και στιγμές ανθρώπινες, "αντι-ηρωικές", έως και συγκινητικές.
«Πωλούνται παιδικά παπουτσάκια, αφόρετα» (ή σε άλλη εκδοχή "καροτσάκι"). Μία μυθιστορηματική μικρή αγγελία, θεωρούμενη από κάποιους "το σπουδαιότερο διήγημα όλων των εποχών" (σίγουρα το συντομότερο), το οποίο μάλιστα αποδίδεται (ψευδώς) στον Χέμινγουέι. Η μεγάλη πλειοψηφία των εν λόγω αγγελιών δεν πλησιάζουν καν μια τέτοια δύναμη και συναισθηματική βαρύτητα, μολαταύτα πολλές είναι αποκαλυπτικές μέσα στην λακωνικότητα τους και μπορεί να αποτελέσουν υλικό για να χτίσει ο καθένας δικές του ιστορίες.
"Απόστρατος αξιωματικός ζητεί θέσιν άνευ μεγάλων αξιώσεων" (1895)
ή
"Νοικοκυρά ατυχήσασα, με αρίστας συστάσεις, ζητεί εργασίαν ως καθαρίστρια εις Γραφεία."
ή αν προτιμάτε κάτι σε πιο κωμικο(τραγικό)
"Εδραπέτευσεν ο Κίτσος ο λεβέντης, η έλαφος του κ. Παρασκευαΐδου. Ο συλλαβών αυτήν παρακαλείται να την παραδόση τω ιδιοκτήτη" (1878) (από εδώ και ο τίτλος του βιβλίου).
Ο πειρασμός και η πρόκληση που θέτει το ξεφύλλισμα (το βιβλίο προφανώς και δεν προορίζεται για γραμμική ανάγνωση) είναι η διαρκής αναζήτηση ομοιοτήτων και διαφορών με την οικεία μας σύγχρονη πραγματικότητα. Σίγουρα θα σταθεί κανείς στη γλώσσα, η οποία σε γυρίζει σε καιρούς όπου οι ομπρέλες ήταν παρασόλια ή αλεξιβρόχια, τα σπίρτα φώσφορα, ακροκώλιον ο "λεγόμενος" Πατσάς, ο οποίος "μαζί με άλλα σοβαρώτερα φαγητά αναμένουν τον εξ αγρυπνίας ή θυσιών εις τον Βάκχον αδυνατίσαντα στόμαχόν σας", ή ένα "τούρκικον ψητό (τας κεμπάπ)" ή ακόμη-ακόμη και "χαβιάρι νοστιμώτατον από εκείνο που τρώγουν οι μηδενισταί (οι ποιοί;;) της Ρωσσίας". Μια γλώσσα η οποία αναδεικνύεται ειδικά μέσα από την διαφήμιση και τις διαχρονικές της υπερβολές, "θα ήτο της φιλοκαλίας ο βασιλεύς, αν δεν ήτο δημοκράτης", "ο καπνός είναι μια "παυσίλυπος νεφέλη", "σιγάρα ΣΥΒΙΚΑ για να δήτε την υγείαν σας" σωζότριχα κατά της φαλάκρας και Speton προφυλακτικά (εκ του ...Σπερματοθάνατον). Όλα αυτά μέσα από εφημερίδες οι οποίες από τότε ήξεραν πριν από μας για μας (κάτι που κάνουν π.χ. σήμερα τα free press και οι οδηγοί πόλης) "πού θα τρώγητε, πού θα πίνητε, πώς θα ενδύηστε, πού θα περιποιήτε ην κόμην σας, θα σας το λέγη ο "Ραμπαγάς", με τιμάς συγκαταβατικάς, ευθυνάς, μετρίας, "τόσο μέτριαι ώστε μπορεί να πη κανείς ότι πάσχουν υπερβολικήν μετριοφροσύνη".
Ταυτόχρονα θα βγει και μια νοερή βόλτα σε μια Αθήνα η οποία δεν υπάρχει πια, σε μια άλλη τοπογεωγραφία, με τις πηγές της Λέκκα και της Καλαμιώτου, το ποτάμι τον Ιλισσό, τους Βασιλικούς Στάβλους στην οδό Σταδίου, λίγο παραδίπλα η Βουλή, η οποία τότε δεν ήταν φυσικά ...μπουρδέλο αλλά "προθάλαμος του Δρομοκαϊτείου" και "χώρος τελέσεως ευγενών αθλημάτων όπως πυγμαχία, ραβδομαχία, κλωτσομαχία" (σε λάθος εποχή ζούμε). Κι αν ήθελε να ξεσκάσεις, μπορούσες, ίσως και με "αμαξάκι δεδοκιμασμένης στερεότητος" να ανακατευτείς με άλλους Αθηναίους "μεταβαίνοντας εις τα Πατήσια, διά ν' αναπνεύσουν καθαρόν αέρα" ή να κάνεις μια περαντζάδα από τα μαγαζιά τα οποία.... "ο άριστος κασκετοποιός κύριος Καταχανάς ειδοποιεί το κοινόν ...ότι το εργαστήριόν του κατά τας Κυριακάς ουδέ ανοίγει τας πύλας του μηδέ έρχεται αυτός εις λόγους αφορώντας εμπορικάς επιχειρήσεις κατά τας αγίας ταύτας ημέρας" (1858). Από τότε την παλεύουμε την υπόθεση...
Άλλο Πατήσια όμως και άλλο Παρίσια, και κάτι που μοιάζει να είναι διαχρονικό στα μέρη ετούτα είναι το σύμπλεγμα κατωτερότητας-ανωτερότητας απέναντι "στας Ευρώπας", με την σφραγίδα "ευρωπαϊστί" να αποτελεί σημάδι εγγύησης και ποιότητας, με π.χ. τα λουτρά της Μουνιχίας "ευπρεπισθέντα επί το ευρωπαϊκότερον" και ένα καφενείο να έχει "αρκετούς δούλους, το όλον κατά την συνήθειαν της Ευρώπης". Από τότε την παλεύουμε την υπόθεση...
Κλείνοντας το βιβλίο όμως, πέρα από όλα αυτά και τις αναρίθμητες ακόμη πληροφορίες, απομένει και μια έντονη επίγευση μελαγχολίας. Είναι κυρίως αυτή η αίσθηση (η οποία είναι κατά βάση βεβαιότητα) ότι το Σήμερα, το Τώρα, η "σύγχρονη" μας ζωή, θα γίνει κάποια στιγμή αναπόφευκτα το γραφικό ρετρό του Αύριο. Και ότι όλοι μας ζούμε στην παλιά, καλή, γραφική, νοσταλγική, αθώα, ανέμελη Αθήνα του Αύριο. Μια σκέψη η οποία ίσως σε κάνει βέβαια να δεις και λίγο διαφορετικά το Παρόν. Σου, μου, μας...
[Και για κλείσουμε όσο αυτο-αναφορικά και εύθυμα αρχίσαμε:
"Απωλέσθη δηλητήριον. Ο ευρών παρακαλείται να το φέρη εις τον κ. Φώτον Πολίτην και αμειφθήσεται γενναίως, διά της συγγραφής μιας κριτικής του τελευταίου" (1929)
Κάπως έτσι θα μπορούσε να ηχεί και μια σκωπτική αγγελία για το παρόν περιοδικό, κάπου εκεί στο γύρισμα του προπερασμένου αιώνα, αν στη θέση βέβαια του κ. Φώτου Πολίτη έμπαινε κάποιο δικό μας όνομα, ένας Καραμπεάζης π.χ. ένας Πατώκος στα ντουζένια του, ο υποφαινόμενος σπανιότερα και ο Πανότας ποτέ.]