Αβεβαιότητα σε Τρεις Χρόνους
Τρία διηγήματα γραμμένα σε τρεις διαφορετικές χρονιές από ένα δημιουργικό δίδυμο το οποίο πάνω από τρεις δεκαετίες δεν σταματά να μας εκπλήσσει. Του Χάρη Συμβουλίδη
Η βραδιά της 9ης Νοέμβρη 2018 στην αθηναϊκή γκαλερί ATOPOS CVC φαίνεται να αποτελεί σημείο αναδραστηριοποίησης για τον Θανάση Χονδρό και την Αλεξάνδρα Κατσιάνη, αφού η performance Αλφαβητάρι που παρουσίασαν εκεί δεν ήταν μεμονωμένο γεγονός. Μέσα στο 2020 τους είδαμε να επιστρέφουν –αφενός δημοσιεύοντας το ποίημα Ταξιδεύοντας με τον Μιχαήλ Μήτρα από Δρόμους χωρίς Διόδια, αφετέρου βγάζοντας τον νέο δίσκο Δημιουργική Γραφή με το «σπιτικό» σχήμα OIKOI2310– ενώ τώρα κυκλοφορεί και αυτή η συλλογή τριών διηγημάτων, υπό τον τίτλο Αβεβαιότητα σε Τρεις Χρόνους. Σε μια απλή μα προσεγμένη έκδοση, με μεγάλες σελίδες και χορταστική γραμματοσειρά, η οποία εγγυάται το ξεκούραστο διάβασμα.
Άτυπα, το "Δεν Μπορείς να Κάνεις το Ίδιο Ταξίδι Δύο Φορές" (2007) διαθέτει κεντρική σημασία, αφού η απόδειξη παρκόμετρου από την Πράγα η οποία κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης αντιστοιχεί στις δικές του σελίδες – και μάλιστα σε ένα σημείο που αποδεικνύεται αναπάντεχα κομβικό για την πορεία της εξιστόρησης. Πρόκειται για ένα διήγημα με πολλή κίνηση. Τα γεγονότα του, οι τοποθεσίες, ακόμα και οι χαρακτήρες μερικές φορές, νιώθεις να περνούν μπροστά από τα μάτια σου με την ταχύτητα εναλλαγής που έχουν τα τοπία και οι άνθρωποι όταν ταξιδεύεις με αυτοκίνητο. Κάτι πολύ ταιριαστό, αφού επίκεντρο της διήγησης είναι ένα οδικό ταξίδι, το οποίο ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη και διασχίζει έπειτα τη Σερβία, την Κροατία, τη Σλοβενία, την Ιταλία, το Μονακό, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Τσεχία και την Αυστρία.
Το "Δεν Μπορείς να Κάνεις το Ίδιο Ταξίδι Δύο Φορές" μοιάζει με καλοπλασμένο κεφτέ: είναι όσο σφιχτό χρειάζεται για να μη διαλυθεί, έχει όσο γύρω-γύρω «αλεύρι» χρειάζεται, το μέγεθος είναι σωστό και στο εσωτερικό του βρίσκονται όλα τα μυστικά του «μάγειρα». Ακόμα και η επιλογή να το παρομοιάσω με κεφτέ συνδέεται κάπως με το περιεχόμενό του, αφού είναι μερικά κεφτεδάκια που σηματοδοτούν για τον πρωταγωνιστή Οδυσσέα την παράλληλη έναρξη έρωτα και ταξιδιού, σε μια σκηνή που μοιάζει βγαλμένη από το Πάρτυ με τον Πίτερ Σέλερς (1968).
Μοιάζουν αλήθεια οι έρωτες με τα ταξίδια; Προσφέρεσαι άραγε στο άλλο, στο ανοίκειο, στο ξένο; Ή θαρρείς ότι το κάνεις, καθώς και οι δύο διαδικασίες γεννούν βασικά τις ίδιες ψευδαισθήσεις, στο διάστημα που ταξιδιώτες και ερωτευμένοι αποσπώνται από τον συλλογικό παλμό της ιστορίας; Να μερικά από τα ερωτήματα που ο Χονδρός με την Κατσιάνη αφήνουν να πλανηθούν στις σελίδες τους, με αφορμή την πλοκή. Επίκεντρο, ωστόσο, παραμένει η (σύγχρονη) τέχνη. Άλλωστε η παρέα στην οποία προσκολλάται ο Οδυσσέας με αφορμή τη γνωριμία του με τη Χριστίνα ταξιδεύει προκειμένου να παρακολουθήσει Μπιενάλε, Ντοκουμέντα και γενικώς σύγχρονη τέχνη.
Ο Χονδρός με την Κατσιάνη αποδεικνύονται επιμελείς υφαντές ιστοριών. Μπορεί δηλαδή να εντοπίζεις εδώ κι εκεί τη δική τους ματιά πάνω στο ζήτημα της διάδρασης τέχνης και ζωής, όμως προτιμούν να θέτουν ερωτήματα, αφήνοντας στον αναγνώστη τις απαντήσεις. Όταν π.χ. η καλλιτεχνική δημιουργία ξεφεύγει από τη διατεταγμένη σκέψη και έκφραση, μπορεί να συναντήσει το κοινό; Είναι οι τουαλέτες –δημόσιες ή ιδιωτικές– καθρέφτης για τον ρυθμό, την αγωνία, τη συνοχή, τις αλληλουχίες μιας κοινωνίας; Αν οι μαύροι μετανάστες που πουλούσαν τσάντες χύμα στον δρόμο το έκαναν εντός των κήπων της Μπιενάλε, θα τους είχε επιτεθεί άραγε η ιταλική αστυνομία; Ή θα τους άφηνε ήσυχους, θεωρώντας τους καλλιτέχνες;
Φυσικά, ερωτήματα θέτουν και οι χαρακτήρες με τις πράξεις τους, είτε άμεσα, με το να τσακώνονται π.χ. για τη Sophie Calle ή να στήνουν εν αγνοία τους καυγάδες με τους ίδιους τους καλλιτέχνες που υποτίθεται θαυμάζουν (υπάρχει μια ξεκαρδιστική σκηνή στο γερμανικό σκέλος του οδοιπορικού), είτε έμμεσα – με τη Χριστίνα, την Κάθριν Λιτς και την Άννα να προτάσσουν την τέχνη για να κρύψουν διαφορετικού τύπου στοχεύσεις και προτεραιότητες. Αλλά, ακόμα κι όταν η πλοκή ανατρέπεται λαμβάνοντας χαρακτηριστικά κατασκοπευτικής περιπέτειας, οι απαντήσεις διαφεύγουν. Ενώ γίνεται σαφές δηλαδή ότι, πράγματι, "Δεν Μπορείς να Κάνεις το Ίδιο Ταξίδι Δύο Φορές", εσύ μένεις με τις διερωτήσεις σου.
Νόστιμα κερασάκια στην «τούρτα» του διηγήματος, το ποδόσφαιρο –με αναφορές στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης– αλλά και η μουσική. Η οποία εμφανίζεται φευγαλέα στην πορεία των ταξιδιωτικών εντυπώσεων εκπροσωπούμενη από τη Björk, τους Police, τους R.E.M., τους Genesis, από βαρκαρόλες του Όφενμπαχ ή από τη Dalida σε σύμπλευση παρεξηγήσεων με τον Ζακ Ντεριντά. Κορύφωση των σχετικών αναφορών μια παράσταση Ρίχαρντ Βάγκνερ, με τον Χρυσό του Ρήνου να βρίσκεται ανακατεμένος με γερμανικά λουκάνικα, ξινολάχανα και κανάτες γεμάτες μπύρα.
Ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης, εντωμεταξύ, συνδέεται κάπως και με το δεύτερο διήγημα "Στο Φως Όλα Χάνουν το Σχήμα τους", που στήνει εξαρχής γοητευτικό σκηνικό: ένα λαϊκό ζαχαροπλαστείο με καλά γλυκά (γαλακτομπούρεκα, καρυδόπιτες, φουσκωτά μιλφέιγ), το οποίο αποτελεί στέκι για όσους σχετίζονται με την ποδοσφαιρική ομάδα Αστραπή ή γυρνούν γύρω της. Ο αφηγητής μας, ο Νίκος Λουμπίδης, είναι παίκτης της Αστραπής – και μοιραίος, αφού εξαιτίας του ο σύλλογος έχασε κάποιο κύπελλο. Αλλά ως πιο ενδιαφέρων τύπος αναδεικνύεται ο φίλος που αποκτά στο ζαχαροπλαστείο: ο μυστηριώδης Αχιλλέας Κοντοπόδης, ο οποίος αναζητά την αλήθεια για τον θάνατο του τερματοφύλακα Αργύρη Αψεντίδη.
Πάνω όμως που προετοιμάζεσαι για μια νουάρ πλοκή, η ροή της αφήγησης σπάει και εμφανίζονται ο Χονδρός με την Κατσιάνη, να γράφουν ακόμα το εν λόγω διήγημα και να αναζητούν καφέ για να κάτσουν με τον εικαστικό/κεραμίστα Έκτορα Μαυρίδη και τον εικαστικό/αρχιτέκτονα Ιορδάνη Στυλίδη. Εδώ, βέβαια, όποιος γνωρίζει το κοινό τους παρελθόν, δεν γίνεται να μην ανακαλέσει την Αδελφότητα της Άμωμης Απελευθέρωσης, παρότι βρισκόμαστε αρκετά χρόνια μετά τη δράση της.
Το υπόλοιπο διήγημα κυλάει αναλόγως, με τη ροή να διατηρεί τον νουάρ χαρακτήρα της παρεκκλίνοντας συνάμα προς τη ζωή και τους στοχασμούς των δημιουργών της – τόσο για τις καθημερινές εκκρεμότητες, για τις σαρδέλες π.χ. που θα σερβίρονταν με πουρέ μαραθόριζας και ψητά κολοκυθάκια, όσο και για τα διεθνή της εποχής, λ.χ. την Αραβική Άνοιξη στην Αίγυπτο. Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, μπαίνει και μία υποσημείωση, στην οποία εκτίθεται ολόκληρο το κείμενο της διάλεξης "Εξαγωγή από τη Σύγχρονη Τέχνη", την οποία έδωσαν ο Χονδρός με την Κατσιάνη στη Μονή Λαζαριστών, στα πλαίσια του φεστιβάλ Εγκάρδιες Πράξεις (2011). Μη βιαστείτε να τη θεωρήσετε άσχετη με την πλοκή, γιατί δεν είναι. Παράλληλα, όμως, είναι και μια στοιχειοθετημένη επίθεση στο σύγχρονο σύστημα της τέχνης και στο ξεχείλωμα που έχει υποστεί το πλαίσιό της. Η οποία συνοδεύεται από μια παραίνεση εύρεσης της φαντασίας σε χώρους όπου δεν έχει αναζητηθεί.
Έτσι κυλούν τα πράγματα και, σε κάποιο σημείο, το ίδιο το "Στο Φως Όλα Χάνουν το Σχήμα τους" αποκαλύπτει το παιχνίδι που επιμελώς παίζει με το πώς προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα, η οποία δεν είναι μία και έχει πάντα να κάνει με το πού αφιερώνεις την προσοχή σου: «μια βιολογική καλλιέργεια μπορεί να είναι το ίδιο ψευδαίσθηση με μια επίσκεψη εξωγήινων». Περισσότερα σχόλια, είναι μάλλον περιττά. Μια τελευταία μνεία, ωστόσο, αξίζει στα ποτήρια νερού που είναι καλό να συνοδεύουν την πορεία μας στην καθημερινότητα, από το ξύπνημα ως τον ύπνο.
Στο τρίτο και τελευταίο διήγημα "Γέφυρες" (2017) ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης ξαναχτυπά, αφού ξαναζούν για λίγο οι δόξες του 1976, με τον επικό τελικό Κυπέλλου Ελλάδος με τον Ολυμπιακό που έληξε 4-4, πριν κριθεί 6-5 στα πέναλτι υπέρ του Γηραιού. Εδώ, μάλιστα, βρίσκουμε μία ακόμα Χριστίνα, επιτυχημένη καλλιτέχνιδα στη Στοκχόλμη. Να είναι άραγε η φιλόδοξη Χριστίνα του "Δεν Μπορείς να Κάνεις το Ίδιο Ταξίδι Δύο Φορές", στη μετά δέκα έτη εκδοχή της; Να μία ακόμα αβεβαιότητα, που θα μετατραπεί σε βεβαιότητα λίγο αργότερα, με την όλη διήγηση, στο μεταξύ, να έχει αποκτήσει ξαφνική σύμπλευση και με το "Στο Φως Όλα Χάνουν το Σχήμα τους".
Επίκεντρο, πάντως, είναι ο Γιώργος, ο αδερφός της Χριστίνας. Ένας ακαδημαϊκός με αριστερές καταβολές, βουτηγμένος στις συνήθειες και στις ματαιοδοξίες του, ο οποίος –με αφορμή την εξαφάνιση του πατέρα του– βρίσκεται αντιμέτωπος με το ερώτημα «τι εμποδίζει έναν ενενηντάρη να τινάξει τον κόσμο στον αέρα;», αλλά και με τη δράση της ομάδας ΦΥ.ΓΕ., που στέλνει δέματα με σκατά στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Λίγο μετά, ενώ υποχρεούται να ακούει για την πλοκή δανοσουηδικών αστυνομικών σίριαλ για τα οποία δεν ενδιαφέρεται, συνειδητοποιεί ότι εξαφανισμένη είναι πλέον και η ερωμένη του Νίκη. Είναι άραγε ένα ερωτικό της παιχνίδι; Φταίει τελικά που ποτέ δεν μπόρεσε να την κατουρήσει στο πρόσωπο; Οι αβεβαιότητες διογκώνονται, κάπου μάλιστα μπλέκονται μαζί τους και οι ρήσεις του Αριστοτέλη για τα ζώα. Σε τι να ελπίζει άραγε ένα αγριογούρουνο;
Το βιβλίο ενδέχεται να απογοητεύσει όσους θεωρούν πήχη της λογοτεχνίας την περιγραφή λεπτομερειών σε βαθμό που θα εξόργιζε ακόμα και τον Σέρλοκ Χολμς ή όσους αντιλαμβάνονται ως πλήρεις τις γραμμικές αφηγήσεις που δίνουν ως το φινάλε όλες τις απαντήσεις (αν και οι "Γέφυρες" λήγουν με ορισμένες σαφείς απαντήσεις). Ωστόσο, υπογραμμίζει –μπορεί και να εντείνει, μάλιστα– τις αβεβαιότητες που τόσο πεισματικά προσπαθούμε να αποφύγουμε στις καθημερινότητές μας. Παράλληλα, υπονομεύει τον ίδιο τον (όποιο) λογοτεχνικό του χαρακτήρα, κάνοντάς τον απλή πλατφόρμα ώστε να τεθούν ιντριγκαδόρικα ερωτήματα περί τέχνης και ζωής, τα οποία μπορεί να σε απασχολούν μέρες μετά το γύρισμα της τελευταίας σελίδας. Υπογραμμίζοντας έτσι ακόμα πιο αδρά εκείνες τις αβεβαιότητες, ιδίως αυτές που έτεινες να μετατρέψεις σε βεβαιότητες.