Κράτα το Σόου
Γράφοντας λογοτεχνία τον καιρό του "Je suis". Του Αντώνη Ξαγά
Ζούμε στην εποχή του Εγώ (ίσως και του Υπερεγώ) και αυτό δεν το λέω μόνο ...εγώ. Τα σημάδια είναι παντού. Από την πολιτική όπου κυριαρχούν τα παιδιά της Θάτσερ (δεν υπάρχει κοινωνία κλπ κλπ) κλεισμένα το καθένα στο "φιλελεύθερο" ατομικό του κάστρο έως τη μουσική όπου η μονοπρόσωπη, ατομοκεντρική δημιουργία όλο και πολλαπλασιάζεται. Και φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, στον καλύτερο καθρέφτη μιας κοινωνίας, τη λογοτεχνία. Όπου το trend των καιρών μας είναι από τη μία μεριά διηγήματα, πολλά διηγήματα, αποτέλεσμα (και) αυτής της προσωποκεντρικής οπτικής ενός θρυμματισμένου σε στοιχειώδη σωματίδια κόσμου, από την άλλη οι πολλές αφηγήσεις οι οποίες περιστρέφονται γύρω από το Εγώ, την καθημερινότητά του, την ηρωική, την αντι-ηρωική, κάθε τι μπορεί να αποτελέσει έτσι κι αλλιώς λογοτεχνικό υλικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά (ή να πω εμβληματικά; εδώ θα ταίριαζε αυτή η ευτελισμένη πλέον λέξη) έργα της εποχής μας, γραμμένο από τον Νορβηγό Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, απλώνεται σε 6 τόμους και ασχολείται με τι άλλο; Με το Εγώ και τον Αγώνα του.
Ας αφήσουμε λοιπόν τους εγωισμούς κι ας μιλήσουμε για τον εαυτό μας όπως είχε προφητεύσει κάποτε και ο Μοντεχρήστος-Αρκάς.
Αλλά... Από την άλλη, ας μην υπερβάλλουμε. Εντάξει, ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως εγωιστικό ον, τα γονίδιά του ίσως ακόμη πιο πολύ (όπως είχε δείξει ο Richard Dawkins), αλλά είναι συγχρόνως και ζώον κοινωνικό, η ιστορία του άλλωστε είναι μία διαρκής τραμπάλα (και σύγκρουση πολλές φορές) ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, το προσωπικό και το κοινωνικό, την αυτονομία και την ένταξη στην εκάστοτε ομάδα/φυλή. Και είναι η ένταση ανάμεσα στα φαινομενικά αυτά ασυμβίβαστα, η συνεχής αναζήτηση μιας ισορροπίας αυτή που κάνει τις ζωές μας τόσο πολύπλοκες (και ενίοτε τόσο αντιφατικές).
Το "Κράτα το σόου", το πρώτο βιβλίο του Θεοδόση Μίχου, θα μπορούσε σε μια πρώτη ανάγνωση να διαβαστεί ως μια απόπειρα αυτο-βιογράφησης, από τα παιδικά χρόνια μέχρι την ενηλικίωση (πότε άραγε έρχεται αυτή ουσιαστικά;), ως ένα "coming of age" δράμα, ως ένας μακρύς μονόλογος/διάλογος με τον εαυτό, ως μια δημόσια ψυχανάλυση, ως ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την πρώτη (και ίσως ισχυρότερη) εξουσία που γνωρίζουμε, την γονεϊκή, και δη την πατρική (εν προκειμένω είναι επιπλέον και στρατιωτική), ως ένα τολμηρό και ταυτόχρονα προσεκτικό "μπαμπά κοίτα" το οποίο έτσι κι αλλιώς κρύβεται μέσα σε όλους μας ξεχασμένο από την παιδική ηλικία. Κατά έναν άλλο τρόπο μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα, με την έννοια περισσότερο της εξιστόρησης ενός μύθου, του ιδρυτικού μύθου του παρόντος εαυτού (αυτό δεν είναι και η Ιστορία ενός έθνους ακόμη;). Ενός μύθου ο οποίος προσπαθεί μέσα από τον αχανή ορίζοντα πιθανοτήτων της ζωής, τις δυνητικά άπειρες επιλογές που κάθε φορά ανοίγονται μπροστά μας, να "δικαιολογήσει" αιτιοκρατικά ακόμη και συγκυριακές ή και τυχαίες επιλογές που μας έκαναν αυτό που είμαστε (ή δεν είμαστε) σήμερα. Γιατί είναι άλλο το "πως" και άλλο το "γιατί", πιο εύκολη είναι η ανάπλαση μιας ιστορία, η εξήγηση της όμως παραμένει ένα δύσκολο έως και αδύνατο εγχείρημα. Γοητευτικό όμως και προκλητικό.
Κάτι τέτοιο αποπειράται ο συγγραφέας εδώ, μέσα από "18+1 πράξεις μιας παράστασης", όπου η κάθε πράξη είναι και μία συναυλία, 18 συναυλίες και 1 ανκόρ (όσα πρέπει δηλαδή - και ας διαφωνεί ο Mark E Smith). Από τον Παπακωνσταντίνου (τον Βασίλη φυσικά), τις Τρύπες και τον Τζίμη μέχρι τους Chemical Brothers, τον James Brown (απομυθοποίηση αλέρτ!) και τους My Bloody Valentine. Κατά έναν άλλο τρόπο λοιπόν το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως μια ηθογραφία/λαογραφία ενός μικρόκοσμου. Ενός μικρόκοσμου, μιας φυλής, που αναζητάει μέσα από τη συναυλία, τούτο το συλλογικό, σχεδόν τελετουργικό δρώμενο, τον δικό της ενοποιητικό μύθο, ένα "φαντασιακό" (προσοχή, φαντασιακό, όχι φανταστικό, έχει διαφορά!) αποκούμπι σε εποχές όπου οι μεγάλοι μύθοι (θρησκείες, ιδεολογίες, έθνη) έχουν αρχίσει να χλωμιάζουν. Που επιμένει να βρίσκει κοινά στοιχεία και εμπειρίες και κώδικες επικοινωνίες παρά τις διαφορές που ολοένα και εντείνονται, πλησιάζοντας στο "όλοι μαζί είμαστε πια ένας-ένας" που είχε γράψει κάποτε ο σπουδαίος Χρήστος Βακαλόπουλος (και αποτελεί και την προμετωπίδα του βιβλίου).
Κατά μία ευρύτερη λοιπόν οπτική, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως η αφήγηση μιας γενιάς για την οποία η μουσική γενικότερα αποτέλεσε ταυτοτικό μέσο, μιας γενιάς η οποία ενηλικιώθηκε στα "ντουζένια της μαλακοπολίτευσης", η οποία δεν μπορούσε να επαίρεται ηρωικά ότι "ήταν μέσα" στο Πολυτεχνείο, η οποία λοιδορήθηκε σε κάθε της αντίδραση ως "αντάρτες της πορδής", η οποία έζησε διαδοχικά παπανδρεϊσμό και εκσυγχρονιστικό σημίτειο λάιφ-στάιλ, την εποχή των παχιών αγελάδων (οι οποίες ας μην ξεχνάμε ποτέ δεν ήταν παχιές για όλους) και μετά έφαγε στο κεφάλι και μία κρίση ως ένα είδος τιμωρίας. Μέσα σε όλα αυτά πάλεψε για μια ισορροπία ανάμεσα στο εναλλακτικό και το συμβιβασμένο (όπως και αν αυτό εννοείται), στο ατομικό και το συλλογικό, φτάνοντας ακόμη και σε σπασμωδικές εξεγέρσεις, όπως εκείνη του αλησμόνητου Δεκέμβρη του '08 (περιγράφεται σε μερικές ωραίες σελίδες εδώ μέσα) που κάπου χάθηκε και κατέληξε a white riot, a riot of my own...
Αξίζει να σημειώσουμε όμως ότι το βιβλίο δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε σκληροπυρηνικούς μουσικόφιλους (αν και αυτοί σίγουρα θα το απολαύσουν λίγο παραπάνω), δεν βάζει προαπαιτούμενα ούτε αναλώνεται σε πληροφορίες, name dropping και αχρείαστη επίδειξη γνώσεων. Οι συναυλίες αποτελούν κατά βάση την κινητήριο δύναμη της αφήγησης η οποία μεταφέρεται από ένα άμεσο ύφος γραφής το οποίο χρωστά πολλά στην λεγόμενη Νέα Δημοσιογραφία, την εκ Αμερικής κυρίως εκπορευόμενης, στην πυρετώδη βιωματική γραφή του Lester Bangs και στον μακροπερίοδο λόγο του David Foster Wallace. Ο τρόπος αυτός μπορεί στην αρχή να προβληματίσει κάπως, δεν είναι διόλου εύκολος άλλωστε και απαιτεί τεχνική και τριβή, κάποιες φορές μάλιστα χάνεται σε συνειρμούς και σε παρενθέσεις που ανοίγουν διαρκώς, όμως με το πέρασμα των σελίδων καταφέρνει τελικά να σε τραβήξει στη ροή του. Αξιοσημείωτη εν τούτοις είναι και η προσπάθεια του συγγραφέα να κρατήσει μια απόσταση από τον δημοσιογραφικό λόγο (έξις δευτέρα φύσις γαρ) και τις εντυπωσιοθηρικές παρομοιώσεις που έχουν γίνει εσχάτως κοινός τόπος.
Το βιβλίο γενικότερα είναι γραμμένο (ή έστω σε πείθει ότι είναι γραμμένο) με ειλικρίνεια, τόλμη έως και άγνοια κινδύνου, αποφεύγει τους εξωραϊσμούς αλλά και την εκ των υστέρων καταγγελία του παλιού εαυτού (ο οποίος μπορεί εύκολα να γίνει ο χειρότερος εχθρός), χωρίς επιπλέον να του λείπει ο αυτοσαρκασμός, στοιχείο άκρως απαραίτητο σε μια απόπειρα η οποία ενέχει εξ ορισμού στοιχεία ματαιοδοξίας και ναρκισσισμού. Και κάπως έτσι, όλο και κάπου θα καταφέρει να σε συγκινήσει και να σε κάνει να ταυτιστείς με τον πρωταγωνιστή και την πορεία του (είπαμε, η φυλή!), να λειτουργήσεις κι εσύ συνειρμικά, σε μια πορεία επαρχία-πρωτεύουσα με το ΚΤΕΛ, μετά η πρώτη αίσθηση ελευθερίας, ένα μοναχικό δωμάτιο, ένα ψυγείο με μοναδικά εδώδιμα καμιά κούπα λεμόνι, μαγιονέζα και κέτσαπ, μετά η ανάγκη να κάνεις κάτι, να βρεις τη θέση σου στον κόσμο, ένα φανζίν (το όνομα του Θεοδόση Μίχου το πρωτοσυνάντησα στο φανζίν Mirrorball, κάπου στις αρχές των 00s, σκαλίζοντας λίγο στα αρχεία βρήκα κα'να δυο τεύχη του), ένα γκρουπ, μια συναυλία, ένα βιβλίο τελικά.
Λένε ότι η λογοτεχνία ξεκινάει από τον χρυσό κανόνα του "γράψε για ότι ξέρεις". Η αφετηρία θα είναι λοιπόν πάντοτε και αναπόφευκτα το Εγώ. Η πραγματικά σπουδαία όμως λογοτεχνία ξεκινάει με την υπέρβασή του, με την μετουσίωση του βιώματος σε κάτι που να αφορά και να αγγίζει τους πολλούς. Έστω και της φυλής σου. Εν προκειμένω λοιπόν, το show must go on που λέγανε και κάποιοι άλλοι πιο γνωστοί...