Μέση Αγγλία
Με τις αναλύσεις και τις αρθρογραφίες δεν βγάλαμε άκρη τι συμβαίνει στο Νησί τα τελευταία χρόνια. Μήπως να το προσπαθήσουμε διαβάζοντας λογοτεχνία; Του Δημήτρη Κάζη
Τρεις χαρακτηριστικές περίοδοι της πρόσφατης ιστορίας της Αγγλίας είναι το χρονικό πλαίσιο όπου τοποθετούνται τα μέρη της τριλογίας του Τζόναθαν Κόου που ολοκληρώθηκε (;) με την ‘Μέση Αγγλία’. Η ταραγμένη δεκαετία του ‘70, με την ύφεση, τις απεργίες, αλλά και την εκρηκτική άνθιση των τεχνών και ιδιαίτερα της μουσικής για το πρώτο μέρος της (‘Η Λέσχη των Τιποτένιων’) η Cool Brittania των Νέων Εργατικών του Τόνυ Μπλερ, με τη μεταθατσερική της αυταρέσκεια και κυνικότητα και την britpop σαν υποκατάστατο της μουσικής των ένδοξων ημερών των 70s για το δεύτερο (‘Κλειστός Κύκλος’) και η μπερδεμένη, κουρασμένη και διχασμένη χώρα του Brexit, απ’ όπου τίποτε αξιόλογο σε μεγάλη κλίμακα δεν φαίνεται να βγαίνει ούτε στη μουσική για το τρίτο. Ο κεντρικός του ήρωας Μπέντζαμιν Τρότερ είναι συνομήλικός του και γεννημένος στην ίδια περιοχή (γράψε γι’ αυτό που ξέρεις είναι μία από τις πρώτες συμβουλές προς επίδοξους συγγραφείς, που αναφέρεται και στο βιβλίο) και γύρω από αυτόν περιφέρονται συγγενείς, ερωμένες, φίλοι, φίλοι και εχθροί φίλων, δάσκαλοι, συμμαθητές και διάφοροι άλλοι που φτιάχνουν το αρχικά σχετικά ομοιογενές και τελικά ετερόκλητο, πολυφυλετικό και πολυπολιτισμικό μωσαϊκό των χαρακτήρων που, σε μεγάλο βαθμό, εκπροσωπούν την αγγλική κοινωνία στο πέρασμα αυτών των πέντε δεκαετιών.
Ο Κόου δεν είναι ένας ποπ συγγραφέας αλλά ούτε και κανένας βαρύς που απευθύνεται αποκλειστικά σε απαιτητικούς αναγνώστες λογοτεχνίας. Οι πολλές στιγμές comic relief που προσφέρει στον αναγνώστη και οι αναφορές του στην ποπ κουλτούρα τον έχουν κάνει να κερδίσει ένα ιδιαίτερο μέρος στην καρδιά του κοινού του, που δεν είναι το ίδιο με του Νικ Χόρμπυ ούτε με του Φίλιπ Ροθ, αλλά περιλαμβάνει κομμάτια του κοινού και των δύο. Η διεισδυτική του ματιά και η κατανόηση στον πυρήνα τους τόσο της ψυχοσύνθεσης των ανθρώπων με όλες τις αντιφάσεις τους όσο και των κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται τον κάνουν να ξεχωρίζει και να αξίζει τη φήμη και την επιτυχία που απολαμβάνει. Και, αν μη τι άλλο, η εποχή, οι χαρακτήρες και το θέμα της ‘Μέσης Αγγλίας’ είναι γεμάτα αντιφάσεις και αποτελούν τον ιδανικό καμβά για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του.
Είδα πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ για τη συναυλία που έδωσε ο θρύλος της κάντρυ μουσικής (με εμβέλεια που υπερέβαινε κατά πολύ τα όριά της) Τζόνι Κας στον Λευκό Οίκο μετά από πρόσκληση του Προέδρου Νίξον αυτοπροσώπως. Εκεί, μέσα από πολλές μαρτυρίες, αποκαλύφθηκε η πολυδιάστατη προσωπικότητα του Κας που, μαζί με την αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στις αρχές του, τον έκανε ήρωα σε πολλά και συγκρουόμενα μεταξύ τους κομμάτια του αμερικανικού κοινού, από τα πιο συντηρητικά μέχρι τα πιο προχωρημένα, ως και περιθωριακά. Πατριώτης και πιστός στις παραδόσεις και τη σημαία και ταυτόχρονα επαναστάτης που στεκόταν απέναντι στην εξουσία όταν έβλεπε αδικία εκ μέρους της. Τον σεβασμό που έδειχνε απέναντι στον Πρόεδρο (που δεν ήταν και ο καλύτερος που θα μπορούσε να τύχει τη συγκεκριμένη περίοδο) τον έδειχνε στον ίδιο βαθμό, συνδυασμένο με αγάπη και κατανόηση, απέναντι στους κρατούμενους της φυλακής Φόλσομ, για τους οποίους έπαιξε πριν να παίξει για τον Πρόεδρο. Μπήκε στο Λευκό Οίκο με τους δικούς του όρους και, χωρίς να προσβάλλει κανέναν, όρθωσε το ανάστημά του και είπε στα μούτρα του κατεστημένου ότι οι εποχές άλλαξαν και πρέπει να ακούσουν τους νέους που ήταν στο δρόμο. Μπορεί να φωτογραφήθηκε με το μεσαίο δάχτυλο υψωμένο, αλλά όταν είχε απέναντί του οποιονδήποτε προσπαθούσε να τον πείσει για το δίκιο του, είτε με τα λόγια είτε με τα τραγούδια του, και όχι να τον μειώσει βρίζοντας με μισαλλοδοξία.
Η παραπάνω παράγραφος, όσο άσχετη και να φαίνεται, βρίσκεται εδώ για κάποιο λόγο. Για να δείξει την αντίθεση ανάμεσα στον Τζόνι Κας και τους περισσότερους δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου που, έχοντας διαλέξει την αρνητική θέση στα χαρακώματα του Brexit, προσάρμοσαν σ’ αυτήν και τις αρχές και τη συμπεριφορά τους, ξεπερνώντας πολλές κόκκινες γραμμές της αξιοπρέπειας, της κοινωνικής συνθήκης και εν τέλει του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεν ξέρουμε, και δεν έχει και σημασία, αν ήταν πάντα μονοδιάστατοι ή έγιναν σταδιακά, αλλά το μίσος και η αδιαλλαξία που κυριάρχησαν, και εξακολουθούν να κυριαρχούν, στην αγγλική κοινωνία έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με όσα περιγράφονται παραπάνω. Και δυστυχώς όχι μόνο στην αγγλική.
Η αδιαλλαξία όμως, και η συγκαλυμμένη ή όχι περιφρόνηση, υπάρχουν και από την άλλη πλευρά. Και εδώ μπαίνει το ακανθώδες θέμα της πολιτικής ορθότητας. Η οποία πολιτική ορθότητα είναι κατ’ αρχήν, όπως και η παλιομοδίτικη ευγένεια, μια καλή ιδέα. Είναι και σωστό και ωραίο να μην προσβάλλεις τον άνθρωπο για το φύλο, τη φυλή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ή κάποια σωματική του ιδιαιτερότητα ή ανεπάρκεια. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν χρησιμοποιείται κατά περίπτωση σαν όπλο εναντίον του πολιτικού αντίπαλου ή όποιου απλά δε γουστάρουμε. Όταν κάποιος έρχεται σαν αυτόκλητος προστάτης και ψάχνει τραβηγμένες από τα μαλλιά αφορμές για να κατηγορήσει τον άλλο για ρατσιστικό, σεξιστικό, θρησκευτικό, εθνικιστικό ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο μίσος, πολλές φορές ερήμην του υποτιθέμενου υποκειμένου της προσβολής. Όταν ένα αθώο, έστω και χοντροκομμένο, αστείο εκλαμβάνεται σαν απόπειρα προσβολής και μείωσης της προσωπικότητας. Όταν μια ιδέα που αρχικά υπηρετούσε την αξιοπρέπεια και την ελευθερία των αδύναμων φτάνει να χρησιμοποιείται επιλεκτικά για να περιορίσει την ελευθερία του λόγου για όλους. Τότε η πολιτική ορθότητα γίνεται κόκκινο πανί και ξεσηκώνει ασύμμετρες αντιδράσεις οδηγώντας την κοινωνία σε διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις από αυτές που σκοπεύει. Τα έχουμε δει αυτά στο δημόσιο βίο και στην Ελλάδα, και τα επισημαίνει μέσα από την αφήγηση και ο Κόου. Στο βιβλίο ένας δευτερεύον χαρακτήρας, η κόρη ενός παλιού συμμαθητή του Μπέντζαμιν και φοιτήτρια της ανιψιάς του Σόφι, από τους κύριους χαρακτήρες αυτή, κατηγορεί την Σόφι για προσβολή απέναντι σε μια διεμφυλική φοιτήτρια με αφορμή μια απλή φράση της στο μάθημα, που αν απευθυνόταν σε οποιονδήποτε άλλο θα περνούσε απαρατήρητη. Παρόμοια ιστορία μ’ αυτήν που έχει χρησιμοποιήσει σαν πλαίσιο ο Φίλιπ Ροθ στο ‘Ανθρώπινο Στίγμα’. Η Σόφι, υπέρμαχος της πολιτικής ορθότητας και η ίδια, κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά της, ενώ το φερόμενο θύμα της είναι με το μέρος της. Αργότερα στο βιβλίο, και με μια άλλη αφορμή, ο σύζυγός της Ίαν, ένας άνθρωπος καλών προθέσεων και πιστός στις αρχές του (όπως ο Τζόνι Κας απέναντι στον Νίξον, σέβεται τη μητέρα του αλλά δεν διστάζει να συγκρουστεί μαζί της όταν αυτή φέρεται απάνθρωπα απέναντι στη Λιθουανή πρώην οικιακή της βοηθό) της λέει ότι το Brexit θα νικήσει στο δημοψήφισμα εξαιτίας ανθρώπων σαν αυτήν. Το γεγονός ότι οι οπαδοί του Brexit αλλά και του Τραμπ και της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, έχουν την πολιτική ορθότητα κόκκινο πανί πρέπει, δεδομένου του ότι τα φαινόμενα αυτά φουντώνουν, αν μη τι άλλο να προβληματίσει.
Η ‘Μέση Αγγλία’ όμως, που βοηθάει εμάς τους απέξω να κατανοήσουμε το τι συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα περισσότερο από χίλια ρεπορτάζ και έρευνες, δεν είναι ένα πολιτικό βιβλίο. Είναι ένα μυθιστόρημα που διηγείται τη ζωή κάποιων ανθρώπων, και σαν τέτοιο είναι καλογραμμένο και γοητευτικό. Έχει χιούμορ, έχει τρυφερότητα και συγκίνηση (με κορυφαία στιγμή ως προς αυτήν τις τελευταίες σελίδες του πρώτου μέρους με τίτλο ‘Μακάρια Αγγλία’) και έχει και σκληρότητα και κυνισμό, όπως και η πραγματική ζωή. Ο Κόου χρησιμοποιεί πολλά από τα παλιά και πολυχρησιμοποιημένα κόλπα, χωρίς όμως να το κάνει τόσο απροκάλυπτα ώστε να ενοχλεί. Μέχρι και τον από μηχανής θεό βάζει στο παιχνίδι, στο πρόσωπο του αυτοδημιούργητου γκέι εκατομμυριούχου που κάνει της ζωές όλων καλύτερες. Στο τέλος βάζει ένα ειδυλλιακό happy end που ακροβατεί στα όρια του μελό, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη. Ό,τι θα περίμενε από τον Κόου ένας θαυμαστής του. Είναι μάλλον απίθανο να ξαναδιαβάσουμε βιβλίο μ’ αυτούς τους ήρωες, και καλό θα ήταν να μην ξαναζήσουμε δραματικές στιγμές που θα εμπνεύσουν νέες περιπέτειές τους στον συγγραφέα (το «είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς» ο Κομφούκιος το είπε σαν κατάρα, λέει κάπου στο βιβλίο) αλλά για ’μένα θα είναι πάντα ευπρόσδεκτοι.