Ταξίδια με λάθος ανθρώπους
Αεροπλάνο και βιβλίο θα πάρω και το ταξίδι ξεκινά. Υπάρχουν ωστόσο λάθος άνθρωποι; Λάθος βιβλία; Του Αντώνη Ξαγά.
«Όταν ήμουν παιδί ονειρευόμουν πως κάποια στιγμή θα έχω ένα διαβατήριο γεμάτο σφραγίδες από εκατοντάδες ταξίδια». Κάπως έτσι ξεκινάνε όλα τα ταξίδια, τα κυριολεκτικά ή τα μεταφορικά, με ένα παιδικό όνειρο, με ένα παιδί που κοιτάει τα άστρα και πετάει με τα φτερά της φαντασίας. Μέχρι να ‘ρθει η ώρα να πετάξει κάποια στιγμή και πραγματικά, με φτερά από… κράματα αλουμινίου και ανθρακονήματα. Και μετά να το κάνει και βιβλίο.
Συνειρμικά επέστρεψα κι εγώ σε παιδικές αναμνήσεις, η δική μου μεγαλύτερη χαρά ήταν να κοιτάζω τους πίνακες αναχωρήσεων, εκείνους τους βίντατζ αναλογικούς με τα πλακίδια που στριφογυρνούσαν με έναν χαρακτηριστικό ήχο και που υπήρχαν ασφαλώς και στο δικό μας παλιό αεροδρόμιο στο Χασάνι (μετέπειτα Ελληνικό, ‘ένα το έχουμε’ που έλεγε και ο Χατζηχρήστος στην ‘Σωφερίνα’, ‘και οφείλουμε να το γνωρίζουμε’), να συλλαβίζω ονόματα που τα γνώριζα μόνο από τον σχολικό άτλαντα και να φαντάζομαι ταξίδια σε όλες αυτές τις γνωστές-άγνωστες μακρινές πόλεις. Μαζί συναρμόζονται εικόνες από την ευρύτερη ποπ κουλτούρα και κυρίως την κινηματογραφική, από ένα σωρό ταινίες του «παλιού καλού» ελληνικού κινηματογραφικού, από τον Κωνσταντάρα να υποδέχεται μία από τις πολλές του κόρες από τα εξωτερικά, συναντήσεις και ύποπτα ραντεβού, «Ένα γελαστό απόγευμα», αποχαιρετισμοί, κορίτσια που χάνονται στον ήλιο, στο αεροπλάνο ο Πρέκας ως πιλότος να κάνει κονσομασιόν με τις γοητευτικές επιβάτιδες, βίντατζ εικόνες από τα χρόνια της αθωότητας (;) που τελείωσαν απότομα ένα πρωινό του Σεπτέμβρη του 2001.
Αναλογίζομαι πόθεν άραγε και γιατί να δημιουργήθηκε στον άνθρωπο τούτος ο πόθος για το ταξίδι, για την (δια)φυγή προς το άγνωστο, για την διάσχιση της θολής γραμμής των οριζόντων. Είναι άραγε κάτι έμφυτο, γραμμένο στο σκοτεινό τμήμα των ενστίκτων του DNA; Ακόμη κι αν πρόκειται για μια διαδικασία τόσο ‘αφύσικη’ (έως και υπερφυσική κάποτε) για το ανθρώπινο σώμα; Ο Ερνστ Μπλοχ έγραψε για την πείνα, για το κίνητρο που «μας οδηγεί σε νέους προορισμούς, που λιμπίζεται πάντοτε κάτι διαφορετικό, μια άλλη γεύση» στη βάση μιας νοσταλγίας για την εποχή που ο homo sapiens υπήρξε ένα νομαδικό ζωικό είδος. Πάντως αξίζει να παρατηρήσουμε ότι για πολλούς αιώνες, το ταξιδεύειν υπήρξε ένα προνόμιο κυρίως μιας ολιγάριθμης ανώτερης κάστας, είτε μιλάμε για τους περιηγητές και προσκυνητές του 18ου και 19ου αιώνα, είτε για το πλούσιο τζετ-σετ των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, πριν από τον «εκδημοκρατισμό» (sic) που επέφερε η ραγδαία ανάπτυξη των μέσων μαζικής μεταφοράς. Στο μοσχοπουλημένο (και λίαν προκλητικό ιδεολογικά) βιβλίο του "Sapiens, Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου", ο Yuval Harari αρνείται τη φυσικότητα της ανάγκης για διακοπές και ταξίδια ανάγοντας την στους μύθους του ρομαντικού καπιταλιστικού καταναλωτισμού, με σπαρταριστές προτάσεις όπως: "η ελίτ της αρχαίας Αιγύπτου δαπανούσε την περιουσία της για να χτίζει πυραμίδες και να ταριχεύει τους νεκρούς της, αλλά κανείς τους δεν είχε διανοηθεί να πάει για ψώνια στη Βαβυλώνα ή για σκι στη Φοινίκη. (...) Ένας πλούσιος άντρας στην αρχαία Αίγυπτο δεν θα είχε διανοηθεί ποτέ να ξεπεράσει μια κρίση στη σχέση του πηγαίνοντας τη γυναίκα του διακοπές στη Βαβυλώνα. Αντίθετα, μπορεί να της είχε χτίσει τον πολυτελή τάφο που πάντα ήθελε".
Όπως και να ‘χει ωστόσο, και ανεξαρτήτως απαντήσεων και αιτιών, το ταξίδι στη σύγχρονη εποχή (ή την νεωτερικότητα, αν το θέλουμε πιο λόγιο) έχει καταστεί κάτι σαν βασική ανθρώπινη ανάγκη, σχεδόν δικαίωμα, ενταγμένο κι ενσωματωμένο στην καθημερινότητα, είτε ως δουλειά είτε ως αναψυχή. Τουλάχιστον (και πάλι!) για το εύπορο καλοζωισμένο κομμάτι του κόσμου τούτου. Κάθε φορά που ταξιδεύω αεροπορικώς, όταν κοιτάζω από ψηλά, απ’ όπου «μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, το μεγαλύτερο ανάκτορο, μοιάζει μ' ένα μικρούλι τόπι» όπως είχε τραγουδήσει δια χειρός Σώτιας Τσώτου ο Κώστας Χατζής, κι απ’ όπου τα σύνορα, οι ουλές που έχουν χαράξει πάνω στους χάρτες οι άνθρωποι εξαφανίζονται, δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι ενώ εμείς πετάμε ανέμελοι στα 35.000 πόδια πάνω από σύνορα, θάλασσες, βουνά και εθνικά υπερήφανους φράχτες, εκεί κάτω άλλοι άνθρωποι προσπαθούν να τους διασχίσουν με αδιανόητο προσωπικό κόστος, με αίμα, με θυσία και πόνο. Μια ολόκληρη Γη σε κίνηση, πρόσφυγες, μετανάστες, ταξιδιώτες και τουρίστες, όλοι μαζί αντάμα αλλά και τόσο χώρια. Και υπό αυτές τις συνθήκες το ζήτημα ‘τι να βάλεις στην βαλίτσα’ που ταλανίζει τον σύγχρονο ταξιδιώτη-τουρίστα αποκτά μια αμετροεπή, σχεδόν κωμική διάσταση. Τι βάζεις στην βαλίτσα, όχι, στο μικρό σακίδιο χειρός, όταν πρέπει να εγκαταλείψεις το σπίτι και τον τόπο σου για πάντα; «Κάθε ταξίδι είναι ένα μικρό ξερίζωμα» γράφει κάπου ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, ωστόσο αφήνει αιωρούμενο το νήμα του προβληματισμού, χάνει την ασίστ να ανοίξει το θέμα σε μια δοκιμιακή ευρύτητα και μένει σε μια μάλλον ελαφριά κι επιφανειακή προσέγγιση. Είναι (φευ) αυτό ένα μοτίβο που θα εμφανιστεί κάμποσες φορές ακόμη στο βιβλίο.
Κατά σύμπτωση (όχι και τόσο δηλαδή) βρίσκομαι να το διαβάζω στο νέο (και λίαν σκανδαλώδες) αεροδρόμιο του Βερολίνου (που φέρει πλέον το όνομα Willy Brandt), μια νοσταλγία για το παλιό Τέγκελ και την λειτουργική του απεριττότητα με πιάνει, νομίζω μπορώ να συμμεριστώ το μίσος του συγγραφέα για τα αεροδρόμια, ειδικά αυτά της νεωτερικότητας, αυτά που έχουν μετατραπεί σε χαρακτηριστικούς τόπους μιας παγκοσμιοποιημένης δυστοπίας (ή ου-τοπίας;), ομογενοποιημένα mall πνιγμένα σε κάθε λογής και τιμής αρώματα, σουβενίρ και εμπορεύματα ‘πολυτελείας’ για παροξυσμική κατανάλωση μέχρι τελευταίου λεπτού. Να πως το πιάνει και το ανατέμνει με λέξεις-ξυράφια το θέμα ένας άλλος …συνάδελφος συγγραφέας: «είχα το προαίσθημα ότι, όλο και πιο πολύ, ο κόσμος θα έμοιαζε με αεροδρόμιο. (…) Τα μαγαζιά του αεροδρομίου εξακολουθούν να αποτελούν κομμάτι της εθνικής ζωής, αλλά μιας εθνικής ζωής ελεγχόμενης, εξασθενημένης, ολοκληρωτικά προσαρμοσμένης στα δεδομένα της παγκόσμιας κατανάλωσης. Για τον ταξιδιώτη που βρίσκεται στο τέλος της περιήγησης του ήταν ένας ενδιάμεσος χώρος, λιγότερο ενδιαφέρων μα και ταυτόχρονα λιγότερο τρομακτικός από την υπόλοιπη χώρα». Ο Μισέλ Ουελμπέκ στην ‘Πλατφόρμα’.
«Η πλήξη της αναμονής είναι προνόμιο αυτών που θέλουν να την βιώσουν» σημειώνει σε μια ωραία του φράση ο συγγραφέας, προνόμιο, θα επέκτεινα την σκέψη, αν αντιμετωπίζει κανείς την πλήξη ως δημιουργικό κίνητρο, ως χρόνο σκέψης και παρατήρησης, όχι με τον τρόμο του κενού, του χρόνου χωρίς κάποιο ερέθισμα ή μια ματιά στο κινητό και στα κοινωνικά μύδια. Μου έρχεται στον νου η γνωστή, σχεδόν μυθιστορηματική σκηνή, όπου ο Brian Eno περιμένει την πτήση του στο αεροδρόμιο της Κολωνίας/Βόννης (το αεροδρόμιο εκείνο το είχε σχεδιάσει ο πατέρας του Florian Schneider των Κraftwerk), σε αυτή την limbo κατάσταση μεταξύ ανίας και προσδοκίας που έχει κάθε ταξιδιώτης, και του έρχεται η έμπνευση για ένα μουσικό έργο το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει το ηχητικό ανάλογο αυτών των χρηστικών κατασκευασμάτων της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Εγεννήθη το «Music for airports» και μαζί ένα ολόκληρο μουσικό είδος.
Κρατώ το βιβλίο με μια διακριτικότητα, δεν είμαι από αυτές που τους αρέσει η επίδειξη στον δημόσιο χώρο (ο συγγραφέας ωστόσο μάλλον είναι, «ανοίγω, ελαφρώς επιδεικτικά για παράδειγμα το Being and time του Χάιντεγκερ ή το Phenomenology of Spirit του Χέγκελ», τουλάχιστον εδώ κρατά μια αυτοκριτική στάση χαρακτηρίζοντας την χειρονομία ‘ποζερίστικη’), κρατώ και στυλό (μόνο στυλό!), «και υπογραμμίζω προτάσεις και παραγράφους, καθώς απολαμβάνω τα βιβλία κάπως σαν ποιητικά αναπτύγματα, αναγνωρίζοντας πως δεν μπορώ να ακολουθήσω απόλυτα τη συλλογιστική του συγγραφέα». Ταυτίζομαι δε με όσα έγραφε ο Στάινερ στην συνέντευξη-συνομιλία του με την Λωρ Αντλέρ στο «Ένα μακρύ Σάββατο»: «πρέπει να κρατάς σημειώσεις, πρέπει να υπογραμμίζεις, πρέπει να παλεύεις με το κείμενο γράφοντας στα περιθώρια της σελίδας». Όπου μάλιστα ορίζει τον Εβραίο ως εκείνον που διαβάζει κρατώντας πάντα μολύβι στο χέρι, επειδή είναι πεπεισμένος ότι ο ίδιος θα μπορέσει να γράψει ένα βιβλίο καλύτερο από αυτό που διαβάζει, Πνευματική αλαζονεία ή άμιλλα; Όπως και να ‘ναι, εδώ έπιασα τον εαυτό μου να σημειώνει διαρκώς σχόλια, πολλά ερωτηματικά και θαυμαστικά, σημάδια τσαντίλας ή και απορίας, «μα είναι δυνατόν;» (μήπως έχω μια.. εβραϊκή ρίζα άραγε;).
Το βιβλίο του (και αστροφυσικού) Βασίλειου Δρόλια λοιπόν, με κεντρική ιδέα το αεροπορικό ταξίδι τεμαχισμένο σε κεφάλαια που τιτλοδοτούνται από κάθε συνιστώσα ενός ταξιδιού, από το «Check in» μέχρι την «Προσγείωση», είναι από εκείνα που θα μπορούσαν να αποκληθούν «χαμένες ευκαιρίες». Ο τρόπος γαρ που πραγματεύεται τα θέματα του με άφησε πολλές μετέωρο και ανικανοποίητο, με μια προσέγγιση μάλλον επιφανειακή, εκφρασμένη κιόλας με μια γλώσσα η οποία δεν μοιάζει να ανταποκρίνεται στην πρόταση «λέξη μαρτυρικά βγαλμένη», αντιθέτως μοιάζει μάλλον αβασάνιστη, πολλές κοινοτοπίες, βαριά επηρεασμένη από αυτή των κοινωνικών μυδιών, έχει ακόμη και τις εκφράσεις του συρμού τους (μα… ‘pun intended’;) και πολλούς ισοπεδωτικούς αφορισμούς που σαν να αποζητούν το like, «το πέστα τα Χρυσόστομε» και το ‘έλεος’ (όπως π.χ. όταν ξεπετάει την γραφή του Καντ και του Αριστοτέλη ως ‘βαρετή’). Επιπλέον ο χαρακτήρας που αποτυπώνει ο συγγραφέας στο βιβλίο καθίσταται γρήγορα λίαν αντιπαθής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο κεφάλαιο που τιτλοδοτείται «Fear of flying», σκέφτεσαι ότι τούτος ο τύπος είναι ακριβώς εκείνος που ελπίζεις, εύχεσαι, κάνεις τάματα στον θεό που δεν πιστεύεις να μην βρεθεί στο διπλανό κάθισμα, από εκείνους που επιζητούν να ανοίξουν κουβέντα, παρόλο που «κανείς δεν θα εκτιμήσει την ειλικρίνεια και την ευθύτητα μου» (οπαδός μάλλον της ‘Νέας Ειλικρίνειας’ - ναι κάπου διάβασα και αυτό τον νεόκοπο όρο, όπου η έλλειψη τακτ και η αγένεια βαφτίζονται ειλικρίνεια και «είμαι ο εαυτός μου» αλαζονία). Ξέρει μάλιστα να διαλέγει και τις κατάλληλες στιγμές, στα όρια του καθ’ ομολογίαν σαδισμού (‘οι αναταράξεις είναι το καλύτερο σημείο να μιλήσω στον συνεπιβάτη μου για τα δυστυχήματα και για τον τρόμο της πτήσης, γιατί ξέρω πως είναι η στιγμή που είναι περισσότερο ευάλωτος’).
Κι είναι νομίζω αυτός ο ξεχειλίζων εγωτισμός που με ξένισε πολλές φορές κατά την ανάγνωση, ο οποίος αναδύεται σε κάθε σχεδόν πρόταση του βιβλίου, ο συγγραφέας λατρεύει τον εαυτό του, περνάει καλά μαζί του στα παρασκήνια κι αυτό… βγαίνει και προς τον κόσμο, διαρκώς τονίζει το πόσο διαφορετικός είναι από τους Άλλους («ακριβώς όπως και με τη μουσική, οι επιλογές μου έχουν τις ιδιαιτερότητες τους»). Η διάθεση αυτή κορυφώνεται στο κεφάλαιο «Οικονομική ή Business», το οποίο ξεκινάει με την διαβόητη ατάκα του Σαρτρ «η Κόλαση είναι οι Άλλοι». Είναι; Πόσο διαφορετικά πιάνει το ίδιο ζήτημα, την ανθρωποφοβία και την υπεροπτικότητα δηλαδή των ανθρώπινων όντων, ειδικά όταν αυτά αναγκάζονται να βρεθούν σε στενό συγχρωτισμό μεταξύ τους, ο Κλαούντιο Μάγκρις στον περίφημο «Δούναβη» του: «Στο πλοίο στον Δούναβη, ο πρακτικογράφος θρηνεί την αξεστοσύνη των επιβατών, των σερβιτόρων, των καμαρότων, των πλανόδιων, των βαρκάρηδων. Έχει την χυδαιότητα εκείνων των τουριστών που αναζητούν τόπους αμόλυντους και νομίζουν πως μόνο οι άλλοι τους μολύνουν (...) Ο Κύζελακ είναι ένας από εκείνους του περιφρονητές της μάζας –πάμπολλοι τέτοιοι υπάρχουν και σήμερα- που στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο στο κατάμεστο λεωφορείο θεωρούν τους εαυτούς τους κατοίκους μετάρσιων μοναχικών κορυφών ή ραφινάτων σαλονιών και περιφρονούν ο καθένας τον διπλανό του». Διαβάσουμε σε αντιδιαστολή στο «Ταξίδια με λάθος ανθρώπους»: «πλησιάζαμε στο τέλος της πτήσης και έψαχνα την κατάλληλη ευκαιρία, ανάμεσα στις παύσεις της φρικαλέας Ελληνίδας, για να της μιλήσω έστω και για ένα ελάχιστο διάστημα» –αναφέρεται σε μια «αέρινη κοπέλα» που καθόταν δίπλα του- «όταν η αποκρουστική Ελληνίδα γύρισε προς την νεαρή επιβάτιδα και τη ρώτησε την ώρα». Δεν μαθαίνουμε ωστόσο ποτέ γιατί η καημένη η ‘Ελληνίδα’ άξιζε τέτοια κοσμητικά επίθετα -πλην ίσως της χαλάστρας που κάνει στην επαφή με την αέρινη κοπέλα.
Αφήνοντας ωστόσο στην άκρη αυτές τις υφολογικές/ψυχολογικές (που είναι όμως και αισθητικές) ενστάσεις, δεν ξέρω επίσης αν μπορώ να συμμεριστώ και την σχεδόν θεολογική πίστη του συγγραφέα στην επιστήμη και στην τεχνολογία, όπου τα όποια προβλήματα η ίδια η τεχνολογία η οποία τα δημιουργεί θα είναι εκείνη που θα τα λύσει (πως το λέει ο λαός; «να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι»), αν και η ιστορία έχει πολλάκις καταδείξει ότι, όπως λέγανε και οι Terror X Crew, «έχω ένα πρόβλημα για κάθε σου λύση»). Στο σημείο αυτό θυμήθηκα το διαλεκτικό πνεύμα του Γάλλου φιλόσοφου Πολ Βιριλιό ο οποίος έγραφε πως «όταν εφηύραμε το πλοίο, εφηύραμε και το ναυάγιο», στο ίδιο πνεύμα είχε απαντήσει κι όταν τον είχαν ρωτήσει για την χρησιμότητα ενός αεροπλάνου με χίλιες θέσεις επιβατών, και είχε απαντήσει ‘να είστε προετοιμασμένοι για ένα δυστύχημα με χίλιους νεκρούς’. Και ο Δρόλιας κάπου διαισθάνεται ότι είμαστε όλες μας εντέλει έρμαια της στατιστικής, ακόμη κι αν αυτή είναι «1 στα δέκα εκατομμύρια», αυτό το 1 είναι λίαν πραγματικό και διόλου απίθανο όταν πλέον συμβεί, θα είναι μια απαρηγόρητη βεβαιότητα. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στην αεροπλοΐα η τεχνολογική εξέλιξη και η ανάπτυξη δεν είναι διόλου γραμμική και άνευ… αναταράξεων (ας μνημονεύσουμε την πρόσφατη περίπτωση των 737-MAX της Boeing και των δύο τραγικών δυστυχημάτων που προκάλεσε η τσαπατσουλιά και η υπερβολική εμπιστοσύνη στα «κομπιούτερ»), μη στοχεύοντας πλέον στο σώνει και καλά πιο γρήγορο (τα όνειρα για υπερηχητικές ταχύτητες τελείωσαν με το τελευταίο Κονκόρντ) ούτε και το πιο μεγάλο (πρόσφατα ανακοινώθηκε από την Airbus η οριστική διακοπή της παραγωγής του γιγαντιαίου Α380), το βέλος της τεχνολογίας (και κυρίως του εταιρικού κέρδους) δείχνει προς μικρότερα κι ελαφρύτερα, πιο οικονομικά αεροσκάφη, με εστίαση στις μικρότερες διαδρομές για τα ολιγοήμερα city hopping των Airbnb ταξιαρχιών. Οι οποίες τουλάχιστον βασανίζονται από τύψεις και ενοχές, «σε κάθε πτήση υπολογίζω το αποτύπωμά μου αλλά και όλα τα αποτυπώματα που έχω αφήσει στον πλανήτη» γράφει ο Δρόλιας στο κεφάλαιο «Η ενοχή», ένα από τα καλύτερα στο βιβλίο, όπου κι εδώ θα μπορούσαμε να πιάσουμε τη σκυτάλη και να αναλογιστούμε το πόσο βαθιά έχει χωθεί το κεντρί του προπατορικού αμαρτήματος, πόσο μεταλλάσσεται διαρκώς κι εκτός πλέον των θρησκευτικών συμφραζόμενων, αγγίζοντας στην ακραία του εκδοχή και την ίδια την ύπαρξη, ολόκληρη η ζωή γίνεται μια ενοχή, ένα αυτομαστίγωμα. Αν το καλοσκεφτούμε ο άνθρωπος, εκ φύσεως, με κάθε του ανάσα, είναι μια μηχανή καύσης που παράγει διαρκώς διοξείδιο του άνθρακα. Μήπως κι εδώ το πρόβλημα να είναι το CO2 των… άλλων; Ή ένα ελαφρώς (ή βαρέος) υποκριτικά ηθικολογικό φαίνεσθαι για το κράτημα των προσχημάτων;
Κλείνοντας τούτο το σχετικό-άσχετο κειμενάκι, σκέφτομαι ότι τελικά μπορεί και να μην ήταν ένα ταξίδι με λάθος… βιβλίο, ένα βιβλίο το οποίο σε βάζει σε σκέψεις, ακόμη κι αντιθετικές και συγκρουσιακές με το περιεχόμενό του είναι κατά βάση καλό με τον τρόπο του. Και οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι από μία σκοπιά μια δόση εγωκεντρισμού (είχα γράψει αρχικά, από lapsus του πληκτρολογίου ‘γεωκεντρισμού’, σκέφτηκα χαμογελώντας ότι η αφετηρία των δύο όρων ίδια είναι) είναι έως και απαραίτητη για να γίνεις συγγραφέας, να δημοσιοποιείς κείμενα και δημιουργήματα γενικότερα (πως το έλεγε ο Ραφαηλίδης; Ο δημιουργός πρέπει να θεωρεί τον κόσμο ατελή και τον εαυτό του σε μια θέση ανώτερη). Από την άλλη όμως είναι και βασικό προαπαιτούμενο να μπορείς να εξέλθεις από τον εαυτό σου, να προσπαθήσεις να μπεις στη θέση του άλλου, στα παπούτσια του που λένε και οι Αγγλοσάξονες, με την ενσυναίσθηση που τόσο την επικαλούμαστε αλλά τόσο λίγο την ασκούμε. Και να συνειδητοποιήσουμε ότι οι παρούσες ποτέ δεν εξαιρούνται, ότι κι εμείς είμαστε δυνητικά και πρακτικά η Κόλαση κάποιων ‘Άλλων’, τα ‘γίδια’, τα ‘βδελύγματα’, η ‘πλέμπα’, η ‘μάζα’. Με τα δίκια του ο καθένας και η καθεμιά...