Μια φυσιολογική ζωή
Πώς το λέγανε οι PiL για τα ερωτικά τραγούδια; "Αυτό δεν είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα"... Του Αντώνη Ξαγά
«Μπάτσοι ντου, μπάτσοι παντούυυ», πάμε μαζί σε ρυθμό Daddy cool, του αλήστου μνήμης ντίσκο άσματος των Boney M, εδώ σε ευρηματική διασκευή από τους Αέρα Πατέρα. «Σ’ ονειρεύομαι γλυκιά μπατσίνα/να κάνουμε πικ-νικ μες στην κουζίνα», συνεχίζει το τραγούδι, και όχι δεν το θυμήθηκα λόγω κάποιων ανάλογων υπερβατικών φαντασιώσεων, ούτε και μόνο λόγω της επικαιρότητας και της επαναφοράς σε κρατική αρχή του δόγματος του γκλομπ και του «νόμου και τάξις» (sic). Καλοκαίρι είναι ακόμη, από φθινόπωρο τα σπουδαία στους δρόμους, προς το παρόν «μπάτσους παντούυυ» συναντάμε κυρίως στα …βιβλιοπωλεία, όπου η παρουσία εκπροσώπων της ευαγούς αυτής κοινωνικής τάξης όλο και πυκνώνει. Σε χάρτινη εκδοχή τουλάχιστον. Όπου συναντάμε κάθε είδους φυντάνι, από μπάτσους κατεστραμμένους και αλκοολικούς, ψυχικά και υπαρξιακά διαταραγμένους έως και φιλήσυχους και οικογενειάρχες ή μαμούχαλους, στυγνούς επαγγελματίες αλλά και ερασιτέχνες. «Γράψε κι εσύ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μπορείς» μοιάζει να είναι ένα σύνθημα που κυκλοφορεί στην βιβλιοπαραγωγή (μαζί ίσως με το «γράψε κι εσύ ένα παιδικό, μπορείς»), και ουχί μόνο την εγχώρια, το φαινόμενο έχει κατακλύσει ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, γεμάτοι οι πάγκοι με χάρτινες στοίβες, ειδικά τώρα που έρχεται καλοκαίρι και ο κόσμος εχμμ διαβάζει, αυτό άλλωστε θέλει η πελατεία, και όπως λέει ο χρυσούς κανόνας του καπιταλιστικού μας συστήματος, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Ανέκαθεν λαϊκή (με καλή και κακή έννοια) η αστυνομική λογοτεχνία, κάποτε καταφρονεμένη ως «παραλογοτεχνία», το εκκρεμές σήμερα έχει φτάσει στο άλλο άκρο, με λόγια σοβατίσματα για το «απόλυτο κοινωνικό μυθιστόρημα των καιρών μας». Δεν είναι όμως εδώ ο χώρος (ούτε και στόχος) για την ανάλυση του φαινομένου, το οποίο έχει και πολλά πλοκάμια, κρατώ όμως μια ατάκα του σπουδαιότερου (εξ ελαχίστων) Έλληνα βιβλιοκριτικού Δημοσθένη Κούρτοβικ που έχει χαρακτηρίσει το αστυνομικό ως «συντηρητικό». Δεν ξέρω αν αυτή η ραγδαία ανάπτυξη είναι ίσως και μια αντανάκλαση μιας γενικότερης συντηρητικοποίησης των κοινωνιών, με τα αιτήματα της τάξης και ασφάλειας να έχουν πάρει το πάνω χέρι. Συντηρητικό είναι πάντως το αστυνομικό όχι μόνο στους κώδικες που ακολουθεί και στα πολλά στερεότυπα αλλά και στα …στερεότυπα σπασίματα των στερεότυπων τα οποία έχουν γίνει εξίσου στερεότυπα (δεν ξέρω αν με εννοείτε), συντηρητικό είναι εκ φύσεως καθώς ικανοποιεί και μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη του «ορθολογικού» ανθρώπου για τάξη, για μια εξήγηση μηχανιστική που όλα θα τα βάζει στη θέση τους, σε ένα πλάνο, ένα «αφήγημα» (για να χρησιμοποιήσω μια ακόμη λέξη του συρμού) στο οποίο όλα τα κομμάτια του παζλ θα έχουν την θέση τους. Όλα εν τάξει. Κανονικά. Όπως ακριβώς …δεν γίνεται στην ζωή.
Στην οποία ζωή τα όρια μεταξύ καλού και κακού σπανίως είναι απολύτως σαφή ή/και ευδιάκριτα, όπου ακόμη κι αν είναι γνωστή η πλοκή και το τέλος, σπανίως εξηγούνται τα πάντα, όπου το χάος και οι αντιφάσεις έχουν τον κύριο λόγο. Και τούτο το βιβλίο λοιπόν προφανώς και … δεν είναι …αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο δε συγγραφέας υποθέτω σας είναι λίαν γνωστός, ουχί βέβαια για την λογοτεχνική του δραστηριότητα, έχει χτίσει τον δικό του θρύλο πέρα από το σινάφι των «εκτός νόμου», με θεαματικές ενέργειες, απαγωγές και φυσικά τις δύο (2!) αποδράσεις του με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού που ρεζίλεψαν τις αρχές, έκτοτε, από το 2009, είναι άφαντος. Και τώρα ξαναπροκαλεί αίσθηση με την δημοσίευση του βιβλίου αυτού που κυκλοφορεί από τις τολμηρές «Εκδόσεις των Συναδέλφων» (άραγε τίποτις Πουαρό της ΓΑΔΑ να έχουν ήδη ξαμοληθεί να ανακαλύψουν ίχνη;)
Για να είμαι εξαρχής σαφής: το βιβλίο δύσκολα το αφήνεις από τα χέρια σου, είναι καθηλωτικό και συναρπαστικό, οι 600(!) του σελίδες ρέουν σα νεράκι. Και δεν είναι μόνο η ίντριγκα της πραγματικής ιστορίας που σε κρατά, η αδρεναλίνη του κυνηγητού, αυτή που όλοι μας έχουμε από τότε που παιδάκια παίζαμε «κλέφτες και αστυνόμους» (και που κανένα παιδάκι δεν ήθελε να είναι ο αστυνόμος - μέχρι να μεγαλώσει και να αλλάξει ο επαγγελματικός προσανατολισμός και αναλάβει η Πατρίς, η Θρησκεία και κυρίως η Οικογένεια), τόσο που συμπάσχεις κι εσύ, νιώθεις κι εσύ φυγάς και κυνηγημένος, «μπάτσοι παντούυυ», το κομμάτι μου ήρθε πολλές φορές στο νου διαβάζοντας τις σελίδες του, μπάτσοι παντού ακόμη κι εκεί που …δεν υπάρχουν, αλλά ο φόβος φυλάει τα έρημα, και όσο να ναι ένα σύνδρομο καταδίωξης το αναπτύσσεις όταν πράγματι καταδιώκεσαι (σπαρταριστό το επεισόδιο όπου περιγράφει μία φανταστική καταδίωξη …pacman στον νυχτερινό θεσσαλικό κάμπο). Πέρα από αυτά, είναι και η γραφή. Απλή μεν και στρωτή, σε μια λαϊκή καθομιλούμενη και ανεπιτήδευτη (σε αντίθεση με πολλές λογοτεχνικές επιτηδεύσεις που έχω διαβάσει κατά καιρούς) και με μια γνησιότητα –για να μην πέσουμε σε μακρυγιάννικο λιβάνισμα του αμόρφωτου– καταφέρνει να συναρμόζει συγχρόνως ρεαλισμό, νατουραλισμό αλλά και ρομαντισμό (προσπερνώ πιθανές υποψίες για ghost writer –ή negro που λένε οι Γάλλοι–, όποιος έχει ποτέ επιμεληθεί κείμενο έστω και 100 λέξεων, γνωρίζει ότι η καλή πρώτη ύλη είναι προϋπόθεση sine qua non για ένα καλό αποτέλεσμα). Το ύφος και το συναίσθημα μου έφερε πολλές φορές στον νου το αίσθημα που είχα όταν διάβαζα την «Κάθοδο των εννιά» του Θανάση Βαλτινού (μας λείπει εδώ μόνο ένας τολμηρός Σιωπαχάς).
Για παράδειγμα, οι περιγραφές τοπίων, από τα πιο δύσκολα αντικείμενα στην λογοτεχνία (τόσο ώστε πολλοί πλέον τις αποφεύγουν). Στο βιβλίο η φύση φορτίζει τους πρωταγωνιστές, τα πρόσωπα, είναι συμπρωταγωνίστρια, πανταχού παρούσα, άλλοτε σύμμαχος άλλοτε εχθρός, η γλώσσα φτάνει και σε απροσδόκητες ποιητικές διαστάσεις: «Πατώντας πάνω σε κόκκινη και μαύρη πέτρα στρατοκοπούσαμε αδιάκοπα ακολουθώντας το μονοπάτι που το αγκάλιαζαν φιλίκι, φουντωτοί κέδροι και μέσα στις ρεματιές πυκνό πυξάρι». […] «Ήταν Φλεβάρης. Ένα παχύ στρώμα χιονιού σαβάνωσε τη μακεδονική γη». Ή μετά την πρώτη του απόδραση από την Χαλκίδα: «Κοιτάζοντας αχόρταγα γύρω μου και πέρα μακριά στον φεγγαρόφωτο ορίζοντα, αντιλήφθηκα πως η ελευθερία για έναν δραπέτη δεν ήταν μια αφηρημένη έννοια πρόσφορη για φιλοσοφική αναζήτηση, αλλά μια χειροπιαστή απόδειξη πως τα όρια της πρέπει να τα θέτει μόνο εκείνος που την αναζητά επίμονα, έμπρακτα και με πάθος.»
Και όταν γράφει «έμεινα ολομόναχος να αφουγκράζομαι για πολλή ώρα τους ήχους της φυλακής. Μεταλλικούς, απόκοσμους, ανατριχιαστικούς, γεμάτους φοβέρα, ασύμβατους με την ανθρώπινη ζωή» σχεδόν την νιώθεις κάθε λέξη. Και κάπως έτσι εν τέλει καταφέρνει αυτό που μόνο ίσως η λογοτεχνία μπορεί (γιατί ναι, με λογοτεχνία έχουμε να κάνουμε). Να σε βάλει στα ρούχα και στα παπούτσια του άλλου (δεν λέω ενσυναίσθηση, για κάποιο λόγο ενστικτωδώς με απωθεί ο όρος), στον τρόπο που σκέφτεται, στην δική του «αλήθεια». Ατόφια, έστω και με εισαγωγικά.
Δεν θα πιάσουμε εδώ το ζήτημα περί αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας και συνύφανσης αλήθειας και μυθοπλασίας, αυτό κι αν έχει πολλά πλοκάμια, κάθε ντοκουμέντο είναι άλλωστε και μια κατασκευή ή μια «υπερπραγματικότητα» (για να θυμηθούμε τον Έκο). «Εγώ το μόνο που μπορώ να καταθέσω είναι την προσωπική μου πείρα, που χρόνια σμιλεύει δεξιότεχνα κι άπληστα πάνω στο πεπρωμένο μου η μαστόρισσα ζωή» λέει κι ο ίδιος στην αρχή. Και αλλού συμπληρώνει θυμόσοφα και εύστοχα: «Οι ερωτήσεις ανοίγουν πόρτες, οι απαντήσεις τις κλείνουν. Είχα μια έμφυτη καχυποψία στις κλειστές πόρτες» Δίνοντας απαντήσεις παύεις να παράγεις ερωτήσεις. Είσαι εξαναγκασμένος να γίνεις ο περιφρουρητής τους».
Και υπό αυτό το πρίσμα αξίζει να διαβαστεί η ζωή του διαβόητου «κακοποιού» από εμάς τους «καλοποιούς». Ο οποίος την καριέρα του, αξίζει να σημειώσουμε κυρίως με ληστείες τραπεζών την έχτισε, «ληστέψανε την τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα», θα παρέθετα και Μπρεχτ «τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση της;» αλλά τότε θα μπαίναμε σε αιρετικές σκέψεις για την σχέση δικαιοσύνης και αισθήματος δικαίου και για την ευνοϊκή μεροληψία απέναντι στα white collar εγκλήματα (εδώ κοτζάμ ολάκερες χώρες χρεοκόπησαν ατιμωρητί…) Έχει πάντως και την χαριτωμενιά του το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν μένει απρόσβλητος από τον πολύ εξαπλωμένο στην εποχή μας ιό της νοσταλγίας, οι ληστείες δεν γίνονται πια όπως παλιά: «Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η μετέπειτα συμφόρηση-παρακμή στις ένοπλες ληστείες τραπεζών. Τα τραπεζικά υποκαταστήματα ήταν πολύ λιγότερα απ’ τα σημερινά, με μειωμένα μέτρα ασφαλείας και φυσικά πολύ περισσότερο χρήμα στα ταμεία τους. Ακόμη και στο λεκανοπέδιο της Αττικής μια ένοπλη ληστεία αντιμετωπιζόταν απ’ τα μέσα μαζικής επικοινωνίας σαν σπουδαίο γεγονός». Για να συμπληρώσει σαρκαστικά: «σε βάθος χρόνου στην ίδια ακριβώς τράπεζα κατέληξαν, στην Εθνική Καλαμπάκας».
Ο ίδιος από την μεριά του είναι σαφές ότι θέλει να βλέπει τον εαυτό του στην γενεαλογική κληρονομιά και παράδοση των αρματολών και των κλεφτών, του Κατσαντώνη, των μετέπειτα λήσταρχων, του Νταβέλη, του Γιαγκούλα και του Τζατζά, διαχρονικών μύθων του λαϊκού θυμικού που «πάντα απ’ τα σπλάχνα του λαού ήταν», εκείνων «που αρνούνταν να αποδεχτούν την μιζέρια ως πρόταση ζωής και να ανεχθούν την μπότα της εξουσίας να τους πατά τον σβέρκο». Φτάνοντας μέχρι μια πιο σύγχρονη αναρχικών ριζών κοσμοθεώρηση. Και αν, κρίνοντας το βιβλίο από μια εστέτ άποψη, σαν αποκλειστικά ένα «έργο τέχνης», μια επαγγελματική επιμέλεια κάπως θα είχε συντομέψει την διαρκώς επαναλαμβανόμενη σε ατελείωτες σελίδες ιδεολογικο-πολιτική του άποψη (όπως θα συντόμευε και λίγο ένα μάλλον βαρετό κομμάτι όπου περιγράφει ένα ταξίδι του με ποδήλατο από την Γερμανία μέχρι την …Ινδία και την Κίνα), ωστόσο είναι σαφές ότι είναι αυτό ακριβώς που τον καίει και θέλει να μεταδώσει μέσα από αυτές τις γραμμές και που προφανώς νοηματοδοτεί εν τέλει μια ολάκερη (φυσιολογική με τον τρόπο της) ζωή. Το διαχρονικό αναρχικό (ή μήπως πανανθρώπινο;) σύνθημα «το πάθος για την λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά» δονεί υπόρρητα ολάκερο το βιβλίο.
Δεν είναι λοιπόν δύσκολο διαβάζοντας από σελίδα σε σελίδα να μπλεχτείς στον ιστό του εξωραϊσμού και μιας αγιογραφικής ρομαντικοποίησης. Δεν μπορείς ωστόσο να αγνοήσεις και τους εμφανείς υποκειμενισμούς, τις πολλές (ίσως και εύλογες βέβαια) αποσιωπήσεις και φυσικά τις αντιφάσεις (πόσο «αντιεξουσιαστική» είναι η εξουσία ενός όπλου; Δεν έχει μια δόση σουρεαλισμού ένας παράνομος να κατηγορεί π.χ. τους διωκτικούς μηχανισμούς για παράνομες ενέργειες;). Όπως και τις κόντρες και τις αντιζηλίες και τα μίση μέσα στον μικρόκοσμο των παρανόμων και των καταδίκων, έναν κόσμο άγνωστο σε μας (και ευτυχώς), που έχει όμως την δική του σκληρή Ηθική (είναι εμφανές ότι ένα κίνητρο του βιβλίου ήταν και μια απάντηση στα αντίστοιχα –τα οποία επίσης έδρεψαν λογοτεχνικές δάφνες– απομνημονεύματα του παλιού του συνεργάτη Κώστα Σαμαρά). Λείπει όμως παντελώς ένα κάποιο σπυρί αυτοκριτικής, μια απόπειρα ακόμη κι εξήγησης του γιατί ήρθαν έτσι τα πράγματα, γιατί τράβηξε αυτό τον δρόμο, μια προσπάθεια κατανόησης, μια αμφιβολία έστω.
Με όσα ματογυάλια επιφυλάξεων και αμφισβήτησης πάντως και να διαβαστεί το βιβλίο, όσο φορτισμένη κι αν είναι η άποψη του Παλαιοκώστα, όσο κι αν θελήσεις να του καταλογίσεις μεροληψία και εμπάθεια (που δεν το βγάζει!), δύσκολα μένει κανείς ανεπηρέαστος από την ζοφερή εικόνα που παρουσιάζει για κοινωνικούς πυλώνες όπως το σωφρονιστικό σύστημα, οι διωκτικές αρχές και η «της έχω εμπιστοσύνη» ελληνική δικαιοσύνη. Ένας κόσμος βίας και διαφθοράς, αλλά και αδιαφορίας και ευθυνοφοβίας αναπαρίσταται με μελανά χρώματα, με μπάτσους χρυσαυγίτες (χαρακτηριστικό όσο και αδιανόητο το επεισόδιο στο Αλεποχώρι με τους αστυνομικούς να γράφουν συνθήματα στο εκκλησάκι), αδίστακτους σωφρονιστικούς υπάλληλους, βιαστικούς δικαστές που θέλουν να ξεμπερδεύουν με τον συνήθη ύποπτο και να κλείσουν την υπόθεση. Και με τις φωτεινές εξαιρέσεις να φωτίζουν ακόμη πιο πολύ πάνω στο σκουρόχρωμο φόντο. Είναι έτσι τα πράγματα; Είναι τόσο διαφορετικός ή μήπως τόσο ίδιος αυτός ο κόσμος με εκείνον που βιώνουμε καθημερινά εμείς οι καλοβολεμένοι νόμιμοι (ή καλύτερα νομιμοφανείς) που διάγουμε ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε μια «φυσιολογική» ζωή; Τίποτε ανθρώπινο δεν είναι μη-φυσιολογικό… Κι όμως το ‘χε πει ο Τερέντιος από την ρωμαϊκή αρχαιότητα: «άνθρωπος είμαι και τίποτα το ανθρώπινο δεν το θεωρώ ξένο» (ο ίδιος βέβαια το είχε διατυπώσει αλλιώς: «Homo sum et humani nihil a me alienum puto»).
Και στο τέλος; Τι γίνεται στο τέλος; «I fought the law and…» Στο διάσημο τραγούδι του Sonny Curtis (που το έμαθαν πολλοί από τους Clash) ο νόμος κερδίζει. Στην ζωή η απάντηση είναι ανοιχτή.
Στην προκειμένη περίπτωση εγώ ξέρω πάντως με ποιανού το μέρος είμαι.
Υ.Γ. Κι αν η μουσική σπανίως εμφανίζεται στο βιβλίο, ακόμη κι αν αναφέρει ότι του άρεσε να χάνεται για ώρες με τα ακουστικά στα αυτιά και να διαλογίζεται, η μοναδική συγκεκριμένη αναφορά δεν είναι σε κάποιον συντοπίτη Τρικαλινό, έναν Τσιτσάνη π.χ., ή έστω έναν Μαργαρίτη.
Αντιγράφω ένα απόσπασμα:
«- Δύσκολα θα τη βγάλουμε καθαρή στο μέρος που μπλέξαμε, έχει σηκωθεί η αστυνομία στο πόδι, ετοιμάσου για πολλές συναντήσεις! Συμβούλεψα τον Λευτέρη.
Αντί απάντησης, έβαλε ένα CD των Ραμστάιν στην κονσόλα και το άνοιξε στο τέρμα.
- Σειρήνες αυτοί, Ραμστάιν εμείς! Μου λέει χαμογελώντας».