Σάντα Μπαρτσελόνα & Σία
Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν - Ποδόσφαιρο. Μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού
Το να είσαι οπαδός μιας ομάδας σου προσφέρει μια συναισθηματική φόρτιση που μπορεί να συγκριθεί με τη φόρτιση μιας πολιτικής ή θρησκευτικής ένταξης, με αποτέλεσμα σήμερα να μπορούμε να πούμε ότι όλες οι ποδοσφαιρικές ομάδες είναι κάτι περισσότερο από ποδοσφαιρικές ομάδες: αντιπροσωπεύουν τα πατριωτικά αποθέματα σε έναν κόσμο που όλο και πιο πολύ έχουν λιγότερη σημασία οι πατρίδες και οι σημαίες. [σ. 23]
Το ποδόσφαιρο αποτελεί πλέον μια θρησκεία στα χέρια των μεγάλων πολυεθνικών, ένα άθλημα που μας επιτρέπει να ζήσουμε θρησκευτικά βιώματα απολύτως απαραίτητα στο συναισθηματικό μας οικοσύστημα, ένα σπορ που ανέδειξε αξιοθαύμαστες θεότητες οι οποίες, σε αντίθεση με τους αρχαίους μύθους, υπήρξαν χειροπιαστά όντα. Μόνο που οι παίκτες δεν είναι πλέον οι βασικοί ιερείς, ούτε οι πιστοί είναι οι κύριοι του ναού: τον γεμίζουν, αλλά η καταλυτική δύναμη του χρήματος βρίσκεται στις αποκλειστικότητες της τηλεόρασης και στη διαφήμιση, η δε λειτουργία του πλησιάζει πλέον την λογική των μοντέρνων χημικών ναρκωτικών.
Οι διοικούντες κάνουν μεταγραφές για να ικανοποιήσουν την καταναλωτική μανία του πλήθους και οι προπονητές ζητούν ποδοσφαιριστές που να ταιριάζουν στο σύστημά τους. Οι ομάδες επανασχεδιάζονται σύμφωνα με τους κανόνες πανίσχυρων οικονομικών και επικοινωνιακών κολοσσών και το παιχνίδι δεν εξαρτάται πλέον από το συντονισμό του ταλέντου κάποιων ποδοσφαιριστών που δημιουργούν αξέχαστες μαγικές στιγμές αλλά από συστήματα που φέρουν το όνομα του προπονητή. Οι παίκτες δεν ψάχνουν ομάδα αλλά σύστημα στο οποίο να χωράνε. Σ' ένα τέτοιο βιομηχανοποιημένο ποδόσφαιρο η συγκίνηση θα είναι όλο και πιο τηλεκατευθυνόμενη.
Σ' ένα τεράστιο παζάρι που υποθάλπουν τα συμφέροντα των μάνατζερ και μια πολύπλοκη γκάμα μεσαζόντων οι ευρωπαϊκές ομάδες επιδίδονται σε μια διαρκή κινητικότητα, αγοράζοντας κοινοτικούς ποδοσφαιριστές τον Αύγουστο, για να τους αποδεσμεύσουν τον Δεκέμβριο και να πάρουν τον Ιανουάριο νέους παίκτες μέχρι το καλοκαίρι, παραμερίζοντας φυτώρια και ακαδημίες. Ο πιστός του ποδοσφαίρου που ταυτιζόταν με την ομάδα του και λόγω κοινής καταγωγής τώρα βλέπει κοσμοπολίτικες ομάδες που μοιάζουν με τη λεγεώνα των ξένων κι ο μόνος εναπομείνας παράγοντας ταύτισης είναι η νίκη. Το συναισθηματικό οικοσύστημα του ποδοσφαίρου μοιάζει να καταστρέφεται. Ιδίως η Ισπανία και η Ιταλία, οι δυο πιο νευρωτικές αγορές του παγκόσμιου ποδοσφαίρου μετατρέπουν τις ομάδες τους σε αυθεντικές λεγεώνες των ξένων. Πώς μπορεί ο ντόπιος πιστός να ταυτιστεί με ιερείς μισθοφόρους;
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κεφάλαια που αφιερώνονται στην περίπτωση του Ντιέγο Μαραντόνα, του φτωχού παιδιού που θα γινόταν μια μέρα όχι θεός, αλλά το χέρι του θεού και οποίος χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως ένας μύθος του ποδοσφαίρου και στη συνέχεια ως ένας αποδιοπομπαίος τράγος του αθλήματος. Τι συνέβη όταν ο αργεντινός που λατρευόταν σαν άγιος άρχισε να καταδιώκεται σαν ένας κοινός εγκληματίας που είχε σχέσεις με το εμπόριο ναρκωτικών και λευκής σαρκός; Για ποιο λόγο ένα μετανοημένο πρώην μέλος της Καμόρα [δέχτηκε] ευνοϊκή μεταχείριση με αντάλλαγμα πληροφορίες για δήθεν εμπλοκή του ονόματος του Μαραντόνα στον υπόκοσμο, ενώ ο πρόεδρος της Νάπολι μετατράπηκε σε ανηλεή διώκτη του; Ποια συμφέροντα έπαψε ο Ντιέγο "τους" να εξυπηρετεί;
Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίον περίμεναν τον Μαραντόνα, στο Μουντιάλ του 1994 στις ΗΠΑ, ένα κράτος όπου το ποδόσφαιρο διαγράφει μια μέτρια πορεία, οφειλόμενη, εν μέρει, στις ελάχιστες διεθνείς του επιτυχίες, σκανδαλώδες αμάρτημα για ένα λαό θριαμβευτών. Τα ποδοσφαιρικά είδωλα της Ευρώπης και της Αμερικής ήταν παντελώς άγνωστα στις ΗΠΑ με εξαίρεση τον ίδιο - εξ ου και το ενδιαφέρον της ΦΙΦΑ και των πολυεθνικών να παίξει ή απλώς να περιφερθεί στο Μουντιάλ. Ο άλλοτε ανεπιθύμητος Ντιέγο, που είχε επισκεφθεί τον Αλφονσίν, (πρόεδρο της Αργεντινής μετά την δικτατορία του Βιντέλα) για να τον ευχαριστήσει για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας ενώ παράλληλα διακήρυσσε τον θαυμασμό του για τους Τσε Γκεβάρα και Φιντέλ Κάστρο και την περιφρόνησή του για τις καπιταλιστικές υπερδυνάμεις, που όταν δεν πήρε βίζα για τις ΗΠΑ ταξίδεψε μέχρι την Αβάνα για να δώσει στον Κάστρο μια φανέλα του, τώρα ήταν περισσότερο ευπρόσδεκτος από ποτέ.
Ο συγγραφέας είχε προσκληθεί να δει από κοντά την μαραντονική μήτρα της Μπόκα Τζούνιορς και γράφει πως ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο γήπεδό της είναι ένα ψυχόδραμα στις κερκίδες - χαράδρες. Είναι αδύνατο να πιστεύει κανείς ο Ντιεγίτο είναι πάντοτε παρών στο θεωρείο του, αλλά ο κόσμος θέλει να πιστεύει πως είναι πάντοτε εκεί. Όλο σχεδόν το αργεντινό ποδόσφαιρο διαδραματίζεται σε μια πρωτεύουσα που συντηρεί δέκα ομάδες πολύ μεγάλης κλάσης, αλλά όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά για την Μπόκα, η πόλη το ζει με πιο μαζικό τρόπο καταλαμβάνοντας το συλλογικό υποσυνείδητο της αργεντινικότητας. Το να είσαι της Μπόκα υποδεικνύει έναν συγκεκριμένο τρόπο να κινείσαι και να ζεις στο Μπουένος Άιρες. Σαν να είσαι μέλος μιας ανοιχτής και απόλυτης σέκτας, σαν ένα fumetto [κόμικ] γεμάτο εικόνες από τους μύθους μιας πόλης χτισμένης στις προσχώσεις ενός ποταμού, εκείνης της "αργεντινικότητας" που κατέβηκε από τα καράβια για να συναντήσει μικρές πατρίδες από μπετόν...
Ο πρώην ποδοσφαιριστής και προπονητής Χόρχε Βαλντάνο, ο Μπενεντέτο Κρότσε του παγκόσμιου ποδοσφαίρου όπως τον χαρακτηρίζει ο Μονταλμπάν, εξέδωσε στην Ισπανία το 1995 μια συλλογή διηγημάτων που είχαν σχέση με το ποδόσφαιρο, γραμμένων από γνωστούς συγγραφείς: Μπερνάρντο Ατσάγα, Χαβιέρ Μαρίας, Μπράις Ετσενίκε, Μιγκέλ Ντελίμπες, Εδουάρδο Γκαλεάνο, Αουγκούστο Ρόα Μπάστος, Οσβάλντο Σοριάνο, Μάριο Μπενεντέτι κ.ά. Αντιλαμβανόταν κανείς ότι το ποδόσφαιρο έχει παίξει έναν σημαντικό ρόλο στη συναισθηματική εκπαίδευση τόσο λατινοαμερικανών όσο και ισπανών συγγραφέων, αλλά ήταν οι Λατινοαμερικάνοι εκείνοι που καλλιέργησαν περισσότερο τη σχέση ποδοσφαίρου και λογοτεχνίας.
Πίσω στην Ευρώπη, το ποδόσφαιρο είναι πια η κυρίαρχη λαϊκή θρησκεία και ένας από τους λίγους μηχανισμούς ενεργούς συμμετοχής του πληθυσμού σε ένα φαινόμενο υποκουλτούρας. Οι επίσημες αρχές τολμούν όλο και λιγότερο να έρθουν σε αντίθεση με τις ποδοσφαιρικές ομάδες, γιατί αυτό σημαίνει να συγκρουστούν με ένα οργανωμένο και παθιασμένο τμήμα του εκλεκτορικού σώματος. Ο συγγραφέας διακρίνει πως στην Ισπανία ένα μεγάλο μέρος των ποδοσφαιρικών παραγόντων προέρχονται από τις κατασκευαστικές εταιρείες, ένα χώρο, δηλαδή, κατάλληλο για να κάνεις γρήγορα λεφτά με τις πιο απάνθρωπες στρατηγικές. Μας υπενθυμίζει άλλωστε την καθημερινή παρατήρηση των κοινωνιολόγων πως η αθλητική βία αποτελεί μοναδικό είδος αυθόρμητης βόας που δεν ασκούν μονοπωλιακά το Κράτος ή οι δυνάμεις καταστολής.
Ίσως τα πλήθη να έχουν ανακαλύψει έναν τρόπο να συμμετέχουν στα κοινά και να επικοινωνούν ακολουθώντας ένα τελετουργικό παρόμοιο ή ακόμα πιο ελκυστικό από εκείνο των θρησκειών ή των πραγματικών πολιτικών σχηματισμών. Σ' αυτή την κοσμική θρησκεία επενδύονται τεράστια ποσά, που προέρχονται από τις πολυεθνικές αθλητικών ειδών. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στο φάσμα των ποδοσφαιριστών - τηλεοπτικών σταρ (Μπέκαμ, Ροναλντίνιο), που υπόκεινται σε ένα σύστημα διπλής αξιολόγησης, τόσο για την συνεισφορά τους στα αθλητικά αποτελέσματα όσο και για την αποτελεσματικότητά τους στην πώληση προϊόντων, αλλά και στον Ρονάλντο, προϊόν μιας γενετικής "βιομηχανίας" που δεν ανήκε σε ομάδα αλλά σε επιχειρήσεις, ένας μύθος που κατασκεύασε η ΦΙΦΑ επειδή η βιομηχανία της χρειάζεται πολλούς τέτοιους μικρούς θεούς.
Σε κάθε περίπτωση, στην παρούσα συλλογή "δημοσιογραφικών" άρθρων του καταλανού συγγραφέα, τα οποία έγραφε επί τριακονταετία και άρχισε ο ίδιος να μαζεύει για μια συλλογική έκδοση, που δεν πρόλαβε λόγω του θανάτου του γίνεται φανερό όσο ποτέ πως το ποδόσφαιρο είναι πλέον ένα δικέφαλο τέρας: από την μία πολυεθνική επιχείρηση, από την άλλη κοσμική θρησκεία των μαζών (με τους πιστούς του κοινωνικές βραδυφλεγείς βόμβες στα χέρια κάποιων διοικούντων) κι ένα σκληρό ναρκωτικό των δημοκρατιών για να ελέγχουν την έλλειψη οράματος και την παράδοξη μοναξιά των μαζών.
Πάνω απ' όλα βέβαια ο Μονταλμπάν παραμένει ένας θερμότατος οπαδός της Μπατσελόνα κι ένα ολόκληρο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στο ύστατο ισπανικό δίπολο που δεν έχασε ποτέ τον χαρακτήρα του πατριωτικού εμβλήματος καθώς η Μπαρτσελόνα αποτελεί το άοπλο σκέλος των εθνικιστικών καταλανικών διεκδικήσεων ενώ η Ρεάλ έχει επιφορτιστεί με την εκπλήρωση του ιστορικού πεπρωμένου της Ισπανίας. Εδώ ο συμβολικός αθλητικός στρατός της καταλανικότητας τίθεται απέναντι στον εκπρόσωπο του ισπανικού Κράτους και ο Μονταλμπάν δε χάνει την ευκαιρία να επιβεβαιώσει αλλά κάποτε και να αναιρέσει τον διχασμό ή και να προβεί σε επιμέρους κριτικά εγκώμια σε Φίγκο, Λουίς Ενρίκε κ.ά. Για να καταλήξει στο ίδιο σημείο απ' όπου ξεκινήσαμε: Είναι πιθανό το ποδόσφαιρο να φτάσει να γίνει μια προκάτ θρησκεία` προς το παρόν καταλαμβάνει το συμβολικό χώρο που άφησαν κενό η πολιτική ή οι πιο καλά διαρθρωμένες θρησκείες.
Εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, σελ. 308 [Manuel Vasquez Montalban, Futbol. Una religion en busca de un dios, 2005]