Καληνύχτα θλίψη
Jean-Michel Guenassia - Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων
-Πρέπει να περάσατε δύσκολα.-Το ίδιο κι εσείς. -Αυτό που μετράει είναι ότι είμαστε ζωντανοί, έτσι δεν είναι; -Ναι, πρέπει να σκεφτόμαστε το μέλλον, -Αν δεν είμαστε εμείς αισιόδοξοι, τότε ποιος θα είναι;
Η στιχομυθία της σελίδας 199 ανάμεσα στον Ίγκορ και τον Βέρνερ, πρόσφυγες από κομμουνιστικές χώρες στο Παρίσι των τελών της δεκαετίας του '50, αποτελεί μια από τις εκτυφλωτικές όψεις της τιτλοφορούμενης αισιοδοξίας, και μάλλον την πιο προφανή. Η συγκεκριμένη, διαρκώς αναβλύζουσα πηγή αισιοδοξίας δεν εντοπίζεται σε πείσμα όσων πέρασαν αλλά ακριβώς από το γεγονός ότι τα πέρασαν. Νωρίτερα, στη σελίδα 158, διαβάζουμε για τον Ίγκορ: Η φυγή του από την ΕΣΣΔ και οι περιπλανήσεις του τον είχαν κάνει ν' αναθεωρήσει έννοιες όπως η αλήθεια και το ψέμα. Τώρα πια, για ένα μόνο πράγμα ήταν σίγουρος: ότι ήταν ζωντανός. Πίστευε ότι το μόνο για το οποίο μπορούσες να είσαι βέβαιος σ' αυτό τον κόσμο ήταν αν είσαι ζωντανός ή νεκρός. Όλα τα άλλα ήταν θεωρίες και κατασκευάσματα του μυαλού.
Οι "αισιόδοξοι" λοιπόν επιζώντες του ανατολικού μπλοκ έφτασαν στη Γαλλία επειδή ανάμεσα στις δυο μοναδικές τους επιλογές, να είναι με τους εκμεταλλευτές ή τους εκμεταλλευόμενους, διάλεξαν να μην ανήκουν σε κανένα στρατόπεδο. Προερχόμενοι απ' όλες σχεδόν τις χώρες του "παραπετάσματος" συνευρίσκονται σε περίφημο μπιστρό περιώνυμης πλατείας, αλλά στο πίσω δωμάτιο, οι κουρτίνες του οποίου διαφυλάσσουν μιαν άλλη κοινότητα. Σ' αυτή την κοινότητα άλλοι παραμένουν πιστοί στα κομμουνιστικά ιδανικά που πρόδωσε το κράτος τους ενώ άλλοι, αηδιασμένοι από τα διαψευσμένα τους οράματα, δεν θέλουν ν' ακούσουν για ανατολή. Όλοι όμως αισθάνονται απάτριδες - Δεν είμαι Τσέχος ούτε Γάλλος. Είμαι άπατρις. Ό,τι χειρότερο, δηλαδή. Δεν υπάρχω εξομολογείται ο Πάβελ -, όλοι καταχωρίζονται ως προδότες από το κόμμα τους και αποστάτες από τους Δυτικούς. "Απάτριδες αλλά ίσοι μέσα στην αντιπαλότητά τους".
Σ' αυτή την ιδιόμορφη, σχεδόν κλειστή λέσχη, το σκάκι αποτελεί το βασικό της παίγνιο και οι συζητήσεις την πάλλουσα καρδιά της, ακολουθώντας όμως πιστά ορισμένους κανόνες σιωπής. Οι πρόσφυγες σκακιστές, τρόπον τινά "προστατευόμενοι" του Ζαν Πωλ Σαρτρ αλλά και συμπαίκτες του, όπως και του Ζοζέφ Κεσσέλ, εργάζονται σε πάσης φύσεως δουλειές, στην άλλη άκρη απ' όσα σπούδασαν ή γνώριζαν να κάνουν. Αποτελούν όμως μόνο το ένα σκέλος της εκλεκτής πελατείας` εκεί συχνάζει και η παρέα του βασικού μας αφηγητή, του αξιαγάπητου νεαρού, του Μισέλ Μαρινί, εφηβικού καθρέφτη του συγγραφέα και έφηβου εκκολαπτόμενου στα μαγικά της ζωής έξω.
Ο Μισέλ μεγαλώνει σ' ένα σπίτι όπου συγκρούονται "πολιτισμένα" αλλά βαθύτατα ιδεολογικά δυο κόσμοι (των γονέων του και των οικογενειών τους) με περισσότερα παρακλάδια: αριστεροί, δεξιοί, ακροδεξιοί, σοσιαλιστές, γκωλικοί, με διαμάχες όχι μόνο στο ιδεολογικό πεδίο αλλά και σε ζωτικά θέματα όπου ο καθένας καλείται να επιλέξει πλευρά, όπως ο πόλεμος της Αλγερίας. Εκεί στρατεύεται κι ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, με διαφορετικά κίνητρα στην αρχή, προτού μεταστραφούν και οδηγήσουν σε τραγική εξέλιξη. Η οικογένεια αποτελεί ούτως ή άλλως ένα ακόμα διαρκές εμπόδιο στην ελευθερία του αλλά και την αίσθηση πως τίποτα δεν τους συνδέει: Αποφεύγουμε να λέμε στα παιδιά τι έγινε πριν γεννηθούν. Αρχικά είναι πολύ μικρά για να καταλάβουν, ύστερα είναι πολύ μεγάλα για ν' ακούσουν, μετά δεν έχουν καιρό για τέτοια, ώσπου στο τέλος είναι πια πολύ αργά Αυτά έχουν οι οικογένειες. Ζεις με ανθρώπους που νομίζεις ότι τους γνωρίζεις, όμως είστε τελείως άγνωστοι. Ζητάμε θαύματα απ' τους δεσμούς αίματος: μια αρμονική συνύπαρξη που είναι εντελώς ανέφικτη` απόλυτη εμπιστοσύνη` σχέσεις που μένουν αναλλοίωτες στον χρόνο. Παραμυθιαζόμαστε με τα ψέμα της συγγένειας. [σ.33]
Στη λέσχη ο Μισέλ βρίσκει μια νέα "οικογένεια" που βρίσκεται πάντα εκεί στις αποδράσεις του απ' το σχολείο για να παίξει το αγαπημένο του ποδοσφαιράκι - άλλο ένα πεδίο μύησης στις παρέες, τις φιλίες, τις νίκες και τις ήττες. Αλλά κι ένας άλλος ευρύτερος κόσμος είναι έτοιμος να τον δεχτεί εφ' όρου ζωής στους κόλπους της: η τέχνη της φωτογραφίας, το ροκ εντ ρολλ (αμφότερα ενεργοποιημένα χάρη σε δυο δώρα - μια φωτογραφική μηχανή Brownie Kodak κι ένα πικάπ Teppaz των δυο ταχυτήτων, αλλά και μια συλλογή δίσκων που του αφήνει προς φύλαξη ένας φίλος) και βέβαια η λογοτεχνία. Ανήσυχος για κάθε χαμένο χρόνο, ο Μισέλ διαβάζει σαν μανιακός πάντα και παντού. Πιάνει το βιβλίο από το πρωί, με το που ανάβει το φως, και δεν το αφήνει από τα χέρια του όλη μέρα. Διαβάζει κρυφά μέσα στις σχολικές αίθουσες, όταν περπατά στους δρόμους - πώς να χαθεί ακόμα κι αυτό το τέταρτο ανάγνωσης; Κι όταν βρέχει χώνεται κάτω από υπόστεγα, για να συνεχίσει απερίσπαστος. Αναβάλλουμε, περιμένοντας τη στιγμή που θα είμαστε καλύτερα, κι έτσι περνούν οι μέρες και τα χρόνια, με τις υποσχέσεις να μένουν ανεκπλήρωτες ή και να ξεχνιούνται. [σ. 179]
Ανάμεσα στις ζυμώσεις και τους αναβρασμούς του Καρτιέ Λατέν, στον αχό της αλγερινής σκόνης και στον ήχο των συζητήσεων για την πολυπόθητη ελευθερία από τον ελεύθερο έρωτα και την λύτρωση "από την προαιώνια τυραννία του ζευγαριού" μέχρι τα διλήμματα ανάμεσα στη δημοκρατία των μαζών ή των ανθρώπων του πνεύματος, ο Μισέλ ενηλικιώνεται και ωριμάζει, συχνά με συνοδοιπόρο την Σεσίλ, πρώην φίλη του αδελφού του (λιποτάκτη πλέον της Αλγερίας), έναν καλοσμιλεμένο γυναικείο χαρακτήρα. Οι αγώνες για μια άξια καθημερινότητα τελικά είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την αναζήτηση νέων ιδανικών. Στο γράμμα του Πιερ από την Αλγερία άλλωστε αποτυπώνεται ήδη η ζύμωση που θα οδηγούσε λίγα χρόνια μετά στον Παρισινό Μάιο: Η δημοκρατία δεν είναι παρά μια απάτη που επινόησε η αστική τάξη για να έχει τον μόνιμο έλεγχο του συστήματος. Πρέπει να τα τινάξουμε όλα στον αέρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς συζήτηση. Οι ατομικές ελευθερίες είναι παγίδες και χίμαιρες. Τι να την κάνεις την ελευθερία έκφρασης, αν παίρνεις έναν μισθό της πείνας και ζεις σε συνθήκες εξαθλίωσης; Μπορεί να λες ελεύθερα τι σκέφτεσαι, ν' απολαμβάνεις τις λεγόμενες θεμελιώδεις ελευθερίες της ψευτο-δημοκρατίας κι η ζωή σου να 'ναι κόλαση. Έγιναν επαναστάσεις και πόλεμοι. Κυβερνήσεις ανατράπηκαν. Τίποτα δεν αλλάζει. Τα θύματα της εκμετάλλευσης είναι πάντοτε τα ίδια. [σ. 78]
Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι κεφάλαια για το Παρίσι από το 1959 έως το 1964, με δυο πρόσθετα για το Λένινγκραντ του 1952 και το Παρίσι του 1980, ως μικρή εισαγωγή. Στο τελευταίο κάποιοι χαρακτήρες συναντιούνται στην κηδεία του Σαρτρ όπου βρίσκονται οι πάντες. Τι παράλογο που είναι να αποτίνεται φόρος τιμής σ' έναν άνδρα που έπεσε σχεδόν σ' όλα έξω, βρισκόταν σε μόνιμη πλάνη, πίστεψε μια υπόθεση εξαρχής καταδικασμένη και την υπηρέτησε με όλο του το είναι. Καλύτερα να πήγαιναν στην κηδεία αυτών που αποδείχτηκε ότι ήταν δίκιο, που εκείνος τους είχε περιφρονήσει και καταδικάσει. Γι' αυτούς, δεν ξεκουνήθηκε κανείς. Και μπορεί αυτά τα λόγια, να αφορούν το εκλιπόντα φιλόσοφο ("επαναστάτη μεν, του σαλονιού δε, αλλά πάντα γενναιόδωρο με όλους"), ξαναδιαβασμένα όμως εκ των υστέρων, αντιλαμβανόμαστε πως εκπροσωπούν τους περισσότερους, αν όχι όλους τους ήρωες αυτού των αξέχαστων πλεγμένων και περιπλεγμένων ετούτων ιστοριών.
Εκδ. Πόλις, 2011, μτφ. Φωτεινή Βλαχοπούλου, σελ. 709, με 11σέλιδες σημειώσεις της μεταφράστριας [Jean - Michel Guenassia, Le club des Incorrigibles Optimistes, 2009]
Επιμύθιο: Τα δεινά μας έχουν μία και μόνη αιτία: θεωρούμε τις απόψεις μας ιερές. // Μέχρι πού μπορείς να φτάσει κανείς προκειμένου να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους παρά τη θέλησή τους; // Δεν ήξερα τότε ότι σε μια διαφωνία μπορεί και οι δύο να έχουν δίκιο.// Όπως στο ποδοσφαιράκι: Κάποιους τους σκίσανε, κάποιοι μας σκίσανε. Έτσι είναι η ζωή.