Western & Eastern
Γιώργος Βέης - Μανχάταν - Μπανγκόκ. Μαρτυρίες, μεταβάσεις
Μια από τις βαθύτατα αγαπημένες μου ταινίες είναι το Τάκερ του Φ.Φ. Κόπολα (1987), με τον Τζεφ Μπρίτζες στο ρόλο του εκκεντρικού εφευρέτη και επιχειρηματία Πρέστον Τάκερ που συνόψισε τις προσδοκίες, την επιτυχία αλλά και την αναπόφευκτη κατάρρευση που δοκίμασαν και χιλιάδες συμπατριώτες του στην μεταπολεμική Αμερική. Στην πολιτεία Υψηλάντη του Μίτσιγκαν, τυπική μεσοδυτική περιοχή που οφείλει το όνομά της σε φιλέλληνες ενθουσιασμένους από τη δράση της φερώνυμης οικογένειας, ο Τάκερ κατασκεύασε στην αυλή του ένα ευφυές αυτοσχέδιο όχημα. Το ονομαζόμενο Τάκερ, με τις προστατευτικές ασπίδες αέρα και τα κυκλώπεια φανάρια, αποτέλεσε το "αυτοκίνητο του μέλλοντος"...
... αλλά όπως ήταν επόμενο ο ενθουσιώδης δημιουργός ήρθε σε άμεση ρήξη με τις τρεις παντοδύναμες βιομηχανίες αυτοκινήτων του Σικάγου (Φορντ, Τζένεραλ Μότορς, Κράισλερ) που του κήρυξαν ανέντιμο, εξοντωτικό πόλεμο μαζί με τους πολιτικούς τους συμμάχους, οδηγώντας τον στο δικαστήριο για κατασκευασμένα αδικήματα. Λίγο αργότερα χρεοκόπησε, αφού μπόρεσε να διαθέσει στην αγορά πενήντα ένα μόλις αυτοκίνητα (σαράντα επτά απ' τα οποία επιζούν έως σήμερα) και πέθανε το 1956, χωρίς να παραιτηθεί από την έμμονη ιδέα του. Σε μια από τις αξέχαστες κινηματογραφικές σκηνές ο Τάκερ δικαιώνεται στο δικαστήριο και οι ένορκοι μαζί με μέλη του ακροατηρίου επιβαίνουν πανευτυχείς στα ολοκαίνουργια μοντέλα που παρασκεύασε ταχύτατα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Ο "εξακολουθητικά φυγόκεντρος βίος" του Γιώργου Βέη, ποιητή και διπλωμάτη, ακριβώς στην παράδοση ποιητών - διπλωματών όπως κάποτε έγραψε ο Δημήτρης Καλοκύρης, συνεχίζει να μας δίνει ερεθιστικότατα βιβλία μιας απολύτως προσωπικής και σαγηνευτικά ποιητικής ταξιδιωτικής (και ταξιδευτικής!) πρόζας. Αυτή τη φορά οι στάσεις είναι δύο: Ινδοκίνα - Κίνα - Ινδονησία και Το τοπίο ως παιδαγωγός, το ταξίδι ως αισθητική. Ξεκίνησα αντίστροφα, στο Δυτικό δεύτερο μέρος του βιβλίου, συγκινησιακώς αιφνιδιασμένος από το κείμενο για την ξεχασμένη ταινία - μεταφορά μιας ολόκληρης Αμερικής. Άλλωστε, "Τι άλλο θέλετε;" διαβάζουμε στα μάτια του Τζεφ Μπρίτζες που χαμογελά συνεχώς επί 105 λεπτά, όσο δηλαδή διαρκεί το φιλμ, γράφει ο Βέης, βέβαιος πως ο Τάκερ είναι η προγενέστερη Αμερική, η Αμερική του Βενιαμίν Φραγκλίνου και πως ο Δον Κιχώτης οδηγεί εντέλει ένα Τάκερ.
Μανχάταν, λοιπόν, "το υπερ-άστυ, δηλαδή το μείζον κείμενο", που βιώνει ξανά με το δικό του τρόπο, ανιχνεύοντας αλήθειες και πλάνες στα κείμενα του Στάινερ, του Μέιλερ και του Σαρτρ αλλά και του Λεβί - Στρος, που καθόρισε μια πολυπρισματική συνεκδοχή της πόλης - τροφού. Όπως στο Πεκίνο, έτσι κι εδώ ο συγγραφέας αισθάνεται την μέθεξη με το χώρο, στο βαθμό που κι ο ίδιος γίνεται πότε αναπόσπαστο μέρος του, και πότε ο χώρος προέκτασή του ίδιου. Και άραγε τι έλεγε ο Πολ Μοράν, ο συγγραφέας που ερωτεύτηκε τον δρόμο, άρα και τη Νέα Ρώμη του 1930; Πως στην Αμερική η ανάγκη για διασκέδαση ξεσπάει σαν επανάσταση, πως υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα, εκείνη της ίδιας νύχτας, πως η Τεσσαρακοστή Δεύτερη οδός μοιάζει με χίλιες πλατείες Πιγκάλ μαζί, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, βαλμένες πλάι πλάι, πως εκεί ξεχνάς την ιστορία, πως η φύση και οι θεοί έχουν αντικατασταθεί από καινούργιες λέξεις. Ένας άλλος ακαταπόνητος ταξιδευτής, ο Σελίν, υπογράμμισε όσο ελάχιστοι την σεξουαλικότητα του Μανχάταν: πόλη ορθή.
Στην αμερικανική μητρόπολη διάβαζε επισταμένα το Walden του Ντέβιντ Θορό (σε δύο αντίτυπα, στο σπίτι και στο γραφείο), μυούμενος στην εντοπιότητα και την ιθαγένεια που τίμησαν ο Γουόλτ Γουίτμαν και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και επιστρέφοντας στο ερώτημα του Θορό μήπως η Αφρική και η Άγρια Δύση δεν συμβολίζει παρά το δικό μας εσωτερικό κόσμο, την δική μας λευκή ανεξερεύνητη περιοχή. Ειδικότερα κείμενα αφιερώνονται στον Νικόλας Κάλας (με τον οποίο ο συγγραφέας συνεργάστηκε), στον Μπόρχες, στον Άντι Γουόρχολ, στον Μπομπ Ντίλαν, στον Φρανκ Στέλα (έναν από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ζωγράφους των τελευταίων δεκαετιών) κ.ά.
Ο συγγραφέας έζησε και εργάστηκε στη Νέα Υόρκη για έξι χρόνια (1983 - 1989) και στην Κίνα για εφτά και πλέον χρόνια (Πεκίνο 1991 - 1995, Χονγκ Κονγκ 2000-2004). Η εμπειρία της Άπω Ανατολής, αποτυπωμένη ήδη σε προγενέστερα βιβλία, συνεχίζει να μεταπλάθεται σε στοχασμό και γραφή.
Στην Καμπότζη στο Μουσείο της Εξόντωσης και σε μια τσιμεντένια παγόδα που αποτελεί μια από τις εκατοντάδες κιβωτούς συλλογικού πένθους, καθώς εκεί έχουν οργανώσει "τα απέραντα λιβάδια του εμφύλιου αίματος σε καταπράσινα αρχεία αναδρομικής φρίκης και αποτορπιασμών", ο συγγραφέας σκέφτεται πως η συσσωρευμένη επιθετικότητα των Ερυθρών Χμερ και του άφρονα ηγέτη τους Πολ Ποτ είναι το καταπίστευμα του εφιάλτη - παρανθρώπου, αυτού του διακεκριμένου σφάλματος παραγωγής της Φύσης και διαβάζει την εθνοκτονία στα ιερογλυφικά του πολέμου με τάξη στα καύκαλα της βιτρίνας.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στις τυφλές μασέζ, μια αρκετά μεγάλη υποκατηγορία της εργατικής τάξης` βρίσκονται πάντα στους ημιωρόφους των ξενοδοχείων, στο πίσω μέρος των κουρείων, στους βοηθητικούς χώρους των λαϊκών εστιατορίων και στα ταπεινότερα υπόγεια. Σαν τον τυφλό βελονιστή κύριο Σουζούκι, στο μυθιστόρημα Το ημερολόγιο ενός τρελού γέρου του Τζουνίτσιρο Τανιζάκι, αυτές οι φυσιογνωμίστριες του σκοταδιού ασκούν την επιχειρηματολογία των μαλάξεων και αλώνουν τους όγκους των σωμάτων, που τους αφήνονται απολυτρωμένα και ανυπεράσπιστα μαζί.
Στο κρυμμένο στα ενδότερα της οργιαστικής φύσης Σιέμ Ριέπ και στα αυτοκρατορικά οικοδομήματα με τα αινιγματικά αετώματα, τα ερείπια ζουν για χρόνια στην άμεση δικαιοδοσία των βαθύσκιων ατραπών, περισφιγμένα από αμέτρητα κλαδιά και κορμούς και ρίζες από τα αλλοτινά μικροσκοπικά σπορόφυτα που έριξαν κάποτε τα πουλιά. Στους τοίχους καλλιγραφεί συστηματικά η υγρασία και αναρωτιέται ο συγγραφέας: Είναι ερειπιοφυή δέντρα και μοιραία κατεξουσιαστικά φυτά ή μήπως το ακριβώς αντίστροφο, ανεκτίμητοι φύλακες τιμαλφών; Τα κλαδιά και οι ρίζες αμύνθηκαν υπέρ της φυλετικής μνήμης κατά τρόπο απρόβλεπτο και ρηξικέλευθο...
Στους συλημένους ναούς της Ανγκόρ, με τους αποκεφαλισμένους Βούδες και τα χορταριασμένα δωμάτια ανάμεσα στις χαραμάδες του θαυμασμού θυμάται πως εδώ έδρασε ο νεαρός Αντρέ Μαλρό που το 1923 καταπριόνισε κομμάτια τους, μετριάζοντας εμμέσως τις κατηγορίες της κατάφωρης αρχαιοκαπηλείας του στο βιβλίο του Βασιλική Οδός (1930). Η Ανγκόρ είναι πλέον ένα πλάσμα του δάσους, σαν αυτά που κατοικούν σε ορισμένες νοτισμένες σελίδες του Κόνραντ και του Κίπλινγκ.
Η λογοτεχνία του Βέη είναι ένα συναρπαστικό αμάλγαμα προσωπικού ημερολογίου, ταξιδιωτικής γραφής, δοκιμιακής ενδοσκόπησης, περιπλανητικής θεωρίας, κορυφαίας πεζόμορφης ποιητικής και αισθητικής στοχαστικής. Ο ποιητής εγκολπώνεται χωρίς κανένα δισταγμό τις παραδοξότητες των τόπων, τους αποδέχεται ως υλικό ονείρων και πορεύεται με τις αποζημιώσεις των περιφορών, τις απομνημονεύσεις των φευγαλέων και τις θεωρήσεις των μυήσεων πάνω στο διαβατήριο.
Αναπόσπαστο κομμάτι των βιβλίων του αποτελεί η βιβλιογραφία των παραθεμάτων, γεμάτη από έργα, εκτός των προαναφερθέντων, των Βιττγκενστάιν, Μάγκρις, Ντεμπόρ, Πεσσόα, Πόρτσια, Προυστ, Ροθ, Σέλλινγκ, Στίβενς, Φλωμπέρ, Φώκνερ, Χαίλντερλιν και πολλών άλλων αρχαιότερων και νεώτερων δεν καθρεφτίζει παρά την βαθύτατη καλλιέργειά του αλλά και τον ατελεύτητο διάλογο ταξιδιών και γραφής.
Εκδ. Κέδρος, 2011, σ. 237, με 24σέλιδο έγχρωμο φωτογραφικό ένθετο και βιβλιογραφία παραθεμάτων.