Memory Lane
Τζων Μπάνβιλ - Αρχαίο φως
Οι λέξεις δεν ξέρουν από ντροπές ούτε τις εκπλήσσει ποτέ τίποτα, λέει ήδη από την αρχή ο αφηγητής Αλεξάντερ Κληβ προετοιμάζοντάς μας για μια ιστορία που έζησε στα δεκαπέντε του και "θα έκανε ορισμένους ανθρώπους να ντρέπονται"` όχι όμως και τον ίδιο: την ερωτική του σχέση με την κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερη κυρία Γκρέι, μητέρα του καλύτερού του φίλου. Αλλά ποιος μπορεί να είναι βέβαιος αν πρόκειται για αναμνήσεις ή επινοήσεις; Πολλοί υποστηρίζουν ότι χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, όλα τα επινοούμε στην πορεία, εξωραΐζοντας και εξιδανικεύοντας τη Μνήμη, αυτή την "πολυμήχανη ειδήμονα της συγκάλυψης".
Έστω και εν γνώσει των απατηλών της ιδιοτήτων, ο Κληβ ανακαλεί τις πρώτες εικόνες - τις γυμνές περιπτύξεις σ' ένα βρώμικο στρώμα μιας έρημης αγροικίας, την παρωδία σπιτικού που εκείνη έστηνε στο εγκαταλειμμένο σπίτι, σαν μια ισχνή αναπαράσταση οικιακής θαλπωρής. Αλλά και πάλι, αμέσως τις ποτίζει με την αβεβαιότητά του: Δε πιστεύω ότι συγκρατούμε λεπτομέρειες, ή, κι αν το κάνουμε, τις διορθώνουμε, τις λογοκρίνουμε και τις ωραιοποιούμε σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνιστούν ένα τελείως καινούργιο προϊόν, το όνειρο ενός ονείρου, όπου το πρωτότυπο εξιδανικεύεται, όπως ακριβώς και το ίδιο το όνειρο εξιδανικεύει την κατάσταση του ξύπνου.
Πιστός στην αρχιτεκτονική ενός σύνθετου μυθιστορήματος ο Μπάνβιλ δεν αρκείται μόνο σε μια θεμελιώδη παρελθοντική διήγηση αλλά κατασκευάζει παράλληλα και μια αντίστοιχη σύγχρονη, πενήντα χρόνια μετά, όπου ο Κληβ, αποσυρθείς ηθοποιός του θεάτρου, δέχεται μια απρόσμενη πρόταση επιστροφής: την συμμετοχή του ως πρωταγωνιστή στην ταινία - βιογραφία του Άξελ Βάντερ. Ο Βάντερ αποτελεί μια άγνωστη στον Κληβ μορφή γραμμάτων, που αρχικά αποκτά τις ιδιότητες του καθηγητή, του κριτικού και του χαιρέκακου υποκινητή ερίδων.
Όμως μια τρίτη παράλληλη αφήγηση εφάπτεται του απόμαχου παρόντος του: τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του Λυδία υποφέρουν από τον οικειοθελή χαμό της εικοσιεπτάχρονης κόρης τους Κάθριν [Κας] στην Λιγουρία. Ο αξεπέραστος πόνος βιώνεται διαφορετικά από τον ίδιο και την γυναίκα του. Εκείνος φυλάει ζηλόφθονα τις αναμνήσεις της, "προστατευμένες μέσα σε διαφάνειες, σαν σε ντοσιέ από ευαίσθητες υδατογραφίες που δεν πρέπει να τις βλέπει το φως της ημέρας", εκείνη συχνά υπνοβατεί, σαν τραγική βασίλισσα αρχαιοελληνικού δράματος που αλωνίζει τα μεσάνυχτα το παλάτι αναζητώντας με οιμωγές το χαμένο της βλαστάρι, ενώ γύρω της "τα έπιπλα του χολ χάσκουν στο μισοσκόταδο όμοια με κατάπληκτους, αποσβολωμένους θεατές". Η κοινή τους ζωή όμως μοιάζει με αδιάκοπη μυστική περιπολία αναζήτησης της Κας, στη μεταφυσική ρωγμή μεταξύ ζωής και θανάτου.
Καθώς ο αφηγητής βυθίζεται στις μνήμες του παρελθόντος, διαβάζει την επινόηση του παρελθόντος, την ανεπίσημη βιογραφία του Άλεξ Βάντερ δια χειρός JB, πιθανώς κάποιου Τζων Μπάνβιλ, αναζητώντας παράλληλα την ύπαρξη του αληθινού Βάντερ, εφόσον ο τιμώμενος της βιοταινίας είναι κάποιος άλλος που στον πόλεμο οικειοποιήθηκε την ταυτότητά του και πήρε επιτήδεια τη θέση του. Αν μάλιστα αντιληφθούμε ότι βασικοί χαρακτήρες εδώ έχουν ήδη αποτελέσει μυθιστορηματικά πρόσωπα σε άλλα βιβλία του Μπάνβιλ, σε προγενέστερη ή ύστερη ηλικία, - το Αρχαίο Πάθος αποτελεί το τέταρτο μέρος μιας ελαστικής τετραλογίας (Έκλειψη, Θάλασσα, Σάβανο), τα μέρη της οποίας σαφώς στέκουν αυτόνομα και διαβάζονται ανεξάρτητα - τότε έχουμε πλήρη συνείδηση των χαρακτηρολογικών παιγνίων ενός λογοτέχνη - ψυχογράφου.
Ο έφηβος εραστής της κυρίας Γκρέι δεν έδινε ποτέ μέχρι τότε ιδιαίτερη προσοχή στις μανάδες, που ήταν πάντα ασαφείς, άμορφες, δίχως φύλο, ενώ το πρότυπο της ώριμης θηλυκότητας ήταν το μοντέλο μιας καλλονής από χαρτόνι πάνω στο πάγκο με τα ανδρικά εσώρουχα στο γειτονικό κατάστημα ψιλικών. Τώρα με την απρόσμενη ερωτική του ιστορία - στην οποία κατά κάποιον τρόπο, όπως θυμάται, είναι πάντοτε Απρίλιος - δεν θα κοιτάξει καμία γυναίκα πια με τον ίδιο τρόπο. Από τις βόλτες με το ταλαιπωρημένο γκρι στέισον βάγκον και την πρώτη τους ερωτοτροπία στην μικρή κάμαρα υπηρεσίας στο σπίτι της κυρίας Γκρέι (το μοτέρ του μεγάλου ψυγείου, η μυρωδιά του απορρυπαντικού, η αδειανή σιωπή), ο νεαρός ζει ένα μεθυστικό μείγμα προσμονής και ανησυχίας, σαν να είναι παρών και ταυτόχρονα απών σε κάτι σπάνιο. Φυσικά δεν παύει να αναρωτιέται: έπρεπε να νοιώσει κολακευμένος για την επιλογή της ή μήπως αποτελούσε για εκείνην ένα τυχαίο παιχνίδι περισπασμού μιας βαριεστημένης νοικοκυράς;
Θα μπορούσε ο μύθος να περιοριστεί στην μνημονική ανασυγκρότηση της ιστορίας των δυο εραστών και στην παρούσα εμπειρία του ηθοποιού; Όχι από τον Μπάνβιλ, που επιλέγει να τον περιπλέξει σ' ένα σύνθετο όλον. Ο κεντρικός χαρακτήρας δημιουργεί μια ιδιαίτερη σχέση με την συμπρωταγωνίστριά του Ντον Ντέβονπορτ, που έχει επίσης υποστεί μια απώλεια, του πατέρα της, θα μοιραστεί μαζί της ασκήσεις φυγής και αυτοχειρίας, θα διαπιστώσει πως η Μπίλι Στράικερ από την παραγωγή ενεργεί με σκοπό να ξετρυπώνει τις κρυφές αδυναμίες και οδύνες των ηθοποιών αλλά θα της αναθέσει την αναζήτηση των ιχνών της κυρίας Γκρέι, θα διαπιστώσει πως ο Άλεξ Βάντερ διαπιστώνεται πως βρισκόταν στη Λιγουρία όπου χάθηκε η κόρη του, θα συναντήσει τον περίφημο JB, θα ταξιδέψει για να αναζητήσει τα φαντάσματα των μνημών του.
Ωστόσο, ο Χρόνος και η Μνήμη είναι υπερδραστήριοι διακοσμητές εσωτερικού χώρου, μετατοπίζουν συνεχώς τα έπιπλα, αλλάζουν διακόσμηση στα δωμάτια, ακόμα και τη χρήση τους μετατρέπουν. Η μαθητεία στο χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στην πράξη και τη ανάμνησή της μπορεί να διαρκεί μια ολόκληρη ζωή και πάλι είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει κανείς να την συναρμολογήσει στην εντέλεια και να την μετατρέψει σε ένα ακέραιο σύνολο. Ίσως πάλι η αλήθεια της βρίσκεται στο φυσικό, αρχαίο φως - εκείνο που πηγάζει από τον ορατό ουρανό στο επάνω μέρος ενός παραθύρου όταν το κοιτάζεις από τη βάση του απέναντι τοίχου - και που ο κάποτε νεαρός είδε για λίγο να φωτίζει τον ώμο της ερωμένης του σε μια ευτυχισμένη τους στιγμή.
Εκδ. Καστανιώτη, 2013, μτφ. Τόνια Κοβαλένκο, σελ. 285 [John Banville, Ancient Light, 2012]