Ούτε λήθη, ούτε συγγνώμη
Ο ακούραστος συγγραφέας - ακτιβιστής ανοίγει τις παλιές του κούτες και μοιράζεται ιστορίες ωραίες, πικρές, οργισμένες, χαμογελαστές. Του Λάμπρου Σκουζ
Λουίς Σεπούλβεδα - Ιστορίες από δω κι από κει
Μια παλιά κούτα που ανακαλύπτει ο συγγραφέας γεμάτη με παλιά γραπτά του αρκεί για να εμπνεύσει το βιβλίο και, όπως συμβαίνει με τέτοιες ευρέσεις, είναι σαν να συναντιέσαι με τον παλιό σου εαυτό. Το πρώτο κείμενο - εύρημα άρχιζε το 1991 και αφορούσε την επιστροφή του στη Χιλή μετά από δεκατέσσερα χρόνια εξορίας, για να ζήσει τα τελευταία εικοσιτετράωρα μιας ανελέητης δικτατορίας. Οι λέξεις δεν είναι πάντα πρόσφορες, ιδίως σε καταστάσεις που προκαλούν βουβαμάρα και θεραπεύονται μόνο με την οργή ή την δράση. Και ποιες λέξεις άλλωστε είναι ικανές να εκφράσουν την επιστροφή σε μια δημοκρατία περισσότερο καρπό της απόγνωσης παρά θάρρους, μια κατά παραχώρησιν ελευθερία που κρύβει τα ονόματα των παρανόμων;
Η ιστορία είναι γνωστή: η μετάβαση από τις δικτατορίες του Φράνκο, του Τρίτου Ράιχ - και της Ελλάδας, να προσθέσω - επιβάλλουν τη λήθη ως εθνική ανάγκη. Οι δημοκράτες λοιπόν αντικαταστάτες παραδέχτηκαν μεν επίσημα ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας διαπράχθηκαν πάνω από δυο χιλιάδες δολοφονίες αλλά αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε δίκες. Στο όνομα της πατρίδας θα επιβληθεί η λήθη της απουσίας ...και θα συμφιλιωθούν αυτοί που υπέφεραν από την αστοργία της Εξουσίας, με τους δήμιους εκείνων που τους στέρησαν το αύριο. Κι έτσι για άλλη μια φορά μένει το γράψιμο, που μεταμορφώνεται πια σε επώδυνη εναλλακτική, φορτωμένη με την αγωνία της απόδοσης δικαιοσύνης, μετατρέποντας την συγγραφική έκφραση "σε μια γελοία γκριμάτσα, σε μια χειρονομία ηλιθίου που μας επιστρέφει ο καθρέφτης της πραγματικότητας".
Ο συγγραφέας επιστρέφει στους τόπους που έκανε τα παλιά του ρεπορτάζ και αναζητάει τους παλιούς ανθρώπους αλλά του φαίνονται διαφορετικοί: άλλοτε ζούσαν μια δραστήρια κοινωνική ζωή, ουσιαστικά δημοκρατική, συμμετέχοντας σε διάφορες λαϊκές οργανώσεις, από εκείνες που εξασφαλίζουν τη συμμετοχή και ανανεώνουν τους επικεφαλής όταν αποδεικνύονται αναποτελεσματικοί. H οργανωτική κουλτούρα, κάποτε ενσωματωμένη στο συλλογικό όνειρο των χιλίων ημερών διακυβέρνησης της χώρας από τον Αγιέντε, τώρα σ' όλες τις επαρχίες όπου ταξιδεύει αποτελεί ανάμνηση. Δεν του μένει λοιπόν παρά να καταγράψει τις διηγήσεις τους, και ακόμα κι όταν ακούει διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας, χαμογελάει, καθώς επιβεβαιώνει ότι σ' όλους τους ανθρώπους αρέσει να λένε ιστορίες.
Κι έτσι γεμίζει το βιβλίο με ιστορίες: για τον αγέρωχο μποξέρ Λόκο Γαρίδο που νικούσε τους πάντες αλλά υποχρεωνόταν να σιωπά στα χτυπήματα των αστυφυλάκων` για την 17χρονη Σεσίλια που όποτε ονειρεύεται λυσσάει απ' το κακό της γιατί όλα τα όνειρα λένε ψέματα` για τους κατοίκους μιας συνοικίας που δεν έχουν να πληρώσουν το ρεύμα ζουν στο σκοτάδι` για το γαλακτοπωλείο που άνοιξαν κάποιοι νέοι μόνο γάλα δε πουλάει γιατί είναι πολύ ακριβό` για την μικρή πλατεία όπου όλοι κάποτε φύτεψαν από ένα δέντρο αλλά τώρα με τις ευλογίες του κράτους τσιμεντώθηκε και συρματοπλέχθηκε. Ιστορίες που καμία Ιστορία δεν έγραψε, όπως του Αουγούστο Ολιβάρες, του χιλιανού δημοσιογράφου που αυτοκτόνησε στο πλευρό του Αγιέντε έχοντας ως μόνο όπλο την Olivetti του, για να μην πέσει στα χέρια του χιλιανού στρατού που ατιμάστηκε δια παντός με τη συμπεριφορά του στους αιχμαλώτους του φασισμού` και ιστορίες που άλλαξαν τον κόσμο, όπως εκείνη της Διεθνούς Ταξιαρχίας Σιμόν Μπολιβάρ, των εθελοντών από διάφορες χώρες που στρατεύτηκαν με τους Σαντινίστας στο αγώνα απελευθέρωσης της Νικαράγουας από τη δικτατορία του Σομόσα - μέλος της οποίας υπήρξε και ο ίδιος ο συγγραφέας, ένας ακούραστος αγωνιστής.
Όλες οι ιστορίες του Σεπούλβεδα διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται` όπως εκείνη όπου η υπάλληλος του παλαιοβιβλιοπωλείου τον ρωτάει για το Κόκκινο Ιππικό, την συλλογή διηγημάτων του Ισαάκ Μπάμπελ που ο συγγραφέας επιλέγει να αγοράσει. Εκείνος της αφηγείται την ιστορία της επανάστασης και το θλιβερό τέλος του σοβιετικού συγγραφέα και αμφότεροι καταλήγουν στη διπλανή καφετέρια πίνοντας προς τιμήν του. Λίγο καιρό αργότερα, και σε μια άλλη ιστορία, το βιβλίο χαρίζεται σε μια βιβλιοθήκη που στήνεται σε μια φτωχογειτονιά του Σαντιάγο και ο Σεπούλβεδα συγκινείται γιατί "δε έχουν χαθεί τα πάντα". Σε κάποια άλλη μας οδηγεί στην πραγματική ιστορία που ενέπνευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης". Ο γέρος ανήκε σ' έναν οικισμό γηγενών Αμερινδών του Εκουαδόρ, πρώτη μακροχρόνια στάση της εξορίας του συγγραφέα, όπου έγινε δεκτός ως μέλος τους με κάθε υποχρέωση και δικαίωμα.
Κάποτε σ' ένα τραπέζι ο συγγραφέας συνευρίσκεται μ' έναν πρώην αντάρτη κομαντάντε, έναν από τους περισσότερο καταδιωγμένους αγωνιστές. Οι συνδαιτυμόνες έχουν μοιραστεί την ήττα, την εξορία και την απώλεια αλλά δεν μιλάνε γι' αυτά. Τους αρκεί που υπήρξαν στρατευμένοι στον δικαιότερο αγώνα, στο ευγενέστερο όνειρο - και που τώρα είναι απελευθερωμένοι από το βάρος του όπλου στο ζωνάρι. Οι ουλές τους δεν είναι μόνο ορατές αλλά και αόρατες, κάτω απ' το δέρμα.
Όταν χωριζόμαστε, ευτυχισμένοι, λαμπεροί, αγκαλιαζόμαστε σφιχτά και λέμε ο ένας στον άλλον να προσέχει. Δεν το λέμε με λόγια, αλλά στη δύναμη της αγκαλιάς μας υπάρχει το αξίωμα που μας ενώνει και μας επιτρέπει να βαδίζουμε με αξιοπρέπεια, να κοιτάζουμε τα παιδιά μας χωρίς να ντρεπόμαστε, να μεριμνούμε για το μέλλον που θα ζήσουν τα εγγόνια μας. Κι αυτό το αξίωμα είναι το εξής: Ούτε λήθη, ούτε συγγνώμη.
Εκδ. Opera, 2011, μτφ. - σημειώσεις και "εγκυκλοπαιδικό λεξικό ελληνικών και εξελληνισμένων ονομάτων, τοπωνυμίων και τίτλων έργων" Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 167 [Luis Sepulveda, Historias de acqui y de alla, 2010]