Never too old to revolt
Antonio Tabucchi - Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα. Μια μαρτυρία
Ίσως κι εγώ να μην είμαι ευτυχής με όσα συμβαίνουν στην Πορτογαλία, ομολόγησε ο Περέιρα. Η κυρία Ντελγκάντο ήπιε μια γουλιά μεταλλικό νερό και είπε: τότε κάντε κάτι. Κάτι, σαν τι; απάντησε ο Περέιρα. Τι να σα πω, είπε η κυρία Ντελγκάντο, εσείς είστε ένας διανοούμενος, γράψτε για όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη, εκφράστε ελεύθερα τη σκέψη σας, κάντε κάτι, ο Περέιρα ισχυρίζεται ότι θα ήθελε να της πει πολλά πράγματα. Θα ήθελε να της απαντήσει διότι πάνω από αυτόν υπήρχε ένας διευθυντής, ό όποιος ήταν άνθρωπος του καθεστώτος, και διότι υπήρχε επίσης και το ίδιο το καθεστώς, με την αστυνομία και τη λογοκρισία του, και ότι στην Πορτογαλία όλοι ήταν φιμωμένοι, ότι κανείς δεν μπορούσε να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του και ότι αυτός περνούσε τη μέρα του σε ένα μίζερο δωματιάκι της οδού Ροντρίγκο ντα Φονσέκα, παρέα με έναν ασθματικό ανεμιστήρα, υπό το άγρυπνο βλέμμα μιας θυρωρού που πιθανότατα ήταν χαφιές της αστυνομίας. Δεν είπε όμως τίποτε απ' όλα αυτά ...[σ. 69]
Λισαβόνα, Αύγουστος, 1938. Ο Περέιρα, υπεύθυνος για την πολιτιστική σελίδα της μικρής απογευματινής εφημερίδας Λισμπόα, περιφέρει το ταλαίπωρο σαρκίο του ανάμεσα σ' ένα άθλιο δωματιάκι, στο καφέ Ορκίντεα και στο γραφείο του. Ή αλλιώς, σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα παρέα με έναν ασθματικό ανεμιστήρα, σε ένα στέκι όπου ξεγελάει τη μοναξιά του δειπνώντας και πίνοντας λεμονάδες και σ' ένα γραφείο όπου εξαργυρώνει την αγάπη του για την λογοτεχνία.
Ευτραφής (το λίπος περικύκλωνε την ψυχή του - αν και εκ των υστέρων διαπιστώνουμε πως ίσως επρόκειτο για άλλου είδους ασφυξία), δυσκίνητος, εξαντλημένος, επιβιώνει σε μια ζωή μοναχική, ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του, στο πορτραίτο της οποίας συνεχίζει να απευθύνεται και να διηγείται τα νέα της ημέρας. Κυρίως όμως ζει μια ζωή ήσυχη: έχει αναλάβει μια ρουμπρίκα για νεκρολογίες, συχνά και για ζώντες συγγραφείς, για κάθε ενδεχόμενο. Ένας νέος, ο Μοντέιρο Ρόσσι, προτείνει τη συνεργασία του σε αυτή την περί θανάτου χρονογραφία· αλλά στις δοκιμαστικές του καταθέσεις επιλέγει ανεπιθύμητους λογοτέχνες. Όταν ο Ρόσσι γράφει για τον Λόρκα πως δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους και πως όλος ο κόσμος αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν να συμβεί μια μέγιστη βαρβαρότητα, ο Περέιρα αναστατώνεται.
H χώρα βρίσκεται υπό την δικτατορία του Σαλαζάρ· η γειτονική Ισπανία σε εμφύλιο πόλεμο, η Ιταλία υπό τον φασισμό του Μουσολίνι. Ο Περέιρα διαμαρτύρεται: δεν μπορείς να προκαλείς την τύχη σου αναφέροντας ένα ανατρεπτικό στοιχείο. Γνωρίζει όμως καλά ότι ολόκληρη η χώρα σιωπά, άνθρωποι χάνονται, η πόλη αναδίδει θάνατο. Σύμφωνοι, απάντησε ο Περέιρα, αλλά η Ισπανία είναι δυο βήματα από εδώ, κι εσύ ξέρεις τι συμβαίνει στην Ισπανία, πρόκειται για μαζική σφαγή, κ όμως υπήρχε μια νόμιμη κυβέρνηση, για όλα ευθύνεται ένας θρησκόληπτος αρχηγός. Κι εδώ η αστυνομία παριστάνει το αφεντικό όλων μας, σκοτώνει κόσμο, γίνονται κατ' οίκον έρευνες, υπάρχει λογοκρισία, πρόκειται για ένα αυταρχικό κράτος, ο λαός δεν μετράει καθόλου, η κοινή γνώμη δεν μετράει καθόλου. [σ. 61]
Ο Περέιρα έχει επιλέξει τη σιωπή. Η ζωή του τάχθηκε στη λογοτεχνία, άλλωστε συχνά μεταφράζει διηγήματα σπουδαίων συγγραφέων για την εφημερίδα, που τα αισθάνεται ως μηνύματα σε μπουκάλι που κάποιος θα μαζέψει. Το καθήκον του ολοκληρώνεται εκεί. Κάποτε θυμάται μια φράση του θείου του: η φιλοσοφία φαίνεται να ασχολείται μόνο με την αλήθεια αλλά πιθανώς λέει μόνο φαντασίες, ενώ η λογοτεχνία φαίνεται να ασχολείται μόνο με φαντασίες αλλά πιθανώς λέει μόνο την αλήθεια.
Ο Ρόσσι δεν υποχωρεί: στην επόμενη συνεργασία του χαρακτηρίζει τον Μαρινέττι εχθρό της δημοκρατίας, σκοτεινή προσωπικότητα, πολεμοκάπηλο. Τίθεται και αυτή στον φάκελο. Αργότερα σειρά θα πάρει ο Ντ' Αννούντσιο· όμως οι δυο συνεργάτες συναντιούνται και συζητούν. Στην διαφωνούσα συντροφιά σύντομα προστίθεται η σύντροφος του Ρόσσι, Μάρτα,. Παρά τα παράξενα συναισθήματά του ο Περέιρα σπεύδει να δηλώσει: Εγώ δεν είμαι σύντροφος, ο μοναδικός μου σύντροφος είναι ο εαυτός μου. Θα έπρεπε να είστε από τους δικούς μας, του λέει κάποια στιγμή αργότερα η Μάρτα. Προτιμώ να μην ξέρω τίποτε από τις ιστορίες σας, απαντάει ο Περέιρα, προσθέτοντας: η Ιστορία δεν είναι ένα ζώο που εξημερώνεται εύκολα. Θα μεσολαβήσει όμως να δώσει μυστική στέγη στον Ρόσσι σε μια πανσιόν, θα τους συναντήσει και άλλες φορές.
Αλλά ο Περέιρα δεν μπορεί να ησυχάσει. Ακούει τις κουβέντες στα καφενεία, αναζητά τις ξένες εφημερίδες που φτάνουν με μεγάλη καθυστέρηση. Πηγαίνει στην θαλασσοθεραπευτική κλινική της Παρέντε και συζητάει με τον γιατρό Καρντόζο. Κι αν ο Μοντέιρο με την Μάρτα έχουν δίκιο; Τότε η ζωή του δεν θα έχει κανένα νόημα, ούτε η πίστη του πως η λογοτεχνία είναι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Ο δόκτωρ Καρντόζο τού γνωρίζει την γαλλική θεωρία της συνομοσπονδίας των ψυχών. Το να πιστεύει κανείς ότι ζει αυτοδύναμος, αποκομμένος από την άμετρη πολλαπλότητα των διαφόρων εγώ, σημαίνει ότι ζει σε μια αρκετά αφελή ψευδαίσθηση, αυτή της μίας και μοναδικής ψυχής ... ενώ η προσωπικότητα μοιάζει με συνομοσπονδία διαφορετικών ψυχών, γιατί όλοι έχουμε διαφορετικές ψυχές μέσα μας που ελέγχονται από ένα ηγεμονικό εγώ που έχει τους επιβληθεί· και κάθε φορά που ένα άλλο εγώ πιο ισχυρό επιχειρεί να αναδυθεί και αποδειχτεί ισχυρότερο, γίνεται αυτό ένα ηγεμονικό εγώ, είτε με άμεσο χτύπημα είτε με αργή διάβρωση. Κι εμείς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα από το να το υποβοηθήσουμε. Διαφορετικά οι συγκρούσεις με τον εαυτό μας θα είναι ανελέητες.
Κι ο κύριος Περέιρα βλέπει όνειρα της νιότης του, αποφεύγει την θυρωρό - καταδότη του καθεστώτος, ακούει τους συμβιβασμένους - Εμείς είμαστε άνθρωπο του Νότου, Περέιρα, και υπακούουμε σε όποιον φωνάζει περισσότερο, σε όποιον διατάζει. [...] Καταλαβαίνεις; κυβερνούσε ο αρχηγός, κι εμείς είχαμε πάντα ανάγκη από έναν αρχηγό, ακόμα και σήμερα έχουμε ανάγκη από έναν αρχηγό. [σ. 61 - 62]. Δημοσιεύει ένα διήγημα του Αλφόνς Ντωντέ εγκωμιαστικό για την Γαλλία κατά της Γερμανίας τον καλεί για εξηγήσεις ο διευθυντής στο γραφείο του.
Η πορεία των πραγμάτων είναι δεδομένη και αναπότρεπτη. Ο Περέιρα θα προσφέρει κατάλυμα στον Ρόσσι, η πόρτα θα χτυπήσει, οι ασφαλίτες θα εισβάλλουν και θα φερθούν με τον τρόπο που το κάνουν στις δικτατορίες όλου του κόσμου, οι αμόρφωτοι θα ειρωνευτούν την κουλτούρα, οι τραμπούκοι θα αναζητήσουν τον νεαρό για να τον ανακρίνουν "για τις πατριωτικές αξίες που ξέχασε". Ο Περέιρα θα τους αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια, θα ταπεινωθεί και θα ηττηθεί αλλά θα φυλάξει ένα τελευταίο ευφυές σχέδιο, μια ύστατη νίκη με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει, ένα συγκλονιστικό δημοσίευμα που θα πάρει τον δρόμο για την εφημερίδα εξαπατώντας τους λογοκριτές, ένα κείμενο για το τι συνέβη στο σπίτι του μαζί με ένα ύστατο μήνυμα στην Μάρτα. Κι ύστερα, όλος ο κόσμος δικός του.
Όπως πάντα, η γραφή του Ταμπούκι μας εισάγει βαθειά στον κόσμο του χαρακτήρα του, στις μικρές, επαναλαμβανόμενες συνήθειές του, στις λεπτομέρειες μιας καθημερινότητας αβάσταχτης, στις περιπλανήσεις του στην Λισαβώνα, στους περιπάτους σε μια πόλη που βράζει αλλά και σιωπά. Σε αυτό το ελεγειακό και βαθειά συγκινησιακό μυθιστόρημα η συνειδητοποίηση δεν γίνεται στη νεαρή ηλικία ή στα ύστατα γηρατειά, ούτε ενεργοποιείται από ένα οριακό γεγονός παρά γίνεται σταδιακά, ως μια αργή διεργασία σε μια δραματική συγκυρία. Σε αυτή την αντίστροφη μαθητεία, ο αποσυρμένος από την ζωή περνάει από την αισθητική στην ηθική· αφυπνίζεται από το άμυαλο ζεύγος των νέων ή απλά ανασύρει αυτό που είχε πάντα κρυμμένο. Πιθανώς να έφταιγε εκείνο το ηγεμονικό εγώ που δόθηκε σε αναρίθμητους ανθρώπους και τους έκανε να σιωπούν στα φασιστικά καθεστώτα και να συνεχίζουν να εθελοτυφλούν και σήμερα.
Στο υπέροχο σημείωμά του στο τέλος ο συγγραφέας μας εξομολογείται πως ο ίδιος ο Περέιρα τον επισκέφτηκε ένα βράδυ ως ένα πρόσωπο σε αναζήτηση ενός συγγραφέα. Δεν κατάλαβε γιατί διάλεξε εκείνον να αφηγηθεί την ιστορία του αλλά μπόρεσε να θυμηθεί ένα πρόσωπο που πράγματι άξιζε να μνημονευτεί: έναν δημοσιογράφο που κάποτε δημοσίευσε σε μια πορτογαλική εφημερίδα ένα σκληρό άρθρο κατά του καθεστώτος και ύστερα από ταλαιπωρίες αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της εξορίας. Όταν μετά το 1974 επανήλθε η δημοκρατία, εκείνος είχε απ' όλους ξεχαστεί. Τώρα στη θέση του πιθανώς ήρθε ο Περέιρα για "να περιγράψει μια επιλογή" και να αφηγηθεί την ιστορία εκείνων που έχασαν την Ιστορία, που δεν μπήκαν ποτέ στα επίσημα εγχειρίδια.
Εκδ. Άγρα, 2010, μτφ. Ανταίος Χρυστοστομίδης, [Sostiene Pereira, 1994], σελ. 215. Περιλαμβάνεται τετρασέλιδο σημείωμα του συγγραφέα και εντεκασέλιδη συνέντευξη του συγγραφέα στο περιοδικό Lire [1995].
Η φωτογραφία με τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι είναι από την κινηματογραφική μεταφορά του [Sostiene Pereira, Roberto Faenza, 1995].