Anti - Amelie
Amelie Nothomb - Αντίχριστη
Η απολαυστικότατη Αμελί Νοτόμπ συνεχίζει ακάθεκτη να γράφει ένα βιβλίο ανά χρόνο, μια νουβέλα στην οποία έχει καθιερώσει το απόλυτα προσωπικό της ύφος, όπου η εκάστοτε σκληρή, κάποτε οριακή ιστορία φορτίζεται με αγκάθινους διαλόγους, διάχυτη ειρωνεία και μια διαρκή διαμάχη ανάμεσα στην διάχυτη επιθετικότητα των ανθρώπων και την ήττα της λογικής, ακριβώς όπως εκφράζονται στις σύγχρονες περιστάσεις. Έχουν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία μετάφραση βιβλίου της Νοτόμπ στη γλώσσα μας [Ημερολόγιο του χελιδονιού, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2008] και ομολογώ ότι μου έλειψε η γραφή της.
Η αφηγήτρια ονομάζεται Λευκή είναι μια δεκαεξάχρονη μαθήτρια που περιμένει μόνο τους άλλους να την πλησιάσουν και αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με την συνομίληκή της Κρίστι, που είναι κοινωνική και δημοφιλής. Έτσι όταν γνωρίζονται η πρώτη πρόθυμα θα προτείνει στην δεύτερη να την φιλοξενεί στο σπίτι κάθε Δευτέρα, για να αποφεύγει τις μεγάλες αποστάσεις ως το σπίτι της. Ήδη από την πρώτη τους αυτή συμφωνία οι όροι αντιστρέφονται: δεν μοιάζει να της κάνει εξυπηρέτηση αλλά να την ικετεύει.
Η Κρίστι ταπεινώνει την οικοδέσποινά της με μια απόλυτη χαρά κυριαρχίας, από την οποία αντλεί πλήρη ευχαρίστηση. Ήδη στην πρώτη της επίσκεψη την αναγκάζει να γυμνωθεί για να δοκιμάσει ένα φόρεμα και την προσβάλει για το σώμα της - το μοναδικό χειροπιαστό αγαθό που αισθάνεται πως διαθέτει. Δεν της απευθύνει ποτέ το λόγο, οικειοποιείται το δωμάτιο της, γοητεύει τους γονείς της, τους αποκαλεί με το μικρό τους όνομα, κερδίζει στην σύγκριση με την κόρη τους. Στο σχολείο, από την άλλη, όταν την αγνοεί πλήρως.
Έχοντας σταδιακά εξασφαλίσει μόνιμη στέγη με μόνο αντίτιμο να την γελοιοποιεί δημοσίως, η Κρίστι αφιερώνει τον χρόνο της στην αυτοπροβολή. Σμιλεύει προσεκτικά την παρουσία της, με βάση "το αρχέτυπο της μόλις ανθισμένης παρθένας, ζωηρής και συνάμα εύθραυστης, αυτό το ιδανικό που έχει επινοήσει ο πολιτισμός ώστε να παρηγορείται για την ανθρώπινη ασχήμια", όπως καυστικά σκέφτεται η Λευκή. Η Λευκή δεν υποφέρει πλέον από μοναξιά, αλλά από εγκατάλειψη και με την διαρκή αίσθηση τιμωρημένης. Οι γονείς χάνουν την αξιοπρέπειά τους κι αυτή τα τελευταία απομεινάρια στοργής. Μόνο μέσα από τα μάτια της πλέον μπορεί να δει τον εαυτό της - και να τον μισήσει ακόμα περισσότερο. Σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η Κρίστι είχε δει το πρόβλημά της και το εκμεταλλεύεται: έχει δει ένα κορίτσι που ως σήμερα υπέφερε φρικτά επειδή δεν υπήρχε και κατάλαβε ότι μπορεί περίφημα να χρησιμοποιήσει αυτό τον πόνο.
Όσοι πιστεύουν ότι το διάβασμα είναι μια φυγή βρίσκονται στον αντίποδα της αλήθειας. Με το διάβασμα έρχεται κανείς ενώπιον του πραγματικού στην πιο συμπυκνωμένη μορφή του - κάτι που παραδόξως είναι λιγότερο τρομακτικό από το να 'χει να κάνει με τις ατέρμονες αραιώσεις του. [σ.114]
Η μόνη διαφυγή είναι, για άλλη μια φορά η ανάγνωση. Εφόσον για την οικογένειά της ήταν πάντα αόρατη, εκμεταλλεύεται το γεγονός και διαβάζει μέρες ολόκληρες χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς. Από τον καιρό της Κρίστι βέβαια και μετά η ανάγνωση μοιάζει με διακεκομμένη συνουσία. Εφόσον η εγωπαθής φιλοξενούμενη δεν μπορεί να οικειοποιηθεί την απόλαυση της, προσπαθεί να την εκμηδενίσει με παθολογική ζήλεια. Το ίδιο κάνει και με τις πρώτες δειλές ερωτικές απόπειρες της Λευκής. Η Λευκή πλέον έχει απλά μια υποψία ταυτότητας: είναι ο Δορυφόρος της Κρίστι. Δεν της αναγνωρίζει παρά έναν έρωτα υπεράνω πάσης υποψίας: για τον εαυτό της. Και λυπάται που η γελοιότητα δεν σκοτώνει τον φορέα της. Αν το δικό της βέλος είναι έτοιμο να εκτοξευτεί με όλη την διάθεση προς τον κόσμο, της Κρίστι έχει την μικρότερη δυνατή εμβέλεια: κατευθύνεται στον ίδιο της τον εαυτό.
Το δύσκολα μεταφράσιμο δίπολο των ονομάτων Blanche και Christa απηχεί τους αντίστοιχους ψυχισμούς των δυο ηρωίδων και εύλογα καταλήγει στον τίτλο Antechrista. Συχνά οι σκέψεις της Λευκής εκφράζονται με ευφυέστατη ειρωνεία η οποία όμως αδυνατεί να εξωτερικευτεί σε λόγο. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι οι συγκρουόμενοι εσωτερικοί της μονόλογοι που εκφράζουν ακριβώς την διαμάχη εντός της. Πώς είναι τελικά καλύτερα, μαζί της ή μόνη της;
Λόγος υπέρ Κρίστι: Έχει κάτι να προσφέρει στον καθένα. Εσύ δεν έχεις τίποτα για κανέναν, ούτε για σένα. / Εκείνη μπορεί να είναι ματαιόδοξη και ηλίθια, αλλά τουλάχιστον είναι αγαπητή. / Πάντα ονειρευόσουν να είσαι κοινωνική, και τώρα είναι η ευκαιρία της ζωής σου. / Μια τέτοια συμπεριφορά ίσως θα είναι λυτρωτική, μπορεί να σε γιατρέψει από τις αρρωστημένες σου αναστολές. / Η Κρίστι θα σου μάθει τη ζωή. / Πρέπει πάντα να πηγαίνεις στην κατεύθυνση της ζωής, να μην της προβάλλεις αντίσταση. Αν υποφέρεις, είναι επειδή την αρνείσαι.
Αντίλογος: Αν δεν σέβεσαι εσύ τον εαυτό σου, μη σου κάνει έκπληξη που δε σε σέβεται κι εκείνη! / Βρίσκεις πάντα δικαιολογίες, πόσο χαμηλά πρέπει να πέσεις για να αντιδράσεις; / Δειλή! Με πόσα λόγια μεταμφιέζεις τη δειλία σου; / Πώς αποδέχεσαι την ύστατη υπεξαίρεση, την ιδιοποίηση του δωματίου σου και του ίδιου σου του κρεβατιού; Το θησαυροφυλάκιο των παραμελημένων κοριτσιών, τον ονειρικό χώρο ενός προσωπικού δωματίου, κι αυτόν ακόμη θα μου τον έπαιρναν. Δεν κοιμήθηκα. Ένιωθα βαθειά μέσα μου τι ήτα αυτό που έμελε να μου αφαιρεθεί. Το ιερό μου, από τότε που γεννήθηκα, ο ναός των παιδικών μου χρόνων, το αντηχείο των εφηβικών κραυγών μου. Η Κρίστι είχε πει ότι το δωμάτιό μου δεν έλεγε τίποτα. Έτσι ήταν: μ' αυτό τον τρόπο το δωμάτιο έλεγε κάτι για μένα. [σ. 44]
Όσο προχωρούν οι σελίδες, τόσο περισσότερο αναρωτιέται κανείς πώς θα τελειώσει το μαρτύριο της πραγματικής ηρωίδας, που φέρει τις αδυναμίες αναρίθμητων ανθρώπων. Η νέμεση που μηχανεύεται είναι ευφυής, βιώνεται με συντριπτική ανωτερότητα και περιβάλλεται από με απόλυτη σιωπή. Φυσικά ποτέ δεν αποδίδεται απόλυτη δικαιοσύνη· τα θύματα δεν είναι ποτέ όπως πριν, οι θύτες αναζητούν τη νέα τους λεία. Ένα ακόμα εξαιρετικό βιβλίο στο ιδιότυπο ύφος της Νοτόμπ, που καταφέρνει στον καθιερωμένο αριθμό σελίδων να δημιουργήσει στον αναγνώστη φορτισμένα συναισθήματα, που επιδίδονται σε άγριο αγώνα επικράτησης, ακριβώς όπως οι πράξεις και οι λόγοι των προσώπων στην αρένα των διαπροσωπικών σχέσεων.
Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2014, μτφ. Μαρία Καλλιθράκα - Μοσχοχωρίτου, επιμ. Κώστας Λιβιεράτος, σελ. 122, με δισέλιδες σημειώσεις του επιμελητή [Antechrista, 2003].