Νίκος Νικολαΐδης - Ο οργισμένος Βαλκάνιος
Εκείνος: Είσαι μαζί μου ή δεν είσαι. Εκείνη: Πώς αλλιώς; Μόνο λόγια και σχέδια; Είμαστε σίγουρα στον κόσμο του Νίκου Νικολαΐδη. Του Λάμπρου Σκουζ
Υπήρχε μια μοναχική κι απότομη ανηφοριά, στ' ανατολικά του μεγάλου νταμαριού. Ένας στενός χωμάτινος δρόμος οδηγούσε κατευθείαν σ' ένα πλάτωμα στην κορυφή της. Στεκόταν στη ρίζα της πλαγιάς και την αναμετρούσε μαρσάροντας; Η μηχανή έτρεμε ολόκληρη κάτω απ' τα πόδια του και την κρατούσε με δυσκολία. Σαν μπούχιαζε ο κόσμος στην μπενζίνα, έσφιγγε τα δόντια και άφηνε απότομα το ντεμπραγιάζ και τότε η Machules πέταγε ψηλά τον μπροστινό τροχό της. Πήγαινε έτσι καμιά δεκαριά μέτρα και ορμούσε έπειτα τ' αφηνιασμένο μέταλλο όλο μανία για την ανηφόρα. Ανέβαινε βλαστημώντας κι ουρλιάζοντας, πισώπεφτε, ξεκαβάλαγε κι έκλαιγε απ' τη λύσσα που 'χε να φάει το βουνό, μέχρι που κώλωνε και χυνόταν πάλι πίσω στην κατηφόρα κι άρχιζε πάλι απ' την αρχή. Σαν έφτανε με τα πολλά στο πλάτωμα, παράταγε τη Machules κι έπεφτε σε μια γωνιά ξεθεωμένος. [σ. 13]
Μήπως είμαστε στον κόσμο του Νίκου Νικολαΐδη; Ακόμα και με κλειστά μάτια, δηλαδή με κρυμμένο το εξώφυλλο, κάτι τέτοιο θα αισθανόμουν. Ο μοναχικός χαρακτήρας που αναπνέει μόνο στην δίτροχη τροχιά των αποδράσεών του, η δουλειά στο πρατήριο που τον καθιστά θεατή των μεγάλων και φευγάτων αυτοκινήτων, το μικρό του δωμάτιο στο σπίτι δίπλα στα νταμάρια γεμάτο φωτογραφίες - ο "Ατίθασος" Μάρλον Μπράντο και η παρέα με τις μοτοσυκλέτες που γυρνούσε την Αμερική και άραζε όπου ήθελε, ο Αναίτιος Επαναστάτης και δυο πόστερ να κρύβουν τους σοβάδες του τοίχου. Ο ημερολογιακός χρόνος μετράει ιδιωτικά: Μια βδομάδα πριν συναντήσει την Τερέζα, πέντε μέρες πριν συναντήσει την Τερέζα, τέσσερις μέρες...
Πάει καιρός που Τερέζα είχε ξεκόψει απ' το σπίτι της. Ζούσε μονάχη σ' ένα μικρό ρετιρέ, απ' αυτά που οι μηχανικοί προβλέπουνε σε κάθε πολυκατοικία, κατάλληλο για γκαρσονιέρες και για μοναχικές κοπέλες δίχως πόρους. Γύριζε νωρίς - νωρίς τα πρωινά για ύπνο, την ώρα που οι θυρωροί καθάριζαν τα πεζοδρόμια, χτυπούσαν τα χαλιά και βγάζανε τους τενεκέδες, τα σκουπίδια. Την ώρα που τα υπηρεσιακά λεωφορεία τρέχανε γρήγορα με σβηστά φώτα, γύριζε μισομεθυσμένη μ' ένα κεφάλι όλο καπνούς και αλκοόλ και μια πικρή βροχή από μοναξιά στα μάτια. Πετούσε τα ρούχα της στην έξω πόρτα κι έμπαινε ολόγυμνη στην κάμαρά της. Πότε - πότε ξερνούσε στον μπιντέ το ολονύχτιο γλέντι της κι ύστερα ξάπλωνε στο κρεβάτι, έσβηνε το φως και κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο της καθώς οι θόρυβοι της πόλης μεγάλωναν.[σ. 59]
Είναι βέβαιο πως είμαστε στον κόσμο του Νίκου Νικολαΐδη. Τα αυτοκίνητα φεύγουν σφαίρα από το πρατήριο για Πάτρα - Ιταλία και μετά δεν έχει σημασία. Οι σχέσεις του είναι φευγάτες αλλά ποτέ δεν θέλει "να τον ξεπετάνε στο έτσι" και όταν συμβεί φέρεται ανάλογα και χειρότερα. Του αρκεί να γνωρίζει τις γκρίνιες και τις αδυναμίες της μηχανής του - και τις γνωρίζει καλά, όπως και κάτι μικρά μεταλλικά χτυπήματα από της καρδιά της μέσα. Η δεύτερη μοναδική του χαρά, το σινεμά. Κι ύστερα τα φλιπεράκια στην πλατεία Βικτωρίας, εκείνος ο κόσμος ο γεμάτος χρώματα και φωνές και χαρούμενα ηλεκτρικά καμπανάκια και τα "Σφαιριστήρια" στα Εξάρχεια. Εκεί ένα βράδυ πάνω στο ηλεκτρόφωνο ήταν ακουμπισμένη η Τερέζα .. με γερτό κεφάλι και μια μικρή ρυτίδα ερωτηματικού ανάμεσα στα φρύδια της. Οι άκρες των χειλιών της ανασήκωναν το ανάλαφρο βάρος ενός ειρωνικού χαμόγελου κι έπειτα σάρκωναν στη μέση κι έκαναν μια καμάρα...
Ένας καυγάς μπροστά στα μπιλιάρδα, η ήττα του Φάνη, το δαντελένιο κιλοτάκι της κομπρέσα πάνω στα χτυπήματα, η γνωριμία των εραστών, η καληνύχτα. Πάνω στο τιμόνι της Matchless (γιατί αυτή είναι η προφερόμενη Machules) στερεώνεται με λάστιχο ένα τρανζιστοράκι και αρχίζει η αναζήτηση της Τερέζας. Τώρα ανακατεύονται μνήμες, οι διαφημίσεις του ραδιοφώνου, η προσπάθεια να θυμηθεί την πολυκατοικία της, οι διάλογοι με τους καχύποπτους. Σύλληψη, κρατητήριο, μια τραγελαφική παρεξήγηση με το βρακί της, η άχρηστη ζωή που θέλει να σε ρουφήξει.
Ο Φάνης πήγε κι έκλεισε την πόρτα. Κοίταξε τον Μάρλον Μπράντο. / "Κάτι πρέπει να γίνει ... Δεν αντέχω άλλο. [...] Πρέπει να φύγω από δω ... Γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται. / Τι να ηρεμήσω, έτσι μου 'ρχεται ν' αρχίσω τα ντουβάρια στις κουτουλιές να το γκρεμίσω το κωλόσπιτο. Αυτή η χώρα που ζούμε, παιδί μου, είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Ηρέμησε τώρα... Ηρέμησε, όλα θα γίνουν. Πώς θα γίνουν ... τίποτε δεν θα γίνει". [σ. 81]
Και πάντα έξω βρέχει μια διάφανη, ψιλή βροχή, που πάντα αφήνει ένα παραπονιάρικο μουρμουρητό στο λούκι, που σου μουσκεύει την καρδιά. Και πάντα θα υπάρχει η αναζήτηση της Τερέζας, εκείνης της γυναίκας που θα μας ωθήσει στη φυγή, και κάποτε έρχεται η συναπάντηση με το ξενυχτισμένο της δέρμα, το παιχνίδι με τις σιωπές, ο ένας να ανάβει το τσιγάρο του άλλου, η συννεφιασμένη παραλία, τα λόγια της - Πες μου κάτι να χαρώ, πες μου κάτι αστείο.
Το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Νικολαΐδη εκδόθηκε το 1979, την ίδια χρονιά που βγήκαν στις αίθουσες Τα Κουρέλια που Τραγουδάνε Ακόμα. Είναι η ιστορία του Φάνη, η ιστορία της Τερέζας, η ιστορία των δυο τους μαζί. Είναι η ιστορία αυτών που κάτι δεν τους πάει στη δοτή ζωή που καλούνται να ακολουθήσουν, που κάτι ύποπτο τους βρωμάει στη δουλοπρέπεια του συρμού που εφαρμόζει την σειριακή παράδοση: δουλίτσα, σπιτάκι, οικογένεια· εκείνων που αρνούνται την υποταγή στη προδιαγεγραμμένη πορεία, που προτιμούν να μην πάρουν σειρά "να τους πηδήξουν".
"Γι' αυτούς δεν είμαι αθώος και το ξέρεις καλά. Γι' αυτούς είμαι ένας τσογλαναράς που τους ξέφυγε και τίποτ' άλλο. Κάπου θα μου τη στήσουν τώρα και θα με μπαγλαρώσουν για τα καλά. Δεν θα 'μαι πάντα τυχερός. Μια στιγμή, δεν τελείωσα. Όσο για τους μάγκες ...Γι' αυτούς δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Όλοι είμαστε εγκληματίες. Αυτή 'ναι, αδελφέ, η δουλειά τους. Κι εγώ κι εσύ κι αυτός" είπε πιο σιγά κι έδειξε τον Γκουεβάρα. Σηκώθηκε και πήγε μπροστά στη φωτογραφία του. Κόλλησε το μέτωπό του πάνω στο μέτωπο του Τσε και του ψιθύρισε: "Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ακόμα ελεύθερα, είναι να κατουράμε στραβά ... Αύριο θα μας βουτήξουν και γι' αυτό". [σ. 139]
Είναι ακριβώς ο σκηνοθέτης που γνωρίσαμε και έγραψε για εμάς με πένα και με κάμερα τις ιστορίες που θέλαμε να δούμε και να διαβάσουμε. Είναι ο ίδιος στους διαλόγους και στις σιωπές, τολμώ να πω, και λίγο πιο μαλακός από τη σκληρή συνέχεια. Είναι ο ίδιος και στην πρόσθετη χούφτα από μικρές ιστορίες κωμικοτραγικές ή ένα από τα δυο: την συνομιλία στο τμήμα, την κοινή παρακολούθηση μιας ταινίας μετά σχολιασμού, την τρομοκράτηση του σινεματζή, την σαρκαστική βόλτα στο σούπερ μάρκετ και την αξέχαστη ληστρική / ερωτική βραδιά στο άδειο ζαχαροπλαστείο. Εκείνο το "νοσοκομείο γλυκών" με τα σιωπηλά ψυγεία με τα άσπρα δισκάκια και τις κούκλες τις τυλιγμένες σε ζελατίνες θα ζήσει μεγαλειώδεις στιγμές. Μπορείς να κλέψεις την αλήθεια από κάποιον;
Θέλω να μ' αγαπάς όταν είμαι κακιά και άδικη. Τότε είναι που σε χρειάζομαι, κατάλαβες; Όταν είμαι καλή, όλος ο κόσμος μ' αγαπάει. Αλλιώς, είμαι μόνη μου...
Ο Φώτης καταλαβαίνει. Θέλει μαζί της "να μιλάνε στο γνήσιο". Αργότερα θα της πει Είσαι μαζί μου ή δεν είσαι, αυτό θα πει. Η Τερέζα ενδύεται κάθε ερωτικό ρόλο που θα της δώσουν οι καλοπληρωτές της? το δικό της όνειρο βρίσκεται στο σινεμά, να βρεθεί από κομπάρσος στο μέσο της σκηνής. Αλλά παρά τις υποχωρήσεις της μπροστά στην παθιαστική συμπεριφορά του μοιάζει να ξέρει κάτι παραπάνω. Ακόμα και το ότι για φτιάξεις τους ανθρώπους πρέπει να φτιάξεις πρώτα τον εαυτό σου, δύσκολες καταστάσεις δηλαδή. Και στα δύσκολα και τα αναποφάσιστα, εκείνη θα είναι η κινητήρια μορφή όχι μόνο επειδή ούτως ή άλλως στο σύμπαν του Νικολαΐδη και ημών των ταπεινών ομοίων του μόνο μια γυναίκα μπορεί να κινήσει το σύμπαν αλλά και επειδή το λέει η καρδιά της. Είναι εκείνη που θα πάρει το τρελό του σχέδιο της ληστείας και της φυγής και θα πει Πώς αλλιώς; Μόνο λόγια και σχέδια;
Εκδ. Athens Voice Books, 2011, [A΄ έκδ. Καστανιώτης, 1979], σελ. 299.
Οι φωτογραφίες από τη σπάνια φωτοθήκη του γκρουπ Nikos Nikolaidis koureli.