48 ζωές για το κατακόκκινο κορίτσι
Ζιλμπέρ Λασκό - Η Κοκκινοσκουφίτσα παντού
Και ο λύκος με περιμένει να κόψω τα φουντούκια, να κυνηγήσω τις πεταλούδες, να μαζέψω τα λουλουδάκια, να διασχίσω το δασάκι, να μπω στο σπίτι, να του πάω μια πίτα κι ένα βαζάκι βούτυρο, να γδυθώ, να γλιστρήσω στο μεγάλο κρεβάτι και να του ζητήσω να με φάει". Αυτά λέει η Κοκκινοσκουφίτσα. Η φωνή της είναι απαλή και λάγνα. [σ. 28]
Θυμάμαι καλά ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο γεμάτο σύντομες ιστορίες, ευφυείς, παράδοξες και παράξενα πειστικές. Το βιβλίο λεγόταν Ένας ναρκοθετημένος κόσμος [Εστία, 1986, μτφ. Δανάη Μιτσοτάκη] και ο συγγραφέας του Ζιλμπέρ Λασκώ [με ωμέγα]. Εκείνες οι σύντομες πρόζες, ικανές να φτιάξουν το δικό τους κόσμο η καθεμιά σε λίγες μόνο γραμμές, αποτελούσαν ιδανικό ανάγνωσμα σε μια από τις ραδιοφωνικές εκπομπές που πλοηγούσα τότε στο Ράδιο Κιβωτός Και να που ξανασυναντώ τον "ολιγόλογο" συγγραφέα σε ανάλογες ακαριαίες αφηγήσεις αλλά με μια κοινή θεματική. Και τι θεματική! Το κατακόκκινο κορίτσι όπως δεν ήταν, όπως κατά βάθος ήταν ή όπως θα μπορούσε να είναι, και μάλιστα σε κάθε δυνατό χρόνο, τόπο και περίσταση.
Ο Λασκό [Στρασβούργο, 1934], συγγραφέας βιβλίων λογοτεχνίας και αισθητικής, κριτικός τέχνης, πανεπιστημιακός καθηγητής και ερευνητής στην έδρα "Τερατοσκοπίας και Δεινογραφίας" του Κολεγίου Παταφυσικής, αφιερώνει το βιβλίο του στον Ζαν Πιερ Ενάρ [Jean-Pierre Enard], που επίσης έγραψε πάνω στην Κοκκινοσκουφίτσα και σε άλλες ηρωίδες του Charles Perrault Παραμύθια που θα κάνουν τις Σκουφίτσες να κοκκινίσουν. Φαίνεται πως υπάρχει μια σειρά δαιμόνιων μυαλών που γνωρίζουν καλά τις κρυμμένες αφηγήσεις και τα ενδεχόμενα νοήματα των μύθων, των παρα-μύθων και των παραμυθιών. Ή έστω τα επινοούν.
Κι έτσι εδώ έχουμε σαράντα οκτώ παραλλάξεις και μεταλλάξεις, λοξοδρομήσεις και παρεκκλίσεις, επιτονισμούς και υποσημειώματα πάνω και κάτω από την ιστορία του πορφυρού κοριτσιού που άφησε την αθωότητά του - την όποια του αθωότητα - τροφή - σε ποιους; Για παράδειγμα: ας φανταστούμε την Κοκκινοσκουφίτσα να έχει μόλις κλείσει τα σαράντα και να μοιράζεται το ίδιο επάγγελμα με τους εραστές της (: φορτηγατζήδες), συνεπώς αν έχει μεγάλα χέρια είναι για να κρατάει καλύτερα το τιμόνι του φορτηγού ψυγείου της κι αν έχει μεγάλα δόντια είναι για να τρώει καλύτερα στα φαγάδικα του αυτοκινητόδρομου. Φυσικά θα φοράει κόκκινα - τζάκετ, παντελόνι, κασκέτο, εσώρουχα, κάλτσες - και στα σι-μπι θα αποκαλείται ακόλαστη ντομάτα ή τρελαμένο κεράσι. Και θα έχει μια αμυδρή ανάμνηση από κάτι που κάποτε παρά λίγο να της συμβεί...
Είναι πάντα βιαστική. Δε χρονοτριβεί ποτέ. Δε σταματάει στα πάρκινγκ για να κυνηγήσει πεταλούδες. Όταν βάζει βενζίνη, δεν κόβει φουντούκια από τις φουντουκιές δίπλα στα βενζινάδικα. Δε μαζεύει τα λουλουδάκια που μαραίνονται στα κράσπεδα των αυτοκινητόδρομων. Παίρνει πάντα τον πιο σύντομο δρόμο. Ξέρει ν' αποφεύγει τα μποτιλιαρίσματα. Λέει καμιά φορά: "Δε μ' αρέσει να χασομεράω. Ένα χασομέρι κάποτε, παραλίγο να μου στοιχίσει ακριβά". [σ. 12]
Δηλώσεις, συνυποδηλώσεις, νοήματα και απονοήματα του κόκκινου χρώματος, επίσης όλα δεκτά. Αν την συναντήσουμε στη Γενεύη του 1915, μπορεί να προσφέρει το κόκκινο σκουφάκι της στον Λένιν, να το κάνει σημαία μιας μελλοντικής επανάστασης. Εκείνος θα αποδεχτεί το δώρο, χωρίς να πολυπιστεύει ότι κάτι τέτοιο θα κυματίσει μια μέρα στον ουρανό της αγίας Πετρούπολης, αλλά πώς να την κακοκαρδίσει;
Εδώ περιλαμβάνονται και εκείνα που αρνηθήκαμε να σκεφτούμε: πως οι ήρωες των παραμυθιών γερνούν όπως κι εμείς ή ότι ήταν εξαρχής συφοριασμένοι. Δεν φανταστήκαμε, ας πούμε, την Κοκκινοσκουφίτσα άποδη και μονόφθαλμη και τον λύκο κουτσό και ξεδοντιάρη, να μην έχει ούτε την δύναμη να δαγκώσει. Ούτε την αντιστροφή του μύθου, το κορίτσι να ταπεινώνει τον λύκο χρησιμοποιώντας το σώμα του σαν χαλάκι, καθώς σκουπίζει πάνω του τα τσόκαρά της. Ή το αιώνιο δίλημμα: ο λύκος κλείνεται σ' ένα κλουβί ζωολογικού κήπου όπου θυμάται αμυδρά την γυμνότητα της Κ. όταν γλιστρούσε στο κρεβάτι της γιαγιάς της και δεν είναι πια σίγουρος αν ήθελε να τη φάει ή να της κάνει έρωτα.
Από την άλλη η Κοκκινοσκουφίτσα καταδικάζεται να μην μπορεί να ησυχάσει ποτέ. Ακόμα κι αν βρεθεί δηλαδή στον Βόρειο Πόλο και σπεύδει στο ιγκλού της γιαγιάς της, θα την παραμονεύει μια τεράστια πολική αρκούδα, ενώ στο βυθό του Ειρηνικού θα μάχεται με τους καρχαρίες στο δρόμο για το βυθισμένο υποβρύχιο όπου κατοικεί η γιαγιά της. Σε κάποιον άλλο πλανήτη θα σταυρώνεται από μια συμμορφία αγρίων με κεφάλι λύκου ενώ δώδεκα μαθήτριες της Εσταυρωμένης πιστεύουν ακράδαντα ότι είναι η εγγονή μιας Θεάς. Και στην υπ' αριθμόν 18 εκδοχή, θα φαγωθεί από την ίδια την γιαγιά της και ο ερωτευμένος λύκος θα εκδικηθεί για τον θάνατό της.
Οι αντι - ιστορίες του συγγραφέα χωρούν σε μια σελίδα ή σε μια παράγραφο ή σε λίγες λέξεις, άρα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ακαριαία παραμύθια και ως σχέδια - ιδέες για μεγαλύτερες συνθέσεις φαντασίας και ονείρου. Σε κάθε περίπτωση, εδώ υπάρχει ένα μεγάλο παιχνίδι, και σ' αυτό το παιχνίδι ο συγγραφέας γνωρίζει, όπως γράφει ο μεταφραστής στην ανάλογης έκτασης εισαγωγή του, πως η μεγάλη λογοτεχνία δεν φοβάται ούτε να αρκεστεί στη μικρή φόρμα, ούτε να παίξει απανωτές παρτίδες με την γλώσσα, τους μύθους και την Ιστορία.
Στην οριακότερη αντιστροφή, οι φωτοστεφανωμένοι λύκοι περικυκλώνουν και τρώνε την μοχθηρή παιδούλα, την ενσάρκωση του Κακού. Διονυσιασμός και επικράτηση του Καλού, στην ίδια πράξη. Σε μια άλλη εξωφρενική εκδοχή (λες και κάποια είναι εσωφρενική ή "λογική"), η μικρή ξυπνάει την Ωραία Κοιμωμένη για να μοιραστούν μια χιλιόχρονη συμβίωση. Κάποτε άλλοτε μπαίνει στη θέση άλλων κοριτσιών σε ζωγραφικά έργα τέχνης (όπου και ο λύκος προφανώς αντικαθιστά τον εκάστοτε σκύλο). Μια φορά ζητείται και η συνδρομή της επιστήμης, και δη του Αλμπέρ Μαντάλ, του Κέντρου Ερεύνης και Αναλύσεων Μύθων στο Κεμπέκ σύμφωνα με τον οποίο "η θηριωδία του λύκου δεν είναι παρά η αυταρχική προσήνεια της γιαγιάς, που συνεχίζεται με άλλα μέσα. Σ' αυτό το παραμύθι, η γιαγιά είναι ήδη λύκος, κι ο λύκος είναι ακόμα η γιαγιά".
Αλλά εκείνο που θα κυριαρχεί, θα είναι το αναπότρεπτο. Και ιδίως το αναπότρεπτο του έρωτα. Εδώ το ορίζει η στιγμή που πέφτει το μάνταλο - η κορυφαία και κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της Κ.· τότε είναι που η παγίδα κλείνει και η μοίρα δρομολογείται.
Όταν η Κοκκινοσκουφίτσα τραβάει τη σφηνούλα, πέφτει στην ποντικοπαγίδα. Τετέλεσται. Δεν μπορεί πια να γυρίσει πίσω, δεν μπορεί καν να σταματήσει το χρόνο, Πριν απ' αυτά, όλα ήταν ακόμα εφικτά. Πριν, η Κοκκινοσκουφίτσα μπορούσε να ταυτίζεται με τις πεταλούδες, πλάσματα εφήμερα, με την αλαφράδα τους, το κυμάτισμά τους σε μια γενικότερη θολότητα. Μπορούσε ν' ακτινοβολεί σαν λουλουδάκι. Όμως, από τη στιγμή που το μάνταλο πέφτει, γίνεται εδώδιμο προϊόν, σαν πίτα η σαν βαζάκι βούτυρο, ένσαρκη τροφή δίπλα σε άσαρκες. Το μάνταλο που πέφτει, προαναγγέλλει το πέσιμο του φουστανιού και της κιλότας του κοριτσιού όταν, για να πλαγιάσει πλάι στο λύκο, γδύνεται κι αφήνει να πέσουν τα ρούχα της στο κερωμένο παρκέ. [σ. 61]
Και πάντως πάντα θα υπάρχει κι ένα κακόφημο προάστιο, και η τετρασέλιδη ιστορία του βιβλίου φυλάσσεται για τις τρεις συμμορίες του, τις Κοκκινοσκουφίτσες - διαρρήκτριες, παραχαράκτριες, κοκότρες και λησταρχίνες - Γριες (μεθύστρες, πλύστρες, μαυλισμένες και άλλα) και τους Λύκους, που συναντιούνται σε καταγώγια, οργιάζουν, ενώνουν τα όπλα τους, ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους και καταλαμβάνουν τη Βαστίλη. Εκείνη του 1789, λέει ο συγγραφέας, αλλά και την κάθε Βαστίλη, προσθέτω κι εγώ. Γιατί σε αυτές τις ιστορίες γκρεμίζονται όλες οι φυλακές της έμπνευσης και της φαντασίας.
Εκδ. Opera, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, 2011, σελ. 69 [Gilbert Lascault, Le Petit Chaperon Rouge partout, 2007].
ΥΓ. Παρακαλώ σε μια επόμενη έκδοση μη ξεχάσετε τον χορτοφάγο Λύκο.