Ιn the year 5858
Τζόναθαν Κόου - Expo 58
Το Τι ωραίο πλιάστικο! υπήρξε ένα από τα συναρπαστικότερα μυθιστορήματα που διάβασα ποτέ - μια σπάνια πρόζα πάνω στην ρύπανση των ιδιωτικών ζωών από την πολιτική διαφθορά και την αντι-οικολογική συνείδηση. Το σπίτι του ύπνου, το δεύτερο πιο αγαπημένο μου μυθιστόρημα του Κόου, βρισκόταν στην άλλη πλευρά, βυθισμένο στην αβυσσαλέα ατομικότητα και στους σύγχρονους μηχανισμούς ελέγχου της ψυχής. Τρίτο στη σειρά θα έβαζα το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ· μια μελαγχολική ελεγεία στην μοντέρνα εποχή που προσπέρασε κάποιους από εμάς. Η Λέσχη των Τιποτένιων και ο Τέλειος Κύκλος αποτελούσαν επίσης υποδείγματα μιας απόλυτα κινηματογραφημένης γραφής που αποτυπώνει ολόκληρους κόσμους με τις πιο απλές λέξεις.
Σε όλα αυτά τα βιβλία το προσωπικό ύφος του συγγραφέα είναι άμεσα αναγνωρίσιμο, αλλά αναρωτιέμαι αν διάβαζα το Expo 58 με καλυμμένο το εξώφυλλο τι θα πιθανολογούσα ως προς το πρόσωπο του συγγραφέα. Το χιούμορ του είναι σαφώς βρετανικό - αλλά δεν θα μπορούσε να ανήκει στον Ντέιβιντ Λοτζ, στον Μάικλ Φρέιν, στον Τζούλιαν Μπαρνς; Οι πρώτες σελίδες είναι παραπλανητικές αλλά η συνέχεια, μαζί με άλλα στοιχεία, μοιρασμένη σε μια πάντα χαμηλότονη και τρυφερή κωμικότητα, μαζί με το γνωστό γαϊτανάκι χαρακτήρων, ψιθυρίζει "Κόου".
Ο Τομάς, ο ήσυχος υπάλληλος της Κεντρικής Διεύθυνσης Πληροφοριών (θυμάστε τον αξέχαστο Sam Lowry των Central Services στο Brazil του Terry Gilliam;) επιλέγεται ως το καταλληλότερο πρόσωπο να αναλάβει την παμπ που θα αποτελέσει το επίκεντρο της βρετανικής παρουσίας στην έκθεση Expo 58 στις Βρυξέλες. Ιδού το πρώτο εύρημα που δεν αφήνει ανεκμετάλλευτο ο συγγραφέας: το περίπτερο της "βρετανικότητας"· ο γεωμετρημένος χώρος που θα συμπεριλάβει όλα όσα θέλουν να προβάλουν οι Βρετανοί στην παγκόσμια μεταπολεμική σκηνή.
Η παμπ ευπρόβλεπτα θα ονομαστεί Μπριτάνια και ο Τόμας θα αναλάβει την διαχείρισή της. Αρχικά έκπληκτος με την αποστολή του, κατά βάθος είναι το καταλληλότερο πρόσωπο: είχε πάντα ανάγκη να πιστεύει πως έξω από τα σιωπηλά όρια του ήσυχου, μεσοαστικού Τούτινγκ, υπήρχε ένας κόσμος ιδεών και κινημάτων κι ένας διάλογος στον οποίο θα μπορούσε ισότιμα να συμμετάσχει. Και όπως ήδη ψυλλιαζόμαστε, θα περάσει όλα τα γνωστά πρότυπα καταστάσεων: θα αντιμετωπίσει την αντίδραση της γυναίκας του Σύβλια, θα αντικρίσει το περιβάλλον της έκθεσης ως έκθαμβος επαρχιώτης και θα γοητευτεί από την Αννέκε, ξεναγό και σύνδεσμό του στις μακέτες της νέας εποχής.
Τι είναι όμως η "βρετανικότητα" και ποια πράγματα θα περιλαμβάνει; Και τι είναι αυτή η Έκθεση; Ιστορική ευκαιρία να συναντηθούν όλα τα έθνη σε ειρηνικό πνεύμα; Ή ποταπό παζάρι, υποκινούμενο από πολιτικά συμφέροντα και οικονομικά συστήματα; Μια δοκιμή συμβίωσης ανθρώπων διαφορετικών εθνικοτήτων που τελικά δεν διαφέρουν και τόσο πολύ; Και μπορεί κανείς μέσα σε αυτό το κλίμα της απόλυτα σύγχρονης ζωής που αφήνει πίσω της τους συντηρητισμούς και τα λάθη του παρελθόντος να βιώσει την προσωπική του ελευθερία, να κοιτάξει πίσω στη ζωή του και να τη δει με καθαρά μάτια;
Είναι εμφανές ότι ο Κόου αφήνει την απόλυτα προσωπική του γλώσσα και τιμά τα είδη που ο ίδιος αγάπησε ή θέλησε να παίξει μαζί τους: την καυστική πρόζα των φλεγματικών Βρετανών Χένρι Φίλντινγκ και Κίνγκσλεϋ Έιμις, τους προαναφερθέντες επίγονους, τις κλασικές βρετανικές προπολεμικές και μεταπολεμικές κωμικές ταινίες (ιδίως εκείνες των Ealing Studios από την δεκαετία του '50) και βέβαια τα κατασκοπευτικά και ψυχροπολεμικά μυθιστορήματα, η παρωδία των οποίων μέσα στο έξυπνο κείμενο του τα κάνει να φαίνονται τόσο βαρετά και τόσο οικεία μαζί.
Όπως πάντα εδώ διατίθεται σε σωστές δόσεις το καυτερό συστατικό της (αυτο)ειρωνείας, που σαν ρευστή ουσία εισχωρεί σε κάθε βεβαιότητα. Όταν ο Τόμας οδεύει προς την Καμπίνα 419 του Motel Expo, όπου θα μείνει για τους επόμενους μήνες, συγκρίνει αυθόρμητα το συγκρότημα των κτιρίων με στρατόπεδο αιχμαλώτων. Όταν πηγαίνει στο δωμάτιό του βρίσκεται να συγκατοικεί με τον σοβιετικό συντάκτη του περιοδικού Σπούτνικ. Στην έκθεση τα περίπτερα της Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης στήνονται το ένα δίπλα στο άλλο. Έξω από το περίπτερο του Βελγικού Κονγκό τουρτουρίζει ένας ημίγυμνος ιθαγενής, ασυνήθιστος στην βορειοευρωπαϊκή ψύχρα. Και όλοι έχουν έρθει να πουλήσουν τον εαυτό τους στον υπόλοιπο κόσμο. Ένας διαρκώς μεταβαλλόμενος, παραισθησιακός κόσμος αμφίβολων συμμαχιών και άδηλων κινήτρων.
Αλλά είναι εκεί ακριβώς η περιοχή του καθαρού χιούμορ όπου ο Κόου βρίσκεται στα καλύτερά του, όπως το απολαυστικό δεκαπεντασέλιδο της αλληλογραφίας ανάμεσα στον Τόμας και την γυναίκα του [σ. 147 - 164]. Μέσα από ευπρεπείς φιλοφρονήσεις και τρυφερά λόγια, αμφότεροι βρίσκουν την ευκαιρία να ταράξουν το ένας τον άλλον με τρομερή ειρωνεία, υπόνοιες απιστίας, γελοιοποιητικές ενθυμήσεις και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Η κυρία βέβαια κερδίζει στα σημεία, καθώς τον καθησυχάζει για την μοναξιά της, διηγούμενη πόσο συχνά έρχεται ο καλός της γείτονας, μεσόκοπος κύριος Νόρμαν Σπαρκς, για να την συνδράμει σε ό,τι χρειαστεί.
Η ιδέα της συναδέλφωσης των λαών μπάζει εξαρχής. Ο καθένας διεκδικεί μια δήθεν ηθική ανωτερότητα, προσποιούμενος ότι είναι κάτι διαφορετικό, ενώ όλοι είναι απελπιστικά - ή πιθανώς και παρηγορητικά - ίδιοι. Κι όμως, υπήρξε αυτή η εποχή της αισιοδοξίας, μόνο που στην πίσω της πλευρά απλώς συνεχιζόταν ο πόλεμος με άλλα μέσα. Τελικά η μόνη επανάσταση μπορεί να είναι η προσωπική; Και τελικά όλη αυτή η εμβάπτιση στην νέα ζωή δεν υπήρξε για τον Τόμας παρά μια ευκαιρία να ζήσει μια αληθινή ερωτική ιστορία; Γιατί όπως φαίνεται, στο τέλος οι χαρακτήρες θα διαπιστώσουν πως είναι κομπάρσοι της ζωής στην οποία νόμιζαν ότι θα διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο. Στην καλύτερη περίπτωση θα παραμείνουν πρωταγωνιστές της δικής τους ζωής. Και πάλι, όχι απόλυτα: ο Τόμας δεν θα κάνει ούτε εκεί την υπέρβαση: θα μείνει πιστός στους ρόλους που είχε, δοτούς ή επίκτητους, πριν από την ματιά του στον Θαυμαστό Μοντέρνο Κόσμο.
Εκδ. Πόλις, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, 2013, 362 σελ. [Jonathan Coe - Expo 58, 2013]