These books are made for thinking
Στάθης Γουργουρής - Στοχάζεται η λογοτεχνία; Η λογοτεχνία ως θεωρία σε μια αντιμυθική εποχή.
Οι ανοιχτές και τεράστιες λεωφόροι του Παρισιού κατασκευάστηκαν με ρητό σκοπό να μην έχουν οι επαναστάτες τη δυνατότητα να φτιάξουν οδοφράγματα, καθώς και για την ταχεία και εύκολη αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ορθά αντιλαμβάνεται την καινούργια αυτή αρχιτεκτονική αντίληψη - αυτό τον "στρατηγικό" καλλωπισμό" της πόλης, όπως ήταν γνωστός τότε μεταξύ των κατοίκων της - ως ένα μέτρο απόλυτης κρατικής εξουσίας που εκφράζεται υπό έκτακτες συνθήκες και αποσκοπεί στη θωράκιση του χώρου της πόλης (τον τόπο της κρατικής εξουσίας) έναντι των κινδύνων του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται ιστορικά, είναι πάντοτε ένας ταξικός πόλεμος. Όμως η επαναστατική κληρονομιά αυτής της λογικής, η δύναμη του ριζικού δημιουργικού / καταστροφικού ποιείν, δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Όπως παρατηρεί ο Μπένγιαμιν, τα οδοφράγματα που φτιάχτηκαν στη διάρκεια της Κομμούνας είχαν το πλεονέκτημα της ισχύος και του μεγέθους ακριβώς λόγω των πλατιών λεωφόρων του Οσμάν. Με αυτό τον τρόπο, συμπεραίνει μέσα από μια άψογη διαλεκτική ανάλυση, "το κάψιμο της πόλης είναι το κύριο αποτέλεσμα της καταστροφικής εργασίας του Οσμάν".
Βρισκόμαστε στο κεφάλαιο Η ονειρική πραγματικότητα του ερειπίου σ' ένα ακόμα δοκιμιακό βιβλίο που παρά την σύνθετη και απαιτητική γραφή του προτείνει ιδιαίτερες αναγνώσεις αξιανάγνωστων έργων. Aντικείμενό του, η εγγενής γνωστική ιδιότητα της λογοτεχνίας, η ιδέα ότι η λογοτεχνία θα μπορούσε να περικλείει έναν ίδιον τρόπο γνώσης. Πρόκειται για ιδέα τόσο παλιά όσο και η διαμάχη μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας, αλλά αμφιλεγόμενη μέχρι και σήμερα.
Στο κεφάλαιο αυτό λοιπόν "διαβάζουμε" το ημιτελές Passagenwerk του Walter Benjamin, μια αλληγορική εγκυκλοπαίδεια του Παρισιού ως πρωτεύουσας του 19ου αιώνα, αλλά ουσιαστικά όλου του καπιταλιστικού κοινωνικού φαντασιακού. Άλλωστε το Παρίσι αποτέλεσε την ονειρική πόλη της νεωτερικής ιστορίας, εκείνη που αναδύεται μέσα από τα ερείπια της επανάστασης που διαμόρφωσε την Ευρώπη εκείνης της εποχής συστήνεται ως τόπος ενός μετεπαναστατικού φαντιασιακού. Ο Μπένγιαμιν θεωρεί ότι οι ίδιες οι συνοικίες της πόλης που επελέγησαν να κατεδαφιστούν αποτελούν προνομιακά πεδία διδασκαλίας της θεωρίας των κατασκευών και ότι η επεκτατική ιστορία της τεχνολογίας μιλάει την γλώσσα της καταστροφής "μαζί με την ανέγερση και την δημιουργία μεγάλων πόλεων εξελίχτηκαν και τα μέσα ισοπέδωσής τους". Γνωρίζουμε πλέον πως τα αναρίθμητα πάρκα, οι πλατείες και οι δημόσιοι κήποι που διαμορφώνουν το παρισινό τοπίο δημιουργήθηκαν με κρατικά διατάγματα, τα οποία οδήγησαν στη μαζική ισοπέδωση ολόκληρων συνοικιών.
Πώς έφτασε σε μια τέτοια προβληματική ο ερευνητής; Στο προλογικό του σημείωμα μοιράζεται την πρώτη αλησμόνητη αίσθηση από την ανάγνωση του Κάφκα: ότι εκείνα τα περίεργα κείμενα γνώριζαν τα πάντα για τον κόσμο στον οποίο ζούσε, άσχετα αν είχαν γραφτεί μισόν αιώνα πριν. Μια δεύτερη διαπίστωση αποτελούσε θέμα χρόνου: Η λογοτεχνία λειτουργούσε ως επιστήμη, καθώς παρείχε μια συνολική κατάρτιση των δεδομένων του κόσμου μας, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο διείσδυσης στα στοιχειώδη του, μια εις βάθος κατανόηση ων πιο περίπλοκων πτυχών του. Η προσωπική του εμπειρία στα αμερικανικά πανεπιστήμια στις αρχές της δεκαετίας του '80 υπήρξε καθοριστική, καθώς εκεί απορροφούνταν τα κύματα αμφισβήτησης των δεκαετιών του '60 και του '70, ενώ το πανκ στις δυο αμερικανικές ακτές αλλά και στην Αγγλία αισθητοποιούσε την οργισμένη επιθυμία για πλήρη καταστροφή των συστημάτων παντός τύπου. Η διαπολιτισμική συντροφικότητα των πανεπιστημίων δημιούργησε φυσικά και πρωτοφανείς συνθήκες διεπιστημονικότητας και η συγκριτική λογοτεχνία υπήρξε το επίνειο όλων των ριζοσπαστικών ρευμάτων.
Η περίφημη σκέψη του Αντόρνο ότι η ποίηση μετά το Άουσβιτς συνιστά βαρβαρότητα αναθεωρήθηκε στην Αρνητική διαλεκτική, αποδίδοντας στην ποίηση το στοιχείο της ανατροπής κάθε συντεταγμένου λόγου. Έτσι στην μετά - Άουσβιτς εποχή ο προνομιακός κόσμος του λυρικού εγώ εκμηδενίζεται, αλλά η σχέση του με την φαντασία δεν καταργείται αλλά ανασυντίθεται, διανοίγεται στο πιο έτερο και εξωτερικό, σε αυτό που δεν μπορεί να μιλήσει. Κάπου εδώ βρίσκεται ο Ζαν Ζενέ· ένας πλάνης, μια ιδιόρρυθμη φιγούρα, μια παράξενη μεικτή μαρτυρία τόσο της επιβίωσης όσο και της εκτόπισης και της μεταλλαξιμότητας - κοινωνικής, πολιτικής, σεξουαλικής, γεωγραφικής. Νόθος, κλέφτης, ομοφυλόφιλος, αλήτης: οι ομολογημένες personae του Ζενέ πότε δεν εξημερώθηκαν. Ελάχιστοι καλλιτέχνες αναγνώρισαν με τόσο ριζικό τρόπο ότι η αυθεντία τους ήταν πριν από όλα μια κατασκευή ενός μια κατασκευή όμως άξια να χρησιμοποιηθεί ως όπλο: να εξαφανίσει αυτόν τον επινοημένο εαυτό μαζί με ολόκληρο το πεδίο αξιών που του έδωσαν την δυνατότητα να υπάρξει.
Ο Ζενέ απέρριψε και την "αγιοσύνη" που του απένειμε ο Σαρτρ και σταμάτησε να γράφει για τριάντα περίπου χρόνια. Υπήρξε ίσως ο πιο διακεκριμένος μάρτυρας του ανταγωνισμού ανάμεσα στην επανάσταση και την εκμηδένιση, ένας μάρτυρας που δεν αναζήτησε ποτέ τη λύτρωση μέσα από την τέχνη. Ο Ζενέ χωρίς καμία ντροπή μετέτρεψε την παράνομη και εγκληματική ζωή του σε ένα έργο τέχνης, έτσι ώστε η σκιώδης υπόγεια πλευρά του νόμου να νιώσει ξαφνικά την απελευθερωτική χάρη μιας γλώσσας λογοτεχνικού σκανδάλου. Η κίνησή του ήταν ενός μασκοφόρου και όχι ενός ηθικολόγου. Μια από τις αρχές του ήταν η υπόκριση: η εγγενώς έκκεντρη αίσθηση του εαυτού του που εκμαιεύει τη φύση διάφορων κοινωνικών ρόλων, ενσωματώνοντάς τους σε έναν κόμβο χειρονομιών που τους ελέγχουν και τους οικειοποιούνται.
Οι εμπειρίες του με τους Μαύρους Πάνθηρες και τους Παλαιστίνιους μαχητές επηρέασαν βαθύτατα και ενέτειναν τη μακρόχρονη αφοσίωσή του στο πολιτικό δοκίμιο ως τον μόνο "νόμιμο" τρόπο γραφής (νόμιμο λόγω της άμεσης αξίας χρήσης του στο πεδίο της πολιτικής). Η μαρτυρία στην σφαγή της Σατίλα, μια εξέχουσα βιωματική εμπειρία της εκμηδένισης, προκάλεσε μια ποιητική συνάντηση με την βία του κόσμου, αλλά δεν υπέκυψε στον ναρκισσισμό του ποιητή - επαναστάτη. Με τους Παλαιστινίους μοιράστηκε μια κοινότητα ασώματων υπάρξεων, όπου η πιο αντικειμενική υλικότητα συνίσταται στην απουσία (πάτριας γης, έθνους, νίκης, αποδοχής). Στο κάλεσμα των Μαύρων Πανθήρων ανταποκρίθηκε χωρίς δισταγμό χάρη στη δική του αίσθηση των διαπερατών ορίων της εαυτότητας.
Το μυθιστόρημα μπορεί να πάει πιο βαθιά, παρέχοντας την ισορροπία και το ρυθμό που δεν μπορούμε να βιώσουμε στην καθημερινότητά μας, στην πραγματική μας ζωή. Με αυτό τον τρόπο, το μυθιστόρημα, ευρισκόμενο στο εσωτερικό της ιστορίας, έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει εκτός αυτής - διορθώνοντας τακτοποιώντας και, το πιο σημαντικό όλων, ανακαλύπτοντας ρυθμούς και συμμετρίες που δεν μπορούμε να συναντήσουμε αλλού...
...έλεγε σε συνομιλία του το 1991 ο Ν, που πάντα απονέμει στη μυθιστορηματική γραφή ένα είδος ιστορικής διορατικότητας που η ιστορική γραφή δεν μπορεί ενδεχομένως να κατακτήσει, μια σαφήνεια αντίληψης των ίδιων των πραγμάτων της ιστορίας. Εδώ και με αφετηρία το έργο του Ονόματα εξετάζονται η συνύφανση των σχεδίων του πολυεθνικού καπιταλισμού με τον ακαταμάχητο πόθο για την αρχαιολογία, η τρομακτική αναζήτηση της ταυτότητας, η ψυχική επένδυση της Δύσης στην ανατολική μεσόγειο, η αποκρυπτογράφηση αρχαίων πολιτισμών ως αυτοαναφορική φαντασίωση, η αρχαιολογία ως "πολιτική αλληγορία" του ιμπεριαλισμού, ο τουρισμός ως προέλαση της ανοησίας, η μαζική καλλιέργεια της βλακείας ως ένα από τα πιο έξυπνα όπλα του καπιταλισμού. Διαβάζοντας τις περιγραφές του ΝτεΛίλλο σχετικά με τον ελληνικό τρόπο ζωής συνειδητοποιούμε, γράφει ο Γουργουρής, την καλλιτεχνική φτώχεια ενός Χένρι Μίλλερ ή ενός Λώρενς Ντάρελ.
Εκδ. Νεφέλη, 2006, μτφ. Θανάσης Κατσικερός, 530 σελ. [Stathis Gourgouris, Does literature Think? Literature as Theory for an Antimythical Era, 2003]