Hallucinations
Mario de Sa-Carneiro - Η απολογία του Λούσιο
Έχω κλείσει δέκα χρόνια στη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα και για το οποίο ποτέ δεν υπερασπίστηκα τον εαυτό μου· είμαι νεκρός για τη ζωή και για τα όνειρα: καθώς πια τίποτα δεν μπορώ να ελπίζω και τίποτα να επιθυμώ - αποφάσισα τελικά ν' απολογηθώ, δηλαδή ν' αποδείξω την αθωότητά μου...
...γράφει ο αφηγητής στις πρώτες αράδες του βιβλίου, έτοιμος να συγγράψει την απολογία της ζωής του, μιας ζωής τόσο ρημαγμένης που η φυλακή του φάνηκε ως χαμόγελο, ως ένα επιθυμητό τέλος. Η ιστορία του ξεκινάει το 1895, όπου βρίσκεται σπουδαστής στο πανεπιστήμιο Παρισιού και συναναστρέφεται με καλλιτεχνικούς κύκλους, όπου τον εισάγει ο επιβλητικός και μαυροντυμένος Τζερβάσιο Βίλα-Νόβα. Ο Νόβα εγκωμιάζει μια λογοτεχνική σχολή του συρμού, τον Πρωτογονισμό, που προτείνει μια πρωτότυπη και εκτυφλωτική τυπογραφία, οι δε ποιητές της μεταφράζουν τα συναισθήματά τους σ' ένα παιχνίδι συλλαβών, με "κομματιασμένες ονοματοποιήσεις δημιουργώντας νέες λέξεις που μπορεί και να μην σημαίνουν τίποτα" αλλά αποκαλύπτουν έτσι μια διαφορετική ομορφιά. Η φιληδονία στην τέχνη είναι μόνιμο θέμα συζήτησης στις καλλιτεχνικές τους συναντήσεις κι η διέγερση των δονήσεων της ηδονής αποτελεί ένα μόνιμο ζητούμενο.
Ο Λούσιο γνωρίζεται με τον ποιητή Ρικάρντο ντε Λαουρέιρο και συνδέεται μαζί του με στενό δεσμό φιλίας και καθίσταται πρόθυμος ακροατής των καταρρακτωδών ομολογιών του, που ξεχειλίζουν από αλλόκοτες εικόνες. Ο Ρικάρντο εκφράζει την ανία του και τον κορεσμό του από την ζωή· τα πάντα τού φαίνονται αδιάφορα και ο ενθουσιασμός του εξανεμίζεται γρήγορα: Κι αν κάποιες στιγμές μπορώ να υποφέρω επειδή δεν έχω ορισμένα πράγματα που ακόμα δεν τα γνωρίζω ολοκληρωτικά, όταν βαθαίνω καλύτερα, διαπιστώνω το εξής: Ω Θεέ μου, αν τα είχε θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος ο πόνος μου, ακόμα μεγαλύτερη η ανία μου. Τελικά η σπατάλη χρόνου είναι σήμερα ο μοναδικός σκοπός της έρημης ύπαρξής μου. Αν ταξιδεύω, αν γράφω - αν ζω, με μια λέξη, είναι μόνο και μόνο για να καταναλώνω στιγμές, πίστεψέ με: αλλά πολύ σύντομα - ήδη το προαισθάνομαι - κι αυτό ακόμα θα το χορτάσω. Και τι θα κάνω τότε; [σ. 45]
Ο Ρικάρντο σταδιακά βυθίζεται σε έναν κόσμο παραίτησης και παραίσθησης συμπαρασέρνοντας τον συνομιλητή του. Ο ίδιος ο κόσμος των ηδονών και της τέχνης μοιάζει να αποτελεί ένα προπέτασμα για μια άλλη θέαση των πραγμάτων, διαθλασμένη, παραμορφωμένη. Είναι ενδιαφέρον το πώς η περιγραφή μιας αίθουσας χορού αποδίδει τα σημερινά κλαμπ: "το ηλεκτρικό φως προέρχεται από άπειρες σφαίρες, με διάφορα χρώματα, με ποικιλία σχεδίων και διαφορετική διαφάνεια", και αλλού: "η κύρια πηγή του φωτός είναι κρυμμένοι προβολείς που ξεχύνουν άπλετα κύματα". Αλλά και εκεί χάσκει ένα μεγάλο κενό. Το ψυχικό βάσανο του ανικανοποίητου νέου καθίσταται μέρος του σώματος. Η ψυχή του πετρώνει, οι σκέψεις του προκαλούν πρωτοφανή σωματικό πόνο. Τα απογεύματα στη νότια Λισσαβώνα είναι αβάσταχτα, η ίδια η ζωή είναι πια ανυπόφορη. Υπάρχει άραγε η έσχατη δυνατότητα φυγής στην τέχνη;
Οι αιώνιες αντιφάσεις μου! Εσείς, όλοι οι αληθινοί καλλιτέχνες, οι αληθινά μεγάλες ψυχές - το ξέρω - ποτέ δεν βγαίνετε, ούτε επιδιώκετε να βγείτε ποτέ από το χρυσό σας κύκλο - ποτέ δεν νιώθετε την επιθυμία να κατεβείτε στη ζωή. Αυτή είναι η αξία σας, η αξιοπρέπειά σας. Και σωστά κάνετε. Είστε πολύ πιο ευτυχισμένοι... Γιατί εγώ υποφέρω διπλά, ζω μέσα στον ίδιο χρυσό κύκλο και συνάμα ξέρω να κινούμαι εκεί κάτω... [σ. 58]
Ο Πορτογάλος ποιητής και μυθιστοριογράφος Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο γεννήθηκε στη Λισαβόνα το 1890 και πέθανε στο Παρίσι το 1916. Ήταν ο πιο στενός φίλος του μείζονος Πορτογάλου ποιητή του περασμένου αιώνα Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος τον γνώρισε στην αβανγκάρντ επιθεώρηση της Λισαβόνας, Orpheus, που εισήγαγε το μοντερνισμό στην Πορτογαλία. Στον Πεσσόα έστειλε και τα αδημοσίευτά ποιήματά του λίγο πριν αυτοκτονήσει σε ηλικία είκοσι έξι ετών, σ' ένα ξενοδοχείο της Μονμάρτης, αφού έγραψε επιστολές για τον πατέρα του, την φίλη του, τον ίδιο τον Πεσσόα και άλλους φίλους. Κατάθλιψη, απογοήτευση από την ζωή, πνευματική κατάπτωση (που περιγράφει εδώ, στην μόνη νουβέλα που έγραψε), όλα οδήγησαν στην αυτοχειρία αυτού του γνήσιου συγγενή του Ρεμπώ. Πολύ θα ήθελα να διαβάσω τις Επιστολές που αντάλλαξαν οι δυο λογοτέχνες [1958 -1959].
Όπως γράφεται στο πολύτιμο επίμετρο του μεταφραστή, το έργο του Σα-Καρνέιρο θεωρείται αντιπροσωπευτικό του ρεύματος "της παρακμής" που ονομάστηκε Decadentismo, μαζί με το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ του Όσκαρ Γουάιλντ και την Ηδονή [Il piacere] του Γκαμπριέλε ντ' Αννούντσιο. Πρόκειται για την αριστοκρατική, ελιτίστικη απόρριψη της αστικής κοινωνίας που δείχνει πια σαφώς την αποτυχία της να φέρει την ευτυχία στην ανθρωπότητα. Μοναδική διέξοδος σε μια τέτοια κοινωνία είναι η τέχνη· ο αληθινός καλλιτέχνης δεν "ζει", παρά τον κοσμοπολιτισμό του· είναι απέξω, αρνείται τον συρμό, η ομορφιά και η ηδονή ορίζουν αποκλειστικά την τέχνη. Φοβάται την ομοιομορφία, επιθυμεί σφοδρά το μοναδικό και το ξεχωριστό. Σύμφωνα με μια από τις περαστικές γυναίκες της νουβέλας, μια Αμερικανίδα, η ίδια η ηδονή είναι τέχνη - θυμόμαστε εδώ τον δανδή λόρδο του Όρκαρ Γουάιλντ: "έναν νέο Ηδονισμό χρειάζεται ο αιώνας μας".
Και γι' αυτόν, όπως και για μένα, η ζωή είχε σταματήσει - είχε ζήσει κι αυτός την κορυφαία στιγμή που περιέγραψα. Μιλούσαμε αρκετά συχνά γι' αυτές τις μεγαλειώδεις στιγμές, και τότε εκείνος υποστήριζε την πιθανότητα να κρατήσουμε, να φυλάξουμε τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μας - γεμάτες αγάπη ή θλίψη - και έτσι να μπορούμε να την ξαναδούμε, να τις ξανανιώσουμε. Μου έλεγε ότι αυτό ήταν το κυριότερο ενδιαφέρον του στη ζωή - όλη η τέχνη της ζωής του... [σ. 159]
Μια διαφορετική γυναίκα εισχωρεί στη σχέση των δυο αντρών· η Μάρτα συνδέεται με τον Ρικάρντο και πλέον οι σκέψεις και οι εμπειρίες μοιράζονται δια τρία. Όσο όμως η τριμερής συντροφικότητα εισχωρεί στους διάφορους ομόκεντρους κύκλους πνευματικότητας, άλλο τόσο η αληθοφάνεια της διήγησης μοιάζει να κυκλώνεται από πέπλα αμφιβολίας. Η ίδια η αφήγηση του Λούσιο είναι παραληρηματική, καθώς απορεί για την Μάρτα, μια γυναίκα χωρίς παρελθόν, μια ύπαρξη χωρίς αφήγηση. Δεν είναι μόνο η συνεχής χρήση των λέξεων "παράδοξο" και "παράξενο" ή τα πολλαπλά χάσματα της μνήμης. Είναι η ίδια η βύθιση σε μια πραγματικότητα που μοιάζει να αναιρεί τον ίδιο της τον εαυτό. Σκεφτείτε μέχρι ποιο βάθος μπορεί να φτάσει όλη αυτή η πτώση, μέχρι ποιο σημείο είναι δυνατόν η απολογία του Λούσιο να παραλλάσσει ή να πλαστογραφεί ολόκληρη την πραγματικότητα. Και μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η ένωση των τριών αυτών προσώπων, σε ψυχή, πνεύμα και σώμα.
Αν έπρεπε χωρίς ειρμό και χωρίς επιχειρήματα να αναφέρω όλα τα αναγνώσματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσκαλεί η νουβέλα του άγνωστου Πορτογάλου συγγραφέα (που έμεινε ως σήμερα απαρατήρητη), εδώ υπάρχουν οι άβυσσοι του Λωτρεαμόν και τα εγκαύματα του Αρτώ, η παραφορά του Απολλιναίρ και η παράνοια του Ρεμπό, η ποίηση του Κρο, η Κοκαΐνα του Πιτιγκρίλι και Μια Ιστορία με Κοκαΐνη του Μ. Αγκέεφ, οι οπτασίες του Νοβάλις και προφανώς οι μονολογίες του Πεσσόα.
Αν φτάσουμε στη μέγιστη οδύνη, με τίποτα πια δεν υποφέρουμε. Αν συγκλονιστούν στο έπακρο οι αισθήσεις μας, τίποτα δεν μπορεί να μας κλονίσει. Απλώς, αυτή τη στιγμή της αποκορύφωσης ελάχιστοι άνθρωποι τη ζουν. [σ. 13]
Εκδ. Νήσος, 2012, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, 167 σελ., με επτασέλιδο επίμετρο του μεταφραστή [A confissao de Lucio, 1914].