Dark Entries
[Σ. Β. Σκοπελίτης – Η σκοτεινή πλευρά της φωτογραφίας ή γιατί η φωτογραφία (δεν) είναι τέχνη]. Ποιες ιστορίες αφηγείται ο μηχανικός οφθαλμός της φωτογραφικής μηχανής και ποιες ο χειριστής του; Του Λάμπρου Σκουζ
Ή γιατί η φωτογραφία (δεν) είναι τέχνη
Καθώς ο φωτογράφος συγγραφέας κοιτάζει μια από τις πρώτες φωτογραφίες που τράβηξε το 1956 με την Kodak Brownie, τους γονείς του στην είσοδο του σπιτιού, σκέφτεται πως τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πως ύστερα από πενήντα χρόνια θα εξέταζε την φωτογραφία με μεγεθυντικό φακό, με την ελπίδα να διακρίνει τι ένιωθαν οι γονείς του. Κι όμως το κάνει, και ομολογεί πως μπορεί να μην πέρασε ούτε μια ημέρα από τότε· άλλο αν μόνο τώρα μονολογεί πόσο λυπάται που δεν φωτογράφισε το εσωτερικού του σπιτιού τους· πώς να το έκανε, αφού δεν υφίστατο ακόμα η στοχαστική του νοσταλγία για εκείνα που θα ήθελε να αναθυμάται στο μέλλον.... Σε τι θα βοηθούσε, αναρωτιέται, η εικόνα τους στο τωρινό του γερασμένο παρόν;
Αυτή η ιδιότητα / δύναμη της φωτογραφίας - να αποκαλύπτει εκείνα που μας διέφυγαν - είναι σημαντική και συνάμα δεν είναι, καθώς δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην ίδια αισθηματική κατάσταση, από την άλλη μεριά αναρωτιέμαι αν κάτι έχει λησμονηθεί εξαιτίας μιας απρόβλεπτης σύγχυσης, δύναται η φωτογραφία να το επαναφέρει στη μνήμη; Μάλλον όχι, ιδίως όταν είναι φορτισμένη με φλύαρη αισθηματολογία που την καθιστά απροσπέλαστη, άρα αδύναμη να ανασκαλέψει ακούσια λησμονημένες αναμνήσεις. Όσα παραμένουν στην καρδιά μας και συνεχίζουν να μας συγκινούν, η συνδρομή της φωτογραφίας είναι καίρια στο να τα ανακαλέσουμε στο Τώρα, ευθύς όμως αντιδρούμε βάναυσα καταστρέφοντας τη φωτογραφία γιατί μας αποκάλυψε, εξίσου βάναυσα, την απώλεια. [σ. 12]
Φαίνεται λοιπόν πως για το παιδί που έγινε άνδρας ο σημερινός νόστος για τα παιδικά χρόνια του αποκαλύπτει εκείνα που δεν μπορούσε να διακρίνει τότε, όλα όσα διέφυγαν, και από τους γονείς και από τον φωτογράφο. Χρόνια μετά από εκείνη την φωτογραφία, η μνήμη στέκει στην πρώτη χρήση της Polaroid SX - 70 και σε μια ημερολογιακή καταγραφή εκείνης της χρονιάς [1982]: η Πολαρόιντ επιβεβαιώνει τον βαθμό μηδέν της φωτογραφίας· την αιφνίδια νοσταλγία για το στιγμιαίο Ήδη και συνάμα την ακούσια λήθη για το ήδη Μετά. Χάρη σε αυτή τη γλυκιά Παύση επιθυμούμε να έχουμε φωτογραφίας εκείνων που μας τριγύρισαν και ευθύς (ή, προσθέτω, μετά) χάθηκαν. Και τι ειρωνεία! Όταν παύουν τα ευγενή αισθήματα προστρέχουμε στις φωτογραφικές μορφές εκείνων που εξαιτίας τους και για χάρη τους στέριωσαν εντός μας, και τώρα η καρδιά μας μουλιάζει πάνω από ένα χαρτί φωτογραφικών χημικών.
Οι καλύτερες φωτογραφίες είναι εκείνες που δεν έχει τραβήξει ή που δεν θα τραβήξει· εκείνες που ανήκουν στην συναισθηματική μνήμη ή τον ψυχικό νου.
Αυτό το σαγηνευτικό, σχεδόν "ανορθόδοξο" βιβλίο δεν αποτελεί μόνο μια άτυπη συνέχεια του βιβλίου Σημειώσεις ενός Έλληνα φωτογράφου για τη φωτογραφία [εκδ. Άγρα / Μουσείο Μπενάκη, 2002] αλλά και μια αυτόνομη συλλογή κειμένων ποικίλων ειδών που παρά την ετερόκλιτη μορφή τους συναρμονίζουν ιδανικά την συλλογιστική του συγγραφέα για την φωτογραφία. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το βιβλίο ξεκινάει με μια επιστολή προς στον φωτογράφο Alfred Stieglitz, όπου ο γράφων αναρωτιέται αν η ζωή του κατέληξε να είναι εικονική και αν ήδη σκέπτεται μόνο φωτογραφικά· είναι όμως βέβαιος ότι οι νέοι φωτογράφοι θα αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν ψηφιακούς οφθαλμούς για να απεικονίσουν τον νέο κόσμο. Η ψηφιακότητα διαχώρισε οριστικά τον δημιουργό από τον εικαστικό, μια ιδιότητα που αποκτούμε πλέον όλοι.
Με τη φωτογραφική μας δράση, διαμέσου κόκκων χθες και σήμερα pixels, συνειδητοποιούμε άγνωστες καταστάσεις, τις αναλύομε, τις ερμηνεύομε, από αυτή την άποψη ίσως να είμαστε και εμείς κόκκοι ή pixels.
Κάποιο κεφάλαιο ακολουθεί την δομή των ερωτοαπαντήσεων, ένα άλλο μεταφέρει αποσπάσματα ημερολογίου. Τι βλέπει άραγε κανείς φωτογραφίζοντας κάθε εβδομάδα με την Polaroid το πρόσωπό του, πέρα από την καταγραφή των ανεπαίσθητων αλλαγών; Μήπως ότι η φωτογραφία αποκτά σημασία όταν σε αυτή δεν αναγνωρίζεις αυτό που αταβιστικά αναγνώριζες, αυτό που παρουσιάζεται διαφορετικό σε κάθε άνοιγμα των βλεφάρων; Μήπως ότι υπάρχουν δυο πραγματικότητες: της γλώσσας και της φωτογραφίας; Ο συγγραφέας ύστερα ανοίγει το φωτογραφικό του ημερολόγιο, που αποτελείται από μορφές φίλων και κάθε φορά που το διατρέχει, ανιχνεύει την ανολοκλήρωτη στιγμή που θα ολοκληρωνόταν στο επόμενο 1/1.000.000΄. Πάντα κάτι επικαλύπτει κάτι άλλο, όπως τα γεωλογικά στρώματα που έρχονται στο φανερό με την εκσκαφή, ποιος όμως ή ποιοι μας σκάβουν;
Πίσω στο 1966-1975, ο Σκοπελίτης διψούσε να μεταφέρει στο χαρτί Agfa ή Ilford φωτογραφίες καθημερινότητας και περιδιάβαινε την Αθήνα με τα σαπισμένα σπλάχνα, προσπαθώντας δια της καταγραφής να την οικειοποιηθεί. Από την άλλη φωτογράφιζε με μια Rollei Flex πρόσωπα που σήμερα αναρωτιέται πού να βρίσκονται και προσπαθεί να εντοπίσει στις τότε διαπροσωπικές τους σχέσεις αν συνυπήρχε κάτι πέρα από το ίδιο το συμβάν που αποτελεί η διαπροσωπική σχέση. Η πόλη τον διαμόρφωσε ως πολίτη, η φωτογραφία τον έκανε πολίτη του κόσμου.
Για τον φωτογράφο, ο παρών χρόνος που συναντά τον παρελθόντα. Πορεύεται πίσω- μπρος με εφόδια τη μηχανή και το στοχασμό.
Ένα κείμενο ομιλίας αποτελεί "αντίλογο στην Susan Sontag" (για παράδειγμα: η τέχνη δεν μεταμορφώνει, όπως εκείνη ισχυρίζεται αλλά μετουσιώνει διαμέσου της συγκίνησης). Σήμερα η φωτογραφία παραμένει πιστή σε μια πραγματικότητα που παραμέρισε την αληθινή ζωή του στοχασμού για χάρη ψευδαισθητικών προτύπων, πολιτικοοικονομικών θεωριών, ψυχαναλυτικών τσιτάτων. Χιλιάδες φωτογραφίες με πολιορκούν σε ακατάπαυστη ροή, εκπέμποντας α-νόητα μηνύματα, σαν της τηλεόρασης. Ο Σκοπελίτης σκέφτεται πάνω στην πολιτική και προπαγανδιστική φωτογραφία, την απουσία πολιτικού λόγου, την μεταμόρφωση των πάντων σε εικόνα· θυμάται την έκπληξη του τραπεζίτη όταν άκουσε τον τίτλο του τελικώς ανέκδοτου ακόμα βιβλίου του Χρηματιστήρια και Νεκροταφεία, ξαναδιαβάζει τον Φωτεινό Θάλαμο του Ρολάν Μπαρτ.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, ο στίβος του φωτογράφου είναι ο πάντα χθεσινός κόσμος η επικαιρότητα δεν είναι παρά ψευδαίσθηση.
Καταγράφει τους προβληματισμούς του μετά από επίσκεψη σε εκθέσεις, σχεδιάζει επιστολές σε φίλους, παραθέτει φράσεις φωτογράφων, αναζητά μικρά στηρίγματα στον Saint Juste, τον Heidegger, τον Wittgenstein, τον Barthes, τον Merleau-Ponty, την Susan Buck-Morss, τον Jean-Pierre Dupuy, τον Κώστα Παπαϊωάννου σχολιάζει φωτογραφίες γνωστές και άγνωστες των H. Cartier - Bresson, Robert Capa, Gertrude Kasebier, Francois Aubert, Richard Petersen, Max Christian Priester, Sander, Arnold Newman, Dorothea Lange, Eddie Adams, Robert Frank - σαράντα τέτοιες φωτογραφίες δημοσιεύονται στο τέλος του κειμένου. Και οι αφηγήσεις από τον και για τον μηχανικό οφθαλμό, όπως ονομάζει ο συγγραφέας την φωτογραφική μηχανή, παραμένουν ανοιχτές.
Το έργο εκλύει ενέργεια... Όταν σταθούμε απέναντί του, αυτή του η ενέργεια διαχέεται μέσα μας και μένει για όλη μας τη ζωή, αν συμβεί το ίδιο με μια φωτογραφία, τότε η φωτογραφία αυτή είναι έργο τέχνης.
Εκδ. Ροές, 2014, σελ. 141 (το κείμενο) και 40 ασπρόμαυρες φωτογραφίες.