Spanish bombs
Κατακλυσμικό βιβλίο για την εξέγερση που εμπνέουν τα βιβλία, την επανάσταση ενός ολόκληρου οικισμού σε μια φασιστική πόλη, τον ερωτισμό των μεγάλων γυναικών, την τελευταία ελπίδα των παρατημένων, την ήττα των καθοδηγητών.
Πρόκειται κατά κυριολεξία για λογοτεχνία της διέγερσης και της εξέγερσης, εφόσον σ’ αυτό το απολαυστικότατο μυθιστόρημα η λογοτεχνία αλλάζει σταδιακά πλην ολοκληρωτικά την κεντρική ηρωίδα, την εβδομηντάχρονη Ρέμε: της αναστατώνει το πνεύμα και της ξεσηκώνει το σώμα, της εμπνέει την σκέψη και την ωθεί στην πράξη. Η λογοτεχνία της μαθητείας και της αφύπνισης δεν αποτελεί πρωτότυπο εύρημα αλλά ο βασικός της χαρακτήρας, μια άσεμνη γριά, με λυτά μαλλιά σαν άγρια χόρτα, ντυμένη με κουρέλια, «που ήταν είκοσι χρονών πριν κλείσει τα εβδομήντα» και η δια της κατακλυσμικής λογοτεχνικής γραφής δραματοποίηση του συγγραφέα απογειώνουν το βιβλίο.
Η Ρέμε δεν ανήκει στους προνομιούχους της ισπανικής, φρανκικής κοινωνίας, άρα ζει εκτός των τειχών, εκεί που η Καθολική Δράση ιδρύει έναν νέο οικισμό και παραχωρεί για πενήντα χρόνια σπίτια μικρά σαν ποντικοφωλιές, καλύβες από λαμαρίνα, χτισμένες σ’ έναν ξερότοπο με αγκάθια. Οι εργολάβοι της νέας πατρίδας αναλαμβάνουν να βάλουν σε τάξη τους φτωχούς, έστω και ως τρωγλοδύτες των χαμόσπιτων. Όχι ιδιοκτησία και συμβόλαια: το κράτος κυριαρχεί και παραχωρεί, η οικογένεια ευγνωμονεί και κατοικεί. Οι εκκλησιαστικές τελετές θα συμπληρώσουν περίτρανα αυτήν την ενοριακή δημοκρατία. Η συμμετοχή των νέων σε αδελφότητες για την λιτανεία της Μεγάλης Εβδομάδας αποτελεί χρέος τους, είναι άλλωστε μια τελετουργία της νομιμότητας και μια καλή ευκαιρία για στολές και μουσικά όργανα.
Άλλωστε οι επιφανείς γνωρίζουν «πως κάποια πνευματικά δεσμά θα ήταν αναγκαία μόλις ολοκληρωνόταν η διαχείριση του τούβλου για να μη δραπετεύσουν τα ποντίκια όταν πια όλα θα ήταν βαρετά». Οι γυναίκες του οικισμού γεννούν παιδιά μιας προδιαγεγραμμένης πορείας, όπως είναι και τα παιδιά της Ρέμε που μεγαλώνουν σε χολερικά δωμάτια, γίνονται τεμπέλικα κι επιθετικά και σύντομα ζουν περισσότερο έξω από το σπίτι. Η δεκαετία του ’80 φέρνει κι άλλες καλύβες στις αλάνες, μαζί με την πανδημία της άσπρης. Το ’90 έρχεται μαζί με την επέλαση της πορνογραφίας και τα αμέτρητα χάπια που κρατούν τους νέους σε συνεχή χορό κάτω απ’ τα στροβοσκόπια. Τα κορίτσια αλητεύουν μέχρι να μείνουν έγκυες και να συνεισφέρουν σε μια ολόκληρη αποικία χαμένων παιδιών, όπως ο Ρόμπε, που εθίζει δεκάδες χρήστες σε στρατηγικά βιντεοπαιχνίδια δικής του έμπνευσης, πουλώντας κουπόνια με κωδικούς εισόδου ενώ φτιάχνει σιγά σιγά ένα ολόκληρο ηλεκτρονικό βασίλειο, έχοντας ανακαλύψει «την μήτρα του καπιταλισμού για νέους».
Μέχρι που έφτασε η ημέρα όπου ένα κιβώτιο με βιβλία προορισμένα για έναν γείτονα παραδόθηκε από λάθος στην δική της πόρτα. Επρόκειτο να κλείσει τα εβδομήντα και τα βιβλία έφτασαν με πενήντα χρόνια καθυστέρηση αλλά ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Εκείνη που μέχρι τώρα έβλεπε μόνο τις μεσημεριανές τηλενουβέλες άρχισε να διαβάζει όλα όσα δεν ήξερε: πως είχαν σφετεριστεί την μισή και παραπάνω ζωή της. Βιβλία! Αυτά ξορκίζουν την μελαγχολία και την επανάληψη ολόιδιων ημερών και κάνουν την Ρέμε να γίνεται πολλές ηρωίδες και να βρίσκεται παντού και να μαθαίνει την ζωή. Φυσικά η αρχή είναι δύσκολη, το διάβασμα αργό, οι δύσκολες λέξεις συλλαβίζονται, το δάχτυλο σημαδεύει σειρά με τη σειρά. Δεν πηδάει καμία παράγραφο και συμπληρώνει με το μυαλό της ό,τι δεν καταλαβαίνει.
Το κλεμμένο κιβώτιο ήταν ένας θάλαμος θεραπείας, ένα πλατωνικό καταφύγιο. Τώρα η μοναξιά της είναι ανακούφιση κι ο χρόνος ατέλειωτος, να διαβάζει μέρα νύχτα κι ύστερα να παίρνει τους δρόμους και να κάθεται στα μπαρ όπου δεν αντέχει για πολύ χωρίς διάβασμα. Όλος ο χωροχρόνος είναι στην διάθεσή της, και τα μάτια της τώρα είναι ορθάνοιχτα μετά από τόσα χρόνια αυτοματισμού. Ατημέλητη και ρακένδυτη, η «τρελή» Ρέμε, διαβάζει τα βιβλία της παντού, στο παγκάκι της άδειας πλατείας ή στο ύπαιθρο, μέχρι να πονέσουν τα μάτια της. Οι γυναίκες του οικισμού, γειτόνισσες, νεαρές χήρες, παρατημένες, μητέρες μόνες ή νοσοκόμες ανάπηρων συζύγων του εμφυλίου ή του αμίαντου, απορούν για το μόνιμο χαμόγελό της. Δεν έχουν ποτέ τους καταφύγει στα βιβλία «για να σταματήσουν την αγωνία του χαμένου χρόνου»· προτιμούν την πάντα αναμμένη τηλεόραση και προτιμούν να ξεφυλλίζουν ανόρεχτα τα περιοδικά ή να μαντάρουν την κάπα της Παρθένου. «Το αλέτρι της τηλεόρασης είχε αφήσει χέρσα τα κεφάλια τους, πενήντα χρόνια παραχώρησης συνέθλιψαν το ηθικό τους και το μισό τους ένστικτο ανταρσίας· η ενορία πήρε το άλλο μισό».
Στο μεταξύ σ’ ένα τυπογραφείο του Δήμου γράφεται ένα άλλο, διόλου μυθιστορηματικό κείμενο: ένας κανονισμός που θα διανεμηθεί σε όλα τα γραμματοκιβώτια του οικισμού. Κι ο κόσμος της Ρέμε είναι έτοιμος να ανατραπεί για δεύτερη φορά. Απαγορεύεται το κρέμασμα της μπουγάδας γιατί ασχημαίνουν οι δρόμοι. Οι κάτοικοι διατάζονται να απλώνουν τα ρούχα μέσα στα σπίτια τους. Η Ρέμε βγαίνει από την έκστασή της και διαβάζει μεγαλόφωνα το χαρτάκι. Ποιος τολμάει να ζητάει κάτι τέτοιο;
Οι γυναίκες εξέρχονται από την κοσμική τους αποξένωση και συμφωνούν ν’ αδειάσουν τα συρτάρια τους σε σκοινιά σαν πανηγυρικές σημαίες. Προτού νυχτώσει κάθε μπαλκόνι του οικισμού είναι γεμάτο «αναρχικά ρούχα». Ανεβασμένες πάνω σ’ επικίνδυνες σκάλες οι γυναίκες τεντώνουν τα σκοινιά από την μια πλευρά του δρόμου στην άλλη, για να κατασκευάσουν ένα δάσος από κρεμασμένα ρούχα, σαν μοντέρνα τέχνη ενός οργισμένου γκέτο. Νυχτικά, σεντόνια, ρούχα, χιτώνες της Μεγάλης Εβδομάδας ανεμίζουν σαν πολεμικά λάβαρα στη μέση των δρόμων. Οργανώνονται βάρδιες επιτήρησης – η Ρέμε αναλαμβάνει την νυχτερινή φύλαξη με μια λάμπα κι ένα βιβλίο. Ο οικισμός ξεσηκώνεται μόνος του, χωρίς πολιτικές συγκεντρώσεις ή υψωμένες γροθιές. Ο Πίο Μπαρόχα και οι άλλοι συγγραφείς ήταν αρκετοί.
Η επανάσταση είχε αρχίσει αλλά χρειάζεται και η απαραίτητη προπαγάνδα. Σ’ ένα διαμέρισμα στην άλλη άκρη της πόλης ένας ακτιβιστής και η σύντροφός του, ο Λεάνδρο και η Ελοΐζα, ούτως ή άλλως ονειρεύονται την καταστροφή του σύμπαντος. Εδώ ψυχογραφούνται περίφημα οι μονομανείς με τις προλεταριακές φαντασιώσεις που αδυνατούν να χαρούν ακόμα και τον ίδιο τον έρωτα αλλά και αναζητούνται στις δικές τους βιογραφίες τα κίνητρα της εξέγερσης. Άλλωστε αυτές ακριβώς οι φαντασίες πυροδοτούν τα πρώτα βήματα της. Ο ακτιβιστής εκστασιάζεται: μια αληθινή λαϊκή επανάσταση μπορεί να ξεκινήσει από την πόρτα του σπιτιού του. Αυτός θα είναι ο διανοούμενος ταραχοποιός που έλειπε σε προηγούμενες καταστάσεις, αφού κάθε φορά περίσσευαν τα μπράτσα και οι πέτρες αλλά έλειπαν τα μυαλά και οι ιδέες. Δημοσιεύει τα δεδομένα σε μια σελίδα για κοινωνικές πρωτοβουλίες, ακολουθούν τα ειδικά έντυπα και μια βάση δεδομένων για διεθνή κινήματα αντίστασης.
Σε όλη τη χώρα αναδύεται ένα ρεύμα αλληλεγγύης – η πλατεία της Καταλωνίας περικυκλώθηκε με σεντόνια απλωμένα σε αυτοσχέδιες λόγχες, η Πουέρτα ντε Σολ είδε να ξαναφυτρώνουν οι σκηνές εκστρατείας του τότε – ενώ αντικαπιταλιστικά κινήματα σε άλλες χώρες τυπώνουν μπλουζάκια με το περίγραμμα ενός πουκάμισου απλωμένου στον ήλιο. Η είδηση διαρρέει στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, «ο οικισμός του Ιδρύματος επαναστατεί εναντίον της νέας διάταξης». Η τηλεόραση γνωρίζει καλά να μεγαλοποιεί τα γεγονότα, η ηθική της συμβαδίζει με την ακροαματικότητα. Μια τόσο μικροσκοπική και φωτογενής επανάσταση κι ένας αυτοδίδακτος διαφωτισμός δικαιώνει και διαφημίζει τον οικισμό. Η κοινωνική οργή ενώθηκε με την περιέργεια, ο οικισμός κυριεύτηκε από ένα εκστρατευτικό σώμα που μυρίστηκε εξέγερση: πανκς και ρέτρο-πανκς, Ινδιάνοι και πλείστοι οργανωμένοι ισοπεδώνουν την πλατεία για να κατασκηνώσουν, μια θορυβώδης στρατιά που τις νύχτες παίζει αφρικανικά τύμπανα σε γιορτές αδελφοποίησης.
Ο αγκιτάτορας διακαώς επιθυμεί να μετατρέψει το ξεχασμένο γκέτο σε προμαχώνα της πάλης των τάξεων, ακόμα και σε μια καινούργια προσοβιετική δημοκρατία. Αλλά φυσικά θέλει αυτός να εμφανιστεί ως νόμιμος εκπρόσωπος των εξεγερμένων, κι όχι η γριά μάγισσα, «ένα πέτρινο άγαλμα στις συνελεύσεις, ένα κλειστό στόμα Ινδιάνου αρχηγού». Η εξέγερση είναι έτοιμη να μολυνθεί από έμπορους ναρκωτικών, κι εφόσον επανάσταση χωρίς πολιτοφύλακες δεν έχει νόημα, οι συγκρούσεις με τα μέσα καταστολής θα είναι σκληρές. Νεομαρξιστές και ιακωβίνοι, συνειδητοποιημένοι και ασυνείδητοι, όλοι συμμετέχουν με το μερίδιό τους στην «αναρχική φαντασίωση» και στο μυθιστόρημα του εξεγερμένου οικισμού. Δεν έχει σημασία αν η επανάσταση κινδυνεύει να εκτροχιαστεί στον λήθαργο της καθημερινότητας και στο ζεστό φαγητό ή αν οι ακτιβιστές θα αναζητήσουν άλλη μάχιμη αποικία. Ορισμένοι δεν εξαγοράζονται και επιλέγουν το τέλος που τους αξίζει.
O συγγραφέας παίζει διαρκώς με τις λέξεις, τις ρίχνει σωρηδόν πρωτότυπες και αντι-κυριολεκτικές (οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις πράγματι κατακλύζουν την πρόζα του)· αλλάζει πρόσωπα και αφηγητές, βομβαρδίζει με επίθετα. Ένα διακειμενικό εύρημα σαφώς ενισχύει την πρόζα του: εντάσσει ανθολογημένα αποσπάσματα σημαντικών ισπανικών και ισπανόφωνων συγγραφέων απολύτως ταιριαστά με όσα ήδη γράφονται, τα οποία δεν αποτελούν μόνο δείγματα των αναγνώσεων της Ρέμε αλλά και λειτουργούν ως διαλεκτική για την μεταμόρφωσή της.
Κρατώντας στον βασικό κορμό την αδιανόητη ιστορία της αξιολάτρευτης Ρέμε, την εγκαταλείπει κάθε τόσο για να ασχοληθεί με τις παράπλευρες βιογραφήσεις των δεύτερων χαρακτήρων, ενίοτε με ιδιαίτερες και μάλλον άσχετες με την βασική ιστορία λεπτομέρειες, ώστε να γνωρίζουμε ολόκληρη την πορεία όλων όσοι πρόκειται ή νομίζουμε πως θα συμμετάσχουν στην τελική φάση της εξέγερσης. Το τέλος τους βρίσκει όλους εξουθενωμένους, νικητές ή νικημένους, ακόμα κι εμάς τους αναγνώστες, που διαβάσαμε μια ιστορία πλήρους αληθοφάνειας αλλά και απατηλής ουτοπίας. Σε κάθε περίπτωση ο έρωτας συνδιαλέγεται με την επανάσταση, την εμπνέει ή την ακυρώνει, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελούν τις μέγιστες εξεγέρσεις.
Εκδ. Καστανιώτη, 2017, μτφ. από τα Ισπανικά Κλαίτη Σωτηριάδου, σελ. 282, [Pablo Guttiérez, Los libros repentinos, 2015].