Νίκος Νικολαΐδης - Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
...το μόνο που γουστάρεις είναι το μουνί τα τσιγάρα κι οι έρημοι δρόμοι τίποτ' άλλο όμως το νοιώθω ο λούστρος κουβαλάω μια ερημιά για κάτι που ήτανε κάποτε δικό μου και μου τ' αρπάξανε που τριγυρίζει το γαμημένο σαν ξωτικό και μου ζαλίζει τ' αρχίδια κι όχι μόνο αυτό αλλά μου κλωτσάνε μακριά κα το δεκανίκι να πέφτω να κυλιέμαι στη λάσπη ο δικός σου ... Το σίγουρο είναι ότι κάποιος από κει πάνω μού κάνει χοντρή πλάκα αλλά που θα πάει κάποτε θα τον βρω και θα τον ξεσκίσω επιτόπου. (σ. 296)
Ό,τι αγαπήσαμε στα καρέ και στις σελίδες του Νίκου Νικολαΐδη (Αθήνα 1939 - 2007) βρίσκεται εδώ και θα σταματήσει να μας συντροφεύει: η μυθολογία μιας ζωής που δεν αξίζει αν δεν την ζήσεις όπως ακριβώς θέλεις, με αληθινούς έρωτες και φίλους, κοιτάζοντας κατάματα την ήττα και τον θάνατο. Ολόκληρη η παρέα του είναι ξανά εδώ, ο Μάνος, ο Μίμης ο Μπογκομόλετς, ο Όλιβερ, ο Βιθέντε, και φυσικά ο αυτοβιογραφημένος έφηβος Σπόρος, που ορίζονται και καθορίζονται από τον κινηματογράφο και την μουσική, χώνονται στα σινεμά ακόμα και αλαφιασμένοι από καυγάδες με παρέες ή κυνηγητά με την αστυνομία, λιώνουν στο στέκι τους ή τα κάνουν λίμπα σε χορευτικούς διαγωνισμούς, βουτάνε σε Ουέλς και Καρνέ, χαίρονται με κάθε φρέσκο ροκ εντ ρολ 45άρι, τιμώντας ως πρέπει τους παλαιότερους μάστορες, από Ντιούκ Έλλιγκτον μέχρι Φατς Ντόμινο, ενώ οι εραστές ανταλλάζουν Τζούλι Λόντον σε κόκκινο βινύλιο. Όλα και τον ουρανό ακόμα. Στα δύσκολα θα ψάχνουν αλήθειες στους στίχους των τριών "Κ" γιατί η ποίηση ας βοηθάει να ζήσουμε και να πεθάνουμε όμορφα και κάμποσες φορές να ρίξουμε ... μια φοβερή στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα.(σ. 176).
Πατησίων - Βικτώρια - Εξάρχεια - Τοπ-Χατ, Ζωναρ(ά)ς, Ρεξ και κεντρικές στοές και πίσω στο παλιόσπιτο στα Τουρκοβούνια ή στα βόρεια προάστια που τότε ήταν αλλιώς, έρημα και ομιχλιασμένα, ιδανικά σκηνικά όμως για εκείνες ...τρέχουμε σα λιγούρια πίσω απ' τα μουνιά και κάθε πούτσος που ρίχνουμε κερδίζει πόντους να στο πω καλλίτερα μας διώχνει λίγο πιο μακριά απ' το ταμείο αλλά πάντα στην ουρά μαλάκα μου κ' εντάξει μπορεί να μην κολλάμε με τα πρόβατα δεν έχει όμως άλλη είσοδο για μας τους άντε και καλά αλλοιώτικους...(σ. 188-189)
Χαρακτήρες που όσες περισσότερες στεκιές ρίξουνε, τόσο περισσότερο αξίζει η ζωή τους, συνεπώς απαραίτητες όπως πάντα οι γυναίκες, εραστές και φίλοι ή και τα δυο μαζί, τα μόνα κίνητρα να ξεκολλήσεις, γυναίκες για τις οποίες θα λιώσουν για να έχουν μπέσα απέναντί τους, που δεν θα διστάσουν να τις μπινελικώσουν όταν πρέπει, ούτε και να τις μελώσουν επειδή τους αξίζει, ειδικευμένες του μπον μπον (νυχάτο, σαλιγκαράτο, τρομπάτο) και της μαλακίας μέσα στα σινεμά, η αγαπησιάρα Μπέττυ, η Μόλλυ "6 με 8" (που δεν την άγγιξε ποτέ αλλά της αρκούσε να της διηγείται τα ερωτικά του), η Τζοάννα που μοιράζονται οι φίλοι, η Τάνια του ξενοδοχείου που πορνεύεται στο ένα κρεβάτι κρατώντας το άλλο μόνο για τον Σπόρο της, η Λίλλυ με τα ινδικά τσάγια και το ανοιχτό σπίτι, η απωθημένη Στέλλα, η κάθε μια τους με το στυλ της και το παραμύθι της ...και το δικό μου το παραμύθι πού είναι ρε πούστηδες;
- θα με πιτσιλίσει τώρα ο μαλάκας μου; κι έπιασε να με μαλακίζει πες μου θα με πιτσιλίσει ο καριόλης - αυτή 'ναι που σου μοιάζει καθώς έμπαινε η Τζέην Γκρηρ μέσα στο βρωμερό μπαρ της Τιχουάνα κι ο Μήτσαμ πάθαινε την πλάκα του - σιγά που μού μοιάζει αυτή 'ναι γκομενάρα (...) Μμ...μ' αρέσει η μυρωδιά απ' το χύσι κ' έπειτα κοίταξε προς την οθόνη - για πες μου τώρα τι έγινε γιατί δεν κατάλαβα τίποτα αυτός με το λακκάκι στο πηγούνι τι ρόλο παίζει;(σ. 69)
Και πάντα ψιλοβρέχει, σίγουρα κάθε γαμημένη Κυριακή απόγευμα, και δε φτάνει που είναι χειμώνας αλλά έρχονται και Χριστούγεννα, όπως τότε στη Γλυκιά Συμμορία, άρα θα ανεχτούμε την θλιβερή διακόσμηση των συνοικιακών καφετεριών (πράσινο γκοφρέ ελατάκι σα μαραμένη πούτσα) και αργότερα κάτι γιρλάντες ξεχασμένες της γιορτής να μαγκώνουν τις σιδεριές των υπονόμων.
Ο Σπόρος θα ενηλικιωθεί πολύ γρήγορα με όλα τα παραπάνω, χωρίς ναρκωτικά (μόνο βαλεριάνα για να κοιμάται του θανατά στις δύσκολες στιγμές και παγωμένες μπύρες που έκρυβε στο ρέμα της Πεντέλης) και θα προχωρήσει ακόμα κι όταν οι σχέσεις του είναι καταδικασμένες, ακόμα κι όταν ο ξενιτεμένος κολλητός του τον περιμένει για να μην είναι μοναχός του όταν κρεμαστεί, σκληρός ή τρυφερός αλλά πάντα δίκαιος με όλους, ρίχνοντας ένα "σωστός νομίζω" για να τους επιβραβεύσει. Όπως είπε κάποτε κι ο Τζέρρυ Λούις πρέπει ν' αγαπάς λίγο τον εαυτό σου γιατί στο κάτω κάτω μ' αυτόν θα ζήσεις όλα σου τα χρόνια (σ. 216).
Ο εκδοτικός οίκος άφησε τη γραφή του όπως ήταν στο χειρόγραφο: χύμα και χυμώδη, σα να μας τα διηγείται ο ίδιος, χωρίς στίξεις και ορθογραφίες, γιατί στις ζωτικότερες κουβέντες μας οι γραμματικοί κανόνες πάνε στα σκουπίδια, τα χρονικά άλματα είναι δεδομένα, ο ρεαλισμός πάει αγκαλιαστός με το παραλήρημα, το χιούμορ του όπως πάντα είναι αγέλαστο και μαχαιρώνει. Τον έχουμε μάθει πια. Ακόμα και η ηλικία που διάλεξε να την κάνει -69- δικό του αστείο πρέπει να 'ναι. Ο Νικολαΐδης έκανε το δικό του ακόμα και στην επιλογή των συγκεκριμένων εκδόσεων. Κάποιοι λένε πως αν το έδινε αλλού, θα είχε εκτοξευτεί. Μόνο που, όπως ήδη μαθαίνω, εξαντλείται η πρώτη έκδοση και φεύγει για την δεύτερη, κι ας σιώπησαν όλα τα καθιερωμένα "ένθετα" βιβλίων κι ας έγραψαν μόνο κάποια ιστολόγια, στα οποία άλλωστε σκόπευε να διασκορπίσει μερικά κεφάλαια.
Δεν είναι παράδοξο; Εκείνος που μίλησε για όσους ονειρεύτηκαν μια πιο ροκ εντ ρολ ζωή στο '50 και στο '60, να εκφράζει όσο κανείς άλλος κι εμάς τους άτυχους του '80, να μιλάει εκ μέρους μας, ακόμα κι αν δεν διαβάσαμε τους καταραμένους, τους νουάρ, τους μπιτ, τον Μίλλερ, τον Κέρουακ, τον Ρομπ Γκριγιέ, τον Ντεμπόρ. Γιατί το θέμα είναι να στήνεις σωστά το παραμύθι (σ. 275-6). Μετά την ανάγνωση του Μοντεζούμα δεν μπορείς για καιρό να διαβάσεις οτιδήποτε άλλο.
Όταν οι χαρακτήρες του ταλανίζονται απ' το ερώτημα τι τρέχει ακριβώς, πάμε λάθος στο σωστό δρόμο ή σωστά στον λάθος; (σ. 232) η απάντηση δεν έχει σημασία. Μαζί με τον ίδιο τον δημιουργό τους πήγαν στον δικό τους δρόμο. Σωστοί νομίζω.
Εκδόσεις Greekworks.com, 2008, σελ. 436.
Υ.Γ. δε θέλω να 'μαι πρώτος πουθενά - είμαι πρώτος από χέρι και σας έχω όλους γραμμένους στον πόιτσο μόι κουφάλες.