Ντον ΝτεΛίλλο, Ενρίκε Βίλα - Μάτας
Ντον ΝτεΛίλλο - Υπόγειος κόσμος
Πώς φανταζόμαστε το απόλυτο μυθιστόρημα των τελών του 20ού αιώνα; Σύνθετο, χαώδες, ελεγειακό, πολιτικό, ξεγυμνωτικό, όσο γίνεται περισσότερο πολυφωνικό; Να βγαίνει από την καρδιά μιας σύγχρονης μητρόπολης, να βουτάει στην σύγχρονη ιστορία αποκαλύπτοντας τις πολλαπλές όψεις της, να αποτελεί την απόλυτη λογοτεχνική αντανάκλαση της κάθε τρέχουσας πραγματικότητας και των συγκυριών της; Κλείνοντας πάνω από δέκα χρόνια "ζωής", ο Υπόγειος Κόσμος μοιάζει πράγματι σαν ένα οριακό έργο της σύγχρονης λογοτεχνίας, πιθανώς το magnus opus ενός συγγραφέα που θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους του μεταμοντερνισμού, στην ουσία όμως περισσότερο μεταμοντέρνα είναι η θεματολογία και η σκέψη του παρά η ίδια του γραφή.
Γιος Ιταλών μεταναστών, γέννημα - θρέμμα του Μπρονξ (1936), πρώην... διαφημιστής, ο ΝτεΛίλλο κατασκευάζει τον Υπόγειο Κόσμο του ως τη φυσική κατάληξη όλων των προηγούμενων έργων του. Ήδη από τα πρώτα του μυθιστορήματα στις αρχές των 70ς έφτιαχνε χαρακτήρες που μοιάζουν όσο κανείς σε μερικές από τις αντιπροσωπευτικότερες "περσόνες" του σημερινού ανθρώπου: Στο Americana ο τηλεοπτικός παραγωγός που ταξίδευε ψάχνοντας να αιχμαλωτίσει την πιο υποβλητική εικόνα (1971), στο Great Jones Street ο ροκ σταρ που τα βρόντηξε στη μέση της περιοδείας του (1973), στο Players οι χρηματιστές που γίνονται τρομοκράτες (1977), στον Λευκό Θόρυβο (1985) ο μολυσμένος από εναέρια τοξικά, στο Mao ΙΙ ο συγγραφέας που αναζητά πρότυπα και δεν τα βρίσκει παρά σε ελάχιστους ομότεχνους - βλέπε Σάλιντζερ ή Πίντσον (δίπλα στους οποίους άλλωστε τοποθετείται σήμερα ο ίδιος ο ΝτεΛίλλο).
Στον Υπόγειο Κόσμο φανταστείτε μια ανάστροφη πορεία από τα 90'ς στα 50'ς και ξανά πίσω, δηλαδή "εμπρός", στις κοινωνίες της θεοποίησης χρήματος και θεάματος, δυό θεοτήτων που ζούνε και μια παράλληλη ζωή μέσω της ίδιας του της εικόνας. Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε αλλά η σημερινή πραγματικότητα έχει τη σφραγίδα του. Η ΕΣΣΔ κατέρρευσε αλλά οι πυρηνικές εκρήξεις συνεχίζονται στο Καζακστάν και τη Σιβηρία. Μπορεί η αίσθηση της απειλής να έχει αλλάξει αλλά ο πυρήνας της παραμένει ίδιος. Ο ΝτεΛίλλο στις ελάχιστες συνεντεύξεις του έχει τονίσει την "μετά 9/11" διαφοροποίησή της: ίσως δεν κινδυνεύουμε από μαζικό πόλεμο αλλά ο καθένας μπορεί να σκοτωθεί αύριο στην πόλη του από τρομοκράτες.
Αυτός ο "υπόγειος" κόσμος περιλαμβάνει οτιδήποτε απορρίπτουμε ως άχρηστο ή θάβουμε ως ανεπιθύμητο: κομμάτια μνήμης ή Ιστορίας, απόβλητα βιομηχανίας ή θανατηφόρας τεχνολογίας. Μόνο που η ταφή και οι επιχωματώσεις δεν συνεπάγονται πάντα θάνατο ή στατικότητα. Αυτό που βρίσκεται από κάτω, αργά ή γρήγορα θα αναδυθεί. Κατά τα άλλα, η ιδέα μας για τον κόσμο δεν είναι παρά η τηλεοπτική του αντανάκλαση, ο μαζικός αθλητισμός θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ιδανικό αντίδοτο στην χρεοκοπία της θρησκείας, η ανάγκη της (χαμένης) υπερφυσικής πίστης θα καλυφθεί με κάποιο τρόπο (βλ. διαδίκτυο), οι επιχειρήσεις αποτελούν τον ισχυρότερο πολιτικό παράγοντα. Ο χρόνος αποτελεί ανταλλάξιμο είδος, η βία μπορεί και να μην έχει αιτίες, κάθε φραγμός μοιάζει άχρηστος, η μαζική ψυχολογία είναι οδηγός. Άφησε στην άκρη το παρόν, ζήσε για το μέλλον. Υπάρχουν περιθώρια επιλογής; Σαφώς: διάλεξε τη θρησκεία, το σύστημα κι ένα κανάλι που σου ταιριάζει.
Η γνωστή Ντελίλλια Γραφή εστιάζει στο δίπολο "καθημερινοί χαρακτήρες και ιστορικά γεγονότα": πώς τα πρώτα εκτροχιάζουν τις προσωπικές ζωές το ίδιο ανεπαίσθητα όσο και ανεπανόρθωτα, πώς η ιδιωτική ζωή του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα καθορίστηκε από τις συγκυρίες τους. Αφηγητές εναλλάσσονται, λεπτομέρειες υπερτονίζονται, διάλογοι ζωγραφίζονται. Υπαρκτά πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν ολόκληρους κόσμους (από τον Σινάτρα ως τον Mr FBI Χούβερ) στέκονται ξανά δίπλα σε ιδιαίτερους ανθρώπους για τους οποίους συνήθως δεν μαθαίνουμε ποτέ: εραστές που βρίσκονται μετά από 40 χρόνια, καλλιτέχνες του πολέμου, αναλυτές πυρηνικών αποβλήτων που αναρωτιέται τι απογίνονται όλα αυτά που θάβονται "από άνδρες με διαστημικές στολές". Ορισμένοι θυμίζουν τους ήρωες του Λευκού Θορύβου: το μόνο που τους σώζει είναι να πιστέψουν σε μια δεύτερη μεταθανάτια ζωή. Η πρώτη δεν έχει καμία ελπίδα βελτίωσης. Στο άλλο άκρο ο συγγραφέας δηλώνει πως δεν επιθυμεί να δημιουργήσει κανέναν διαφορετικό κόσμο με τα βιβλία του: ο ήδη υπάρχων κόσμος έχει πολλά να γράψει και να γραφτεί.
Θυμάμαι τις πρώτες λέξεις του μαγικού Gold Mine Gutted των αγαπημένων Bright Eyes: It was Don DeLillo, whiskey neat, and a blinking midnight clock / speakers on a tv stand, just a turntable to watch...Από την άλλη, όλο αυτό το σύμπαν των "αδικαιολόγητων συμπεριφορών" μου θύμισε τον ομώνυμο ηλεκτρονικό δίσκο του Laurent Garnier (Unreasonable Behavior) και το τελευταίο του κομμάτι: Α tribute to the 20th century. Νομίζω είναι ο πιο ταιριαστός υπότιτλος για τον Υπόγειο Κόσμο του ΝτεΛίλλο, αυτό το αυτονόητα νεοϋορκέζικο, αμιγώς αμερικάνικο αλλά τελικά διατοπικό βιβλίο. DonDelillo, Underword, 1997 / Εκδόσεις Εστία, 1998, μτφ. Έφη Φρυδά, σ. 947.
Ενρίκε Βίλα - Μάτας - Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ
Η ανακάλυψη του ροκ εν ρολ μου έσωσε τη ζωή, ή τουλάχιστον μου έδωσε το κίνητρο για να την ψάξω. Το ροκ εν ρολ δεν ήταν κάτι που η γενιά μου είχε κληρονομήσει από κάποιον κι έτσι δεν υπήρχε κάποιος να μας μάθει να το αγαπάμε (σ. 143). Tι ώθησε τον περίφημο Καταλανό συγγραφέα Ενρίκε Βίλα - Μάτας σε αυτή την αιφνιδιαστική αυτή αποκάλυψη; Το Βεντερικό Τρία αμερικάνικα LPs, με τη μουσική του Βαν Μόρισον (έκτοτε αγαπημένος του τραγουδιστής) και τις φωνές του Βέντερς και του Χάντκε να σχολιάζουν τα τραγούδια μέσα στο αυτοκίνητο. Επειδή ο πραγματικός ήρωας αυτής της ταινίας ήταν το ροκ εν ρολ, που μετατρεπόταν στο μοναδικό όχημα επικοινωνίας σ' ένα σύμπαν ερημωμένο και απρόσιτο. Αυτή ακριβώς την αίσθηση της ερημιάς ένοιωθε κι ο ίδιος καταμεσής του κοσμοπολίτικου Παρισιού.
O Βίλα-Μάτας, ανώριμος αυτοεξόριστος της Φρανκικής Ισπανίας και δεδηλωμένος λάτρης του Χέμινγουεϊ, πηγαίνει να ζήσει στο Παρίσι παίρνοντας παραμάσχαλα το A Movable Feast (Κινητή Γιορτή ή, όπως μεταφράστηκε παλαιότερα, Αέναη Γιορτή), εκείνο το δραματικά αντιφατικό κύκνειο έργο του, γραμμένο λίγο πριν την αυτοχειρία του αλλά αφιερωμένο στην πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του στο μεσοπολεμικό Παρίσι. Τι έχει μείνει από εκείνη την Γιορτή στο Παρίσι των τελών της δεκαετίας του '60 και των αρχών της επομένης; Μπορούσε εκείνο το βιβλίο που υμνούσε την ταύτιση ζωής και λογοτεχνίας (δεν γράφεις αν δεν ζεις) να αποτελέσει οδηγό για κάποιον που ψάχνει ένα δρόμο ζωής ανάμεσα στις λέξεις;
Δεκαετίες αργότερα θα ξαναβρεθεί (ή μήπως επιστρέψει;) στο Παρίσι, αναγνωρισμένος συγγραφέας πια, για μια τρίτη εμβύθιση στην πόλη της πλάνης, στην ουσία για μια "ειρωνική αναθεώρηση δύο χρόνων νιότης", τότε που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να γράψει το πρώτο του βιβλίο (Η πολυμαθής δολοφόνος, 1977 - όπου ήθελε να του προσδώσει το ανεπανάληπτο εύρημα: τον ταυτόχρονο θάνατο ιστορίας και αναγνώστη), τότε που χωρίς, όπως δηλώνει, να το ξέρει, ήδη πρωταγωνιστούσε στο μυθιστόρημα της λογοτεχνικής του μαθητείας.
Ο μαθητευόμενος λεξιπλόκος ξεκινά με ένα χαρτάκι που του έδωσε βιαστικά η Ντυράς στην εξώπορτά της με τα 13 μυστικά της γραφής και μια σύνοψη του ευαγγελίου της περιπλάνησης (Χορείες χώρων) του Περέκ. Αναζητεί πρότυπα στον Χέμινγουέι και στον Μίλλερ, τότε που ήταν φτωχοί κι ευτυχισμένοι στο Παρίσι, και οδηγίες γραφής στα Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή του Ρίλκε, στο Πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα του Ουναμούνο και στη Χλομή φωτιά του Ναμπόκωφ. Συντάσσει ένα μνημολόγιο καφενείων όπου του συνέβησαν παράξενα πράγματα και αναζητά τα μέρη όπου αλλοτινά βρίσκονταν το ατελιέ του αυτοεξόριστου Ντισάν ή αυτοκτόνησε η Ζαν Εμπιτέρν (καμία πλάκα, ούτε καν ένα θλιβερό γκράφιτι στον τοίχο).
Προσπαθεί να κλέψει λέξεις από τις συνομιλίες της Τζούλια Κρίστεβα, του Φιλίπ Σολέρ, να συλλάβει αλήθειες στα βλέμματα του Ρολάν Μπαρ, του Ρομπ-Γκριγιέ και του Κόπι, "να φανεί αντάξιος εκείνης της συγγραφικής παράδοσης του καφενείου και της εξορίας". Βλέπει επανειλημμένες φορές το India Song της Ντυράς και τον Κομφορμιστή του Μπερτολούτσι (που τον ενθουσιάζει καθώς μετατρέπει την διήγηση σε παιχνίδι). Ζητά συμβουλές από τον Χουάν Μαρσέ και τον Ζαν Μαρέ, που του διαμηνύει: φτιάξε ένα σωσία του εαυτού σου, να σε βοηθήσει να σταθείς στα πόδια σου και πιθανόν να μπορέσει ακόμα και να σε αντικαταστήσει, να καταλάβει τη σκηνή, ώστε να μπορέσεις να δουλέψεις ήσυχος, μακριά απ' το θόρυβο(σ. 155).
Συμμετέχει στην αντεργκράουντ ταινία Ταμ-ταμ του Αδόλφο Αριέτα ("κινηματογράφος πανκ αλά γαλλικά, υπερβολικού ρεαλισμού πολλά χρόνια πριν τον Αλμοδόβαρ, με τους περισσότερους τραβεστί ανά τετραγωνικό μέτρο σε ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου") και στις μυστικές διαλέξεις του Μπόρχες σ' ένα κρυμμένο βιβλιοπωλείο (βλ. τα υποβλητικότατα κεφάλαια 74 και 75). Προσπαθεί να ξεπεράσει τις αναστολές του και να γίνει κοινωνικός, γνωρίζει ανθρώπους πάσης φύσεως (σπαρταριστό το επεισόδιο της ερωτικής επίθεσης από μια ογδοντάχρονη μποέμισσα) και πλαγιάζει με αδιάφορες υπάρξεις ώστε να λειαίνει την σεξουαλική του ανασφάλεια. Ισορροπεί στην άκρη της ανέχειας, φτάνει στο σημείο να πηγαίνει με το μετρό στα δημόσια λουτρά του Οστερλίτς με την πετσέτα στο χέρι, πάντα με τον φόβο μην τον δει κάποιος γνωστός. Μα τίποτε από όλα αυτά δεν θα του δώσει την πολυπόθητη συγγραφική ώθηση. Στο τέλος θα συμφωνήσει με την φράση της Ντυράς (στη σοφίτα της οποίας διαβιεί ως ενοικιαστής): Εμείς οι συγγραφείς ζούμε μια ζωή πολύ φτωχή: μιλάω γι' αυτούς που γράφουν στ' αλήθεια. Δεν γνωρίζω κανέναν που να έχει λιγότερη προσωπική ζωή κι από μένα (σ. 199).
Εδώ έχουμε ένα ολοζώντανο συγγραφικό εργαστήρι εβδομήντα χρόνων (1920 - 1990) και 113 επεισοδίων που δεν διανθίζεται απλώς με αμέτρητα περιστατικά, οριακές και αδιάφορες συναντήσεις και φράσεις που αξίζει να κρατάει κανείς στο μυαλό του αλλά και σκαλίζει τα κρισιμότερα ερωτήματα της γραφής: πώς γράφουμε, γιατί, τι μας χρειάζεται, τι μας παγιδεύει - μην ξεχνάμε άλλωστε πως τα της γραφής απασχόλησαν κατεξοχήν τον Βίλα - Μάτας τουλάχιστον σε δύο συναρπαστικά βιβλία (Μπάρτλεμπυ και Σία, Η νόσος του Μοντάνο). Εκείνο που διαποτίζει όμως ετούτο το μωσαϊκό αυτοβιογραφικής, δοκιμιακής και μυθιστορηματικής γραφής είναι η διάχυτη ειρωνεία και η απομυθοποίηση των πάντων, τέχνες που εξ αρχής δηλώνει πως ανέκαθεν τον ενδιέφεραν. Τίποτα δεν γλιτώνει από την πρέσα τους, ούτε τα λογοτεχνικά κέντρα (όπου "μονίμως ακούγονται βλακείες"), ούτε πρόσωπα (όπως η "απαίσια συγγραφέας" Γερτρούδη Στάιν), ούτε κυρίως οι κομψευόμενες πόζες των τεμπέληδων καλλιτεχνών και ποιητών, που το μόνο που έκαναν ήταν να δείχνουν απελπισμένοι.
Νόμιζα ότι ήταν πολύ κομψό να ζεις μέσα στην απελπισία...Τώρα πιστεύω ότι όχι μόνο δεν είναι κομψός, αλλά μάλλον για ζουρλομανδύα όποιος περνάει απ' τον κόσμο χωρίς να βιώσει τη χαρά της ζωής. Λέει ο Φερνάντο Σαβατέρ ότι η αποκαλούμενη συνήθεια του να φιλοσοφείς τα πράγματα δε σημαίνει να παραιτείσαι, ούτε να τα φέρεις βαρέως, αλλά να τα δέχεσαι χαρούμενα. Φυσικά. Στο κάτω κάτω, για την απελπισία έχουμε στη διάθεσή μας την αιωνιότητα. (σ. 82)
Εδώ έγινε ο Μάιος του 68 αλλά κανείς δεν μιλάει γι' αυτόν - τα οράματα ξαναμπήκαν στο πίσω μέρος του μυαλού. Τα αριστερά του Σηκουάνα δεν συμπίπτουν με τα αριστερά της Εδέμ και το Παρίσι (πόλη όνειρο για πολλούς, πόλη - εφιάλτης για άλλους, όπως ο Ουρουγουανός συγγραφέας Οράσιο Κιρόγκα) δεν είναι ακριβώς μια κινητή γιορτή. Η κοινωνία των κοσμοπολιτών δεν σε βοηθάει πάντα να γεμίσεις τις ερημιές σου. Αυτό που έψαχνε ο Βίλα - Μάτας στην "σταχτιά", όπως την λέει, ζωή του στο Παρίσι το βρήκε ή τον βρήκε αργότερα, στα χρόνια της ωριμότητας. Καλύτερα μια αληθινή ιστορία, παρά μια εξωραϊσμένη εκδοχή της. Enrique Vila - Matas, Paris no se acaba nunca, 2006. / Εκδόσεις Καστανιώτης, 2008, μτφ. Ναννά Παπανικολάου, σελ. 258, με σημειώσεις της μεταφράστριας.