Άννα Φάντερ, Σπύρος Λαζαρίδης
Anna Funder - Stasiland. Ιστορίες πίσω από το τείχος του Βερολίνου, μτφ.: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Οκτώ, 2008, σελ. 334, με σημειώσεις για τις πηγές.
Τι απέγινε το δημοφιλέστερο ροκ συγκρότημα της Ανατολικής Γερμανίας (δηλ. της περίφημης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας) Klaus Renft Combo όταν το 1975 υπερέβη τα όρια; Ήταν πολύ διάσημοι για να συλληφθούν, συνεπώς κλήθηκαν από μια αξιωματούχο που απλά τους ανακοίνωσε: από σήμερα σας πληροφορούμε πως δεν υπάρχετε. Στην ερώτηση του αρχηγού Κλάους αν είναι πλέον απαγορευμένοι, διευκρίνισε: Δεν είπαμε ότι είστε απαγορευμένοι. Είπαμε ότι δεν υπάρχετε. Οι δίσκοι τους εξαφανίστηκαν σε μια νύχτα, ο Τύπος σταμάτησε να τους αναφέρει, το ραδιόφωνο να τους παίζει. Η δισκογραφική AMIGA ανατύπωσε ολόκληρο τον κατάλογό της χωρίς αυτούς. Κατασκεύασαν και τους αντικαταστάτες τους Carousel, καθαρούς αντιγραφείς των KRC χωρίς τα κακά λογάκια φυσικά. Όμως ο Κλάους είναι μια αληθινή ροκ εντ ρολλ ψυχή: έχοντας προβλέψει τις εξελίξεις, κόλλησε ένα κασετοφωνάκι στο λουρί της κιθάρας και κατέγραψε τα λόγια της "συντρόφισσας" κατσίκας έτσι για ηχητικό εφφέ - μπορείτε σήμερα να ακούσουμε στον δίσκο 40 Years Klaus Renft Combo (1997).
Λίγα χρόνια πριν, μια νεαρή κοπέλα καλείται κάθε τόσο στα γραφεία της Στάζι για να τους εξηγήσει ορισμένα σημεία των ερωτικών επιστολών που ανταλλάζει με τον Ιταλό φίλο της- φανταστείτε την τραγελαφική σκηνή, όπου ο αξιωματικός την ρωτάει για λέξεις που δεν μπορεί να βρει στο μικροσκοπικό του λεξικάκι - μήπως δεν είναι τρυφερότητες αλλά συνθηματικές κατά του κράτους; Όταν δεν τής φράζονται όλοι οι επαγγελματικοί δρόμοι, επειδή αρνήθηκε να γίνει πληροφοριοδότρια, κι εκείνη δηλώνει στο Γραφείο Εργασίας πως είναι άνεργη, η ένστολη υπεύθυνη ουρλιάζει "δεν είστε άνεργη, απλώς ψάχνετε δουλειά!": αυτό είναι αντιλαμβάνεται πως βρίσκεται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας της ΛΔΓ, στο απόλυτο κενό.
Όταν ζητήθηκε από τους διαδηλωτές που κατέλαβαν το κτίριο της Στάζι (4.12.89) να δείξουν στους φρουρούς τις ταυτότητές τους, σαν μια παράδοξη παρωδία ελέγχου που έχαναν εκείνη τη στιγμή, εκείνοι αιφνιδιασμένοι το έκαναν υπάκουα, προτού καταλάβουν το κτίριο!
Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο- καταγραφή μαρτυριών είναι γεμάτο από παρόμοιες ανατριχιαστικές και πολύ σκληρές ιστορίες. Η Φάντερ συνομιλεί και με τις δυο πλευρές του καθεστώτος: από αξιωματικούς της Στάζι, που αναζητά μέσω αγγελιών, μέχρι απλούς καθημερινούς ανθρώπους των οποίων η ζωή άλλαξε δραματικά. Ανθρώπους που έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στην προδοσία φίλων και την ζωή της οικογένειάς τους, που συνειδητοποίησαν πως το κράτος δεν ήταν ο καλός πατέρας που είχαν στο μυαλό τους. Κι έτσι όπως ο ορισμός του "εχθρού" διευρυνόταν όλο και περισσότερο, καριέρες καταστρέφονταν προτού καν αρχίσουν, σχέσεις διαλύονταν, συνειδήσεις κατατρώγονταν.
Το πιο τελειοποιημένο κράτος παρακολούθησης όλων των εποχών (1 πράκτορας ανά 23 ανθρώπους) δεν υπάρχει. Παρά την παθολογική της εμμονή στην λεπτομέρεια (ή μήπως εξαιτίας της;), η Στάζι απέτυχε τελείως να προβλέψει το τέλος του κομμουνισμού και της χώρας. Μεταξύ 1989 και 1990, από σταλινική κατασκοπευτική μονάδα τη μία μέρα, μουσείο την επόμενη. Αναλογίζομαι τον περιβόητο διοικητή της Στάζι Μίλκε, την στιγμή που αντιλαμβάνεται πως ο μηχανισμός που έχει δημιουργήσει είναι τόσο τέλειος, ώστε κάπου, κάποιος παρακολουθούσε στενά και τον ίδιο.
Όμως οι άνθρωποι - ερείπια που άφησε προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους, ενώ οι πρώην καθεστωτικοί παραμένουν αμετανόητοι και πρέπει να νοιώθουν πολύ τυχεροί που οι Γερμανοί αντέδρασαν με σύνεση και ψυχραιμία. Σε άλλη χώρα, θα τους είχαν κατακρεουργήσει. [Anna Funder - Stasiland: Stories from Behind the Berlin Wall, 2003]
Σπύρος Λαζαρίδης, Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία. Μελέτη, εκδ. Ζήτρος 1998, σελ. 175.
Δεν μου χρειάζεται κι άλλη απομόνωση, φτάνει αυτή που έχω στο σπίτι. Δεν μπορώ να κουβαλώ την ατμόσφαιρα του σπιτιού μου πάνω σε τέσσερις ρόδες, ούτε να βλέπω διαρκώς τους άλλους μέσα απ' τα τζάμια...έγραφε ο Γιώργος Ιωάννου στις αρχές της δεκαετίας του '70 στο Μοτοσυκλέτας εγκώμιον, στο πρώτο κείμενο που επικέντρωνε τον λόγο στη μοτοσυκλέτα με τέτοια θέρμη, γράφοντας για το όνειρό του να αλωνίζει με ένα μοτοσακό παραμερίζοντας κάθε τι που εμποδίζει και πνίγει τους ανθρώπους που έχουν δυνάμεις για ξόδεμα. Λίγο αργότερα η Νατάσα Χατζιδάκη στο Cafe Torino εμπνεόμενη απ' το φινάλε του Quadrophenia και τις συγκρούσεις των Mods με τα σκούτερ και των Rockers με τις κλασικές μοτοσυκλέτες στιχουργούσε Εκεί όπου τα σκούτερ των εφήβων με τα άνορακ καταποντίζονται...
Ο Σ. Λαζαρίδης (Ηλιόλουστο, Κιλκίς, 1958) έχει ασχοληθεί με ποίηση, διηγήματα, θέατρο, μελέτες, λευκώματα. Με ετούτη την αναδεικνύει, συζητά και αναλύει όλα τα μέχρι τότε λογοτεχνικά κείμενα για την μοτοσυκλέτα και γίνεται ο ιδανικότερος ξεναγός μας για τα δίτροχα λογοτεχνικά ταξιδέματα. Συντροφιά μας ο άγγελος εκδικητής ή αναχωρητής Οργισμένος βαλκάνιος του Νίκου Νικολαΐδη μας, η θρυλική Βέσπα του Τριαντάφυλλου Πίττα και το παρθενικό λογοτεχνικό της ατύχημα, τα αδικημένα πόδια των γυναικών σύμφωνα με τα Χαζά Μπούτια του Βασίλη Βασιλικού, ο Sex Pistol του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη, οι Τελετές Μοτοσυκλέτας του Γιώργου Χρονά - μια τραγική προσπάθεια να ομορφήνεις τα άσχημα - και τα μοτοκρός στο Κερατσίνι, ο Κωστής Μοσκώφ, ο Αλέξης Πανσέληνος, ο Χάρης Μεγαλυνός, ο Γιώργος Κάτος- λείπεις απ' την μπάρα μας κι ακόμα δεν το συνηθίσαμε - κι άλλοι πολλοί. Ετούτη η συμπληρωμενη β΄ εκδοση (η πρώτη ήταν από την Διαγώνιο, 1986) ξανάγινε ανάρπαστη και ψάχνοντάς την διαπίστωσα πως λίγα αντίτυπα έχουν απομείνει στα γραφεία του εκδοτικού οίκου...
Σπύρος Λαζαρίδης, Ενδοσκεληδόν. Ανθολογία έργων της ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές, εκδ. Ζήτρος, 2008, σελ. 550.
...έτσι ώστε μια δεκαετία αργότερα, κι ενώ προηγήθηκε μια μικρότερη μελέτη στο περιοδικό Λέξη για "Το αυτοκίνητο στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης" (αρ. 158/Ιούλιος - Αύγουστος 2000) κι ένα ετήσιο μπλογκάρισμα στο tsalimi.blogspot.com: (2006 - 2007), ο αγαπητός μηχανόβιος ποιητής μας δίνει αυτό που έμενε: Έναν πλήρη τόμο μοτοσυκλετικής ανθολογίας με επίμετρο, πλήρη βιβλιογραφία, κατάλογο συγγραφέων, ασπρόμαυρες φωτογραφίες και εικαστική σύνθεση.
Αυτό ήταν. Δια μιας το σελιδοδρόμιο ανοίγει και γεμίζει οδηγούς, συνοδηγούς, πρωταγωνιστές, θεατές μάστορες του λόγου. Προηγούνται οι ποιητές - Ρ. Αποστολίδης, Ν.-Α. Ασλάνογλου, Γ. Βαρβέρης, Γ. Βαφόπουλος, Γ. Βέης, Ε. Κακναβάτος, Ν. Κάλας, Ζ. Καρέλλη, Χ. Λιοντάκης, Μ. Ξεξάκης, Γ. Πατίλης, Γ. Ρίτσος, Μ. Σαχτούρης, Β. Στεριάδης, Α. Τσακνιά, Γ. Υφαντής, Α. Φωστιέρης, προλογίζων Ν. Χριστιανόπουλος - που προλογίζει το έργο κι άλλοι πολλοί. Λίγο μετά μαρσάρουν μελάνι οι πεζογράφοι: Κ. Γκιμοσούλης, Α. Δαμιανίδη, Α. Δεληγιώργη, Τ. Καλούτσας, Ν. Κάσδαγλης - καλό ταξίδι φίλε - , Τ. Καζαντζής, Μ. Κουμανταρέας, Η. Κουτσούκος, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Τ. Πίττας, Β. Ραπτόπουλος, Σ. Σερέφας, Γ. Σκαμπαρδώνης (με το σπαρταριστικότερο διήγημα που έγραψε ποτέ, Το ζωντανό πόδι), Μ. Φακίνος και πάλι κι άλλοι πολλοί.
Περιπλανιόμαστε Από το πάρκο στην Μυροβόλο του Μπακιρτζή, σταματούμε Ταντάλου και Σαπφούς γωνία του προλογίζοντος Χριστιανόπουλου, χαιρετούμε τις θρυλικές πια Ιωάννα και Μαριέτα του Γιώργου Χρονά, διαβάζουμε σε μια κάρτα του Ν.Γ. Πεντζίκη μοτόρ - σικλέτ ήγουν μηχανή θλίψεως και ο χρόνος ακινητοποιείται σε μια συζήτηση του Νίκου Καρούζου με τον Ίκαρο τον Μπαμπασάκη και τον Θάνο τον Σταθόπουλο στο Βολιώτικο περιοδικό Ζάλη, αρ 2: Η πραγματική μου ένταση βγαίνει μέσα από τις συγκινήσεις της μεγαλούπολης. Το να δω, σ' ένα δάσος, να τρέχει ένα κουνάβι, είναι βεβαίως μια πάρα πολύ ωραία εικόνα, είναι μια αιωνιότητα, αλλά προτιμώ να είμαι στη μεγαλούπολη να βλέπω να τρέχει μια μοτοσυκλέτα μανιωδώς. Να γίνει ο ίλιγγος της μοτοσυκλέτας, εσωτερική ιλιγγιώδης ταχύτητα.
Μ' όλα αυτά, μου ήρθε πάλι η όρεξη για δίκυκλες περιπλανήσεις, συνεπώς κλείνω και φεύγω με τη μηχανή μου - μηχανή που ορισμένοι κακεντρεχείς βάφτισαν πενηνταράκι παπάκι.