Βιβλιοπανδοχείο, 4: Μηνάς Βιντιάδης - Δράκος κόκορας
(εκδ. Ελληνικά γράμματα)
Κοιμόμαστε και βλέπω εφιάλτες με βιβλία που πετάνε σαν αερόστατα, θέλω να τα διαβάσω, θέλω να πετάξω, μα δεν τα φτάνω.
Φάκελος πελάτη: Γέννημα Αιγύπτου (1957, Πορτ Σάιντ), θρέμμα Κάσου, βίωμα Αθήνας. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Τι είπα στην Κλαούντια (1996), Οι τρεις Μαρίες (1999) και Το δεξί Πόδι του Θεού (2003), τον θεατρικό μονόλογο Τάρτα ροδάκινο και διηγήματα σε διάφορες συλλογές. Στο προσωπικό του μπλόγκ (vintiadis.blogspot.com) συστήνεται ως συγγραφέας μυθοπλασιών και άλλων απωθημένων, προσθέτοντας : τα απωθημένα κυκλοφορούν (δυστυχώς) όπου κι εγώ. Δημοσιογράφος.
Προσωπικό ημερολόγιο: Δηλώνω πιστός αναγνώστης διηγημάτων, όμως το είδος είναι από μόνο του δύσκολο και απαιτητικό: δεν αρκεί να εκφράσεις με λέξεις το επιλεγμένο γεγονός/εικόνα/σκέψη αλλά και να το κάνεις με τα λιγότερα δυνατά στον λιγότερο δυνατό χωροχρόνο. Κυρίως επειδή πρέπει να συμπυκνώσεις την ιστορία σου τονίζοντας τα καίρια στοιχεία και να βάλεις τον αναγνώστη ταχύτατα μες την ατμόσφαιρα που θέλεις. Αν αργήσεις, έχουν περάσει οι σελίδες κι έχει βρεθεί αμήχανος στο επόμενο. Έχω σταμπάρει τον Μ.Β. από παλαιότερα κομμάτια του και καταφέρνει ακριβώς αυτό: σε βάζει μέσα στις ιστορίες του - ενίοτε σου βουτάει το κεφάλι μέσα στο νερό τους. Τον θυμάμαι κυρίως από το Γούρι (που κυκλοφορεί ήδη και σε γερμανική συλλογή) και το Η Σβετλάνα και η Σταματία που ευτυχώς αναδημοσιεύεται εδώ.
Ήρωες: Οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί (και αξίζει!) να γίνει ο πρωταγωνιστής ενός απολαυστικού διηγήματος. Εδώ την τυχερή ομήγυρη αποτελούν ένας φετιχιστής ιατροδικαστής, ένας βοσκός που ερωτεύεται ένα μεταλλικό χελιδόνι, ένας ευαίσθητος πιτσιρικάς που ενηλικιώνεται βίαια, η κοπέλα του φούρνου, ένα πρόστυχο ζεύγος γερόντων, μια Ρωσίδα από τα Τρίκαλα, μια μαρμάρινη μούσα, ένας Άγιος Βασίλης αεροδρομίου, δύο απελπισμένοι μοιχευόμενοι, ένας μοναχικός εργένης που συμπαθεί με την πρώτη ματιά τις πρωταγωνίστριες ερωτικών ταινιών χωρίς να τις θέλει για το κρεβάτι του αλλά δίπλα του, να μείνουν μαζί του στο χωριό, να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά. Και πρώτος μεταξύ ίσων, ο Αρίσταρχος Φουντουκίδης! Όχι ο γνωστός δικέφαλος αλλά ο προϊστάμενος νησιωτικού αεροδρομίου και οι προσωπικές του ενασχολήσεις.
Γοητεία: Με τον εξομολογητικό τόνο στο φουλ και την προσφιλή μας εναλλαγή μεταξύ σκληρότητας και τρυφερότητας ο Μ.Β. σκιτσάρει επιτυχώς προσωπικές στιγμές (που θα μπορούσαν ν' ανήκουν στον καθένα), λεπτομέρειες της καθημερινότητας, μικρά και μεγάλα συμβάντα των ζωών μας. Ισορροπεί ανάμεσα σε σκέψεις και παρορμήσεις και, κυρίως, μεταξύ ελαφρότητας και βάρους. Κάποιες φορές γράφει με την σκέψη μικρού παιδιού, και καταλαβαίνετε τι κόντρες ευαισθησίας και σκληρότητας μπορεί να προκαλέσει αυτό. Εντοπίζει το καθημερινό, το παίρνει με χειρουργική λαβίδα, σε παίρνει από το χέρι και αρχίζει την διήγηση. Όπως οι φωτογράφοι έχει τα δικά του φίλτρα: το λυρικό, το κωμικοτραγικό, το παράδοξο. Εκτός από τις καθημερινές ιστορίες υπάρχουν και οι στιγμές που βγαίνεις από αυτό που πρέπει να είσαι, τότε δηλαδή που οι ψυχές αρχίζουν να πριονίζουν τα πήλινα πόδια των ενοχών και να καίνε τις χάρτινες τύψεις για ό, τι έχεις κάνει κι ό, τι ετοιμάζεσαι να κάνεις...
Σε αντίθεση όμως με άπειρα διηγήματα που απλώς φωτογραφίζουν στιγμές και στιγμιοτυπούν καταστάσεις, οι ιστορίες του Βιντιάδη έχουν απρόοπτη εξέλιξη και αναπάντεχο τέλος. Συχνά σε κάνει να τρέχεις την ανάγνωση για να δεις την αντεστραμμένη εξέλιξη, που τις περισσότερες φορές δύσκολα μαντεύεται. Το διπλά απρόσμενο τέλος του Ξέρεις από φόβο; είναι χαρακτηριστικό. Τα παρελθοντικά τραύματα του παρελθόντος δεν θάβονται αλλά καίγονται με οινόπνευμα. Και μια εκδρομή Φαρμακευτικού Συλλόγου στην Αλεξανδρούπολη μπορεί να γίνει εξελιχθεί σε λιβιδική πλημμύρα (κομμάτι για ανθολογία ο συντονισμός της ερωτικής συνεύρεσης με τον αναβόσβημα του φάρου). Κορυφαία διηγήματα τα Πλασιέ με ασθενική μνήμη και Η τελευταία έκθεση με θέμα το Θεό. Και επιτέλους, επιτέλους ένα κείμενο για εκείνους που λατρεύουν τα δάχτυλα των γυναικείων ποδιών!
Γραφιστικά: Εδώ στο μόλο που τους κρυφοκοιτάζω... Εφόσον ο Μ.Β. διηγείται εξομολογούμενος, κάποτε επιθυμεί να μιλήσει και με τον αναγνώστη του. Θα διακόψει τον Δράκο κόκορα για να μας πει ότι ξέρει τι μπορεί να σκεφτόμαστε, ενώ λίγο πιο κάτω θα μας αποκαλύψει την διαφωνία συγγραφέα και αφηγητή της ιστορίας. Στο διακειμενικό του παιχνίδι μπαίνουν απρόσκλητοι ο ποιητής Γιάννης Υφαντής και οι Rolling Stones.
Απλή γλώσσα, κουβεντιαστή γραφή, δημοσιογραφική γραφίδα.
Απόσπασμα: Λίγα μέτρα από μένα παραμονεύει μια αφορμή για να μελαγχολήσω. Μια εικόνα συνηθισμένη, πολλές φορές, σε βραχυκυκλώνει, μοιάζει σαν ένα κακομούτσουνο σήμερα να χωνεύει το αγαπημένο σου χθες. Άνθρωποι άγνωστοι, ξένοι, μορφές και σχήματα ασύνδετα, αδιάφορα, αιωρούνται σαν ξένα σωματίδια στο δικό σου πεδίο, σαν απρόσκλητοι κομπάρσοι τρυπώνουν στη σκηνή του δικού σου θεάτρου, της μνήμης σου, ρε γαμώτο, και αρχίζουν τους αυτοσχεδιασμούς, υπαγορεύοντάς σου αναμνήσεις. Εσύ ξέρεις πως μιλάνε μια δική τους γλώσσα, ότι αισθάνονται άλλα πράγματα, μα ένα αόρατο χέρι σε καθηλώνει για να δεις στα πρόσωπά τους εσένα κι αυτά που δε ζεις πια, πολλές φορές αυτά που έχασες οριστικά...
Από τους εκατό περίπου υποψήφιους επιβάτες που συνωστίζονται στην αίθουσα αναμονής "νούμερο πέντε", αυτοί οι δύο άρπαξαν με το έτσι θέλω τους ρόλους των πρωταγωνιστών, έγιναν οι ιερείς της αταίριαστης με το χώρο και το χρόνο ηδονής, σε μια μικρή κοινωνία μισοκοιμισμένων πιστών.
(σ. 145, 147)
Συντεταγμένες: 18 διηγήματα, τα 12 αναδημοσιεύσεις από λογοτεχνικά ή άλλα περιοδικά (Το Δέντρο, Η Λέξη, Εξώπολις), εφημερίδες, συλλογές διηγημάτων κλπ. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2006, 148. σελ.