Αχμάτοβα, Πατρίκιος
Βόλφγκανγκ Χέσνερ - Άννα Αχμάτοβα. Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας
Νόμιζα πως ήξερα καλά κάθε είδους αϋπνία,/ Όλα τα μονοπάτια και τις αβύσσους,/ Αλλ' αυτή εδώ είναι σαν το ποδοβολητό του ιππικού/ Υπό τον βίαιο ήχο μιας τρομπέτας./ Μπαίνω μέσα στα εγκαταλειμμένα σπίτια,/ Η ζεστή φωλιά κάποιου, κάποτε... (άτιτλο, 1940). Ήταν ελάχιστες φορές οι φορές που η Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) είχε ένα σπίτι - ασφαλή φωλιά. Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της έζησε διωκόμενη από το σοβιετικό καθεστώς και βίωσε κάθε σκληρότητα που θα μπορούσε να ζήσει ένας πνευματικός άνθρωπος στα χρόνια της σταλινικής τρομοκρατίας.
Έζησε την εκτέλεση του πρώτου συζύγου της, ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ, ως "εχθρού του λαού", από τις μυστικές υπηρεσίες και τον εγκλεισμό του γιου της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης (που πλήρωνε την απέχθεια του κράτους για τους γονείς του, κάτι για το οποίο δεν την συγχώρεσε ποτέ) προσπαθώντας απελπισμένα να τον απελευθερώσει επί δεκαετία, ακόμα και θυσιάζοντας την ποιητική της ψυχή, δημοσιεύοντας ωδή για τον Στάλιν (αν και κανείς δεν την πίστεψε, αναγνωρίζοντας την γνώριμη κρυμμένη της ειρωνεία). Είδε τον τρίτο σύζυγό της να καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα και να πεθαίνει στη φυλακή, τους συμποιητές της να σιωπούν ή να εξορίζονται στα γκουλάγκ ή να οδηγούνται στα ψυχιατρεία. Την εξαφάνιση του αγαπημένου της φίλου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ, του Μπόρις Πίλνιακ, την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι, τον θάνατο του Μπουλγκάκοφ. Για την ίδια το καθεστώς επιφύλαξε πιο διακριτική μεταχείριση: με κάθε ευκαιρία δυσφημίστηκε, αποκλείστηκε και διαβλήθηκε, τα βιβλία της πολτοποιήθηκαν το 1925, ο Τρότσκι αποκήρυξε την συλλογή Αnno Domini, ο Ζντάνοφ την απέπεμψε από την Ένωση Συγγραφέων λέγοντας: "Είναι μισή καλόγρια, μισή πόρνη, ή, πιο σωστά, καλόγρια και πόρνη. Μέσα της μπλέκονται ασέλγεια και προσευχή".
Κι όμως, εκείνη η ασκητική μορφή αποδέχτηκε τη δυστυχία ως προσωπικό της πεπρωμένο, με μια φιλοσοφία εγκαρτέρησης και ψυχικής δύναμης στον πόνο, πολύ κοντά στην ρωσική νοοτροπία. Όπως παλαιότερα πίστευε πως την διάλεξε η μοίρα για να κυοφορεί μέσα της όλες τις εσωτερικές της αντιφάσεις, τώρα θα παρέμενε αξιοπρεπής και απόμακρη ακόμα και στις ουρές για το ψωμί. Συνέχισε να γράφει ποιήματα που όχι μόνο δεν θα εκδίδονταν ποτέ αλλά θα ήταν επικίνδυνο ακόμα και να βρεθούν. Δεν έμενε παρά να τα μαθαίνει απ' έξω, να τα απαγγέλει κρυφά σε φίλους, να κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Άλλωστε είχε ήδη αποκτήσει αμέτρητους αναγνώστες από τα πρώτα της βήματα, με την προσιτή της γραφή, την αβυσσώδη ευαισθησία και την κοινή γλωσσική αποτύπωση του κορυφαίου, του καθημερινού και του οικείου. Είχε ξεκινήσει υποχρεωτικά ψευδώνυμη για να μην χαλάσει το καλό όνομα της οικογένειας, επιλέγοντας τα πέντε άλφα σαν μια παρατεταμένη κραυγή. Ακμεΐστρια - μέλος του φερώνυμου κινήματος που ήθελε διαυγέστατους στίχους αντί για διφορούμενους συμβολισμούς, πολυταξιδιώτισσα, είχε υμνήσει τον έρωτα, τη φύση και την θηλυκότητα, ποτέ όμως την νοσταλγία και την παραίτηση της νοσταλγίας και της παραίτησης (αξίωμα που εδώ ανασκευάζεται πειστικά).
Αυτή η σπάνια γυναίκα, που υπήρξε έμπνευση και για πολλούς καλλιτέχνες, και όχι μόνο ζωγράφους και φωτογράφους (από τα 16 σκίτσα που της χάρισε ο γοητευμένος Μοντιλιάνι, μπόρεσε να σώσει μόνο ένα, που επέζησε από κάθε μετακόμιση και κρεμόταν στα φτωχικά της δωμάτια), προτού μιλήσει για τον θάνατο και πενθήσει (ιδίως στο Ρέκβιεμ) όχι τόσο τους νεκρούς όσο τους πενθούντες, τώρα αποκτούσε ένα τεράστιο "προφορικό" αναγνωστικό κοινό, μένοντας ολοζώντανη στη συνείδησή του. Ολοζώντανη μέχρι σήμερα, γιατί οι ποιητές επιβιώνουν και ζουν αμέτρητες ζωές κάθε φορά που τους διαβάζουμε, ενώ τα δουλικά ανθρωπάκια γίνονται σκόνη. Όταν, προς το τέλος της ζωής της, είδε να επανεκδίδονται τα ποιήματα της Τσβετάγιεβα και του Παστερνάκ δήλωσε: Νιώθω πιο ήσυχη τώρα. Είδαμε πόσο ανθεκτική είναι η ποίηση. Και η μνήμη, θα προσθέσω.
Ο "Ανατολικογερμανός" Β.Χ. (μελετητής κυρίως της ρωσικής και γερμανικής λογοτεχνίας) μας παραδίδει μια ιδανική μορφή βιογραφίας: μικρή σε έκταση και πυκνή σε περιεχόμενο, τέμνει τριπλά το αξεδιάλυτο πλέγμα ζωής και έμπνευσης της ποιήτριας: την βιογραφεί, φωτίζοντας παράλληλα τα ποιήματά της (με εκτενή αποσπάσματα) και τις παράλληλες διαδρομές της ρωσικής ιστορίας, χρησιμοποιώντας και μαρτυρίες φίλων και συνεργατών, επιστολές κ.ά./ Εκδόσεις Μελάνι, 2004, μετάφραση Ανίτα Συριοπούλου, απόδοση ποιημάτων Γιάννης Αντιόχου, πρόλογος Μυρσίνη Γκανά, σελ. 224, με χρονοδιάγραμμα, μαρτυρίες, βιβλιογραφία και δεκαεξασέλιδο ένθετο μαυρόασπρων φωτογραφιών. (Wolfgang Hassner, Anna Achmatowa, 1998).
Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 500 (Οκτώβριος 2009)
Θα είναι ιεροσυλία αν ειπωθεί ποτέ για το Διαβάζω η έκφραση "τα 'χει Τετρακόσια".
Το κοντέρ των τευχών έχει γράψει Πεντακόσια, με τις επόμενες δεκάδες να απλώνονται μπροστά τους, Α Wide Open Road, με νέες ιδέες, συνεργάτες, σχεδιασμό. Η Πεντακοσιάδα του ακάματου μηνιαίου βιβλιακού παρατηρητήριου φυσικά αποτελεί ευκαιρία για παλιούς και νέους συνεργάτες του περιοδικού (Γιώργος Γαλάντης, Αντώνης Φωστιέρης, Γιώργος Βέης κ.ά.) να ανάψουν τις μηχανές της μνήμης και ν' ανοίξουν συρτάρια και ημερολόγια από την πρώτη περίοδο του περιοδικού μέχρι σήμερα, 33 ολόκληρα έτη.
Όμως η γιορτή έχει επίτιμο καλεσμένο, τον Τίτο Πατρίκο, που είναι ο πρώτος εν ζωή έλληνας συγγραφέας που τιμάται με αφιέρωμα στο περιοδικό. Άλκη Ζέη, Γιάννης Κοντός, Αναστάσης Βιστωνίτης, Γιάννης Βαρβέρης, Λεύκιος Ζαφειρίου, Δημήτρης Ραυτόπουλος (στην Επιθεώρηση Τέχνης του οποίου υπήρξε πολύτιμος συνεργάτης εξαρχής) και πολλοί άλλοι ανατέμνουν μια ποίηση που κάποτε χαρακτηρίστηκε "της ήττας", όμως η πορεία της ήταν μια διαδρομή συνεχών νικών πάνω στις λέξεις. Το πολυσέλιδο αφιέρωμα συμπληρώνεται από ένα εκτενές ανέκδοτο ποίημά του και μια συγκινησιακότατη συνομιλία με τον εκδότη του περιοδικού Γιάννη Ν. Μπασκόζο, όπου ο ίδιος μιλάει για την ποίηση (του) με τα υψηλότερα και τα πλέον ταπεινά λόγια: Ίσως να είναι τελικά και ένα παιχνίδι χωρίς μεγάλη σημασία, που σου δημιουργεί απολαύσεις, όπως κάθε παιχνίδι, αλλά και μεγάλες απογοητεύσεις όταν χάνεις.
Από το ρεπορτάζ των εξωτερικών δρόμων, οι Διαβαστές Ανταποκριτές μιλάνε για την Urban Litterature, και πώς να μεταφράσεις αυτή την Αστική Λογοτεχνία ή Λογοτεχνία των Πόλεων, προσθέτοντας εκείνο το δεύτερο t; Αυτή η λογοτεχνία πάντως που μιλάει για ιστορίες του δρόμου, με ράπερς, ανήλικες μητέρες και χίλιους παραβατικούς και με γλώσσα άμεση και σκληρή, γράφεται από νέους ανθρώπους που δεν έχουν πάει πανεπιστήμιο ούτε έχουν διαβάσει Προυστ, αλλά ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε. Κάποιος την ονόμασε χιπ χοπ λογοτεχνία και είπε πως για τους Αφροαμερικανούς 15-25 είναι ό,τι κι ο Χάρι Πότερ για τα παιδιά. Ξανά εδώ οι δυο πλευρές να αντικρούονται, οι μεν να λένε για αυθεντική γραφή, οι δε για σκουπίδια.
Ίσως εκείνος ο στίχος του Πατρίκιου να βοηθάει και εδώ: Από τη στάση μου/ προς τη ζωή/ βγαίνουν/ τα ποιήματά μου./ Μόλις υπάρξουν/ τα ποιήματά μου/ μια στάση μου επιβάλλουν/ αντίκρυ στη ζωή. [192 σελ.]