Ο υπέροχος κύριος Μάγκρις
ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΜΑΓΚΡΙΣ - ΔΟΥΝΑΒΗΣ
Ο Τριεστίνος συγγραφέας, δημοσιογράφος, καθηγητής γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας (Τορίνο, Τεργέστη) είναι ένας μετρ των λέξεων, ένας αριστοτέχνης του γράφειν, ανεξάρτητα αν πρόκειται για διήγημα, μυθιστόρημα, θεατρικό ή άρθρο στην Corriere della Sera. Ίσως επειδή γνωρίζει όσο λίγοι την πνευματική και λογοτεχνική Ευρώπη, ίσως επειδή δεν σταματάει να διαβάζει, να ταξιδεύει, να ακούει τις συνήθως αγνοημένες φωνές των άλλων. Ο Δούναβης υπήρξε ένα μεγάλο τετραετές σχεδιόραμά, μια διακαής επιθυμία του να τον ταξιδέψει με όλους τους τρόπους, ιστορικά, γεωγραφικά, λογοτεχνικά, πολιτικά, πολιτισμικά, να ψάξει τι κίνηση και τι αιμοδοσία πρόσφερε στον κεντροευρωπαϊκό κόσμο, να καταγράψει πώς πότισε την επίδρασή του στην σημερινή Ευρώπη αυτό το σύμβολο του ρευστού συνόρου και της ευμετάβλητης ταυτότητας, αξεδιάλυτο κουβάρι εθνών και κρατών και δεσμοποιητική οδός τόσων λαών (Σλάβων, Γερμανών, Αυστριακών, Ρουμάνων, Ελλήνων, Τσιγγάνων, Εβραίων, Τούρκων). Ο Μάγκρις πάντα δήλωνε πως προτιμά τις ταυτότητες που αποτελούν καρπό επιμειξίας, την πολλαπλότητα και την αβεβαιότητα των πιθανοτήτων τους.
Περπατώντας και περιπλανώμενος σε όλα τα μέρη που περιγράφει, δεν σταμάτησε να αναρωτιέται: τι επιθυμούν να μνημονεύσουν τα μνημεία, τι μπορεί να συνέβη στα σπίτια, ποιος κόσμος φαινόταν απ' τα παράθυρά τους, τι σπουδαίο ή αξιομνημόνευτο γράφτηκε στα δωμάτια τους; Ανεβαίνει στο σπίτι που έγραφε ο Γιόζεφ Ροτ, στο διώροφο που πέθανε ο Κάφκα, εκεί που διόρθωνε τα δοκίμια του Νηστευτή, με το ομώνυμο - διήγημα παραβολή μιας τελειότητας που αποστειρώνει τη ζωή, στο δωμάτιο που ο Γκεόργκ Λούκατς υπέργηρος και καρκινωμένος συνεχίζει να δρα γελώντας με την γελοία παρεξήγηση κάθε αποχαιρετισμού, που περιγελά τον πόθο μας για αθανασία, στις εικόνες που έβλεπαν ο Ντανίλο Κις, η Χέρτα Μύλλερ και τόσοι άλλοι, στους εφιαλτικούς τόπους των Μαουτχάουζεν, Ρούντολφ Ες, Μένγκελε, Τσαουσέσκου, των εγκληματολογικών μουσείων και των φρικωδών ψυχισμών.
Πόσες ιστορίες συνέβησαν εδώ, πόσες αφηγήθηκαν τα μολύβια, τι έμεινε απ' το πέρασμα και τα λόγια των Χάιντεγκερ, Σελίν, Βίτγκενσταϊν, Κανέτι και αναρίθμητων άλλων που έγραψαν κι εμπνεύστηκαν εδώ; Εδώ ο Μάρκος Αυρήλιος έγραφε Σαν άνθρωπος, έχω πατρίδα μου τον κόσμο, γνωρίζοντας πώς να είναι ρωμαίος αυτοκράτορας και μαζί πολίτης του κόσμου, μη επιτρέποντας στον εαυτό του να καισαροποιηθεί: Ασία, Ευρώπη, μικρά μέρη του κόσμου. Εδώ ο Πέτερ Άλτενμπεργκ στο Καφέ Σαντράλ της Βιέννης, ομοίωμα πλέον στα τραπεζάκια - σανίδες σωτηρίας, γνωρίζοντας πόσο συγχέεται η αληθινή ζωή με την ψεύτικη, προσέχοντας να μην την πάρει περισσότερο σοβαρά - ούτε και λιγότερο όμως - απ' όσο ένα δράμα του Σαίξπηρ, να νοιώθει και μέσα και έξω απ' αυτήν και να βγαίνει κάθε τόσο για να κάνει δυο βήματα στη νύχτα αναμειγνύοντας βιωμένες με αβίωτες εμπειρίες... Εδώ ο Ρόμπερτ Φλίνκερ, ψυχίατρος και καφκικός συγγραφέας αυτοκτονεί το 1945: αντιστάθηκε στη σκιά του θανάτου αλλά δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στην ελευθερία και στον τερματισμό το εφιάλτη - εκτός αν δεν μπόρεσε να υπομείνει την ιδέα του σταλινισμού ως όψης της Απελευθέρωσης, την ιδέα ότι η εναλλακτική λύση στον Χίτλερ ήταν ο Στάλιν.
Φυσικά το λογοτεχνικό αντίστοιχο των 2.888 δουναβικών χιλιομέτρων μόνο μυθιστόρημα δεν είναι, αλλά είναι όλα τα άλλα: δοκίμιο, μυθιστορία, εντυπώσεις, ημερολόγιο, ιστορία, γεωπολιτική, ποιητική, ταξιδιωτική, ρεπορτάζ, μαρτυρία. Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους, από οιοδήποτε σημείο, η ανάγνωση ρέει σαν τον ποταμό, ο ποταμός έρευσε προς διαφορετικές Ευρώπες, οι παραπόταμοί του λάμπουν στη σημερινή σκοταδισμένη γεροήπειρο. Αναρωτιέμαι ποιά είναι η αντίστοιχη σημαντική μορφή της σύγχρονης ελληνικής διανόησης. / Εκδόσεις Πόλις, 2001, μτφ. Μπάμπης Λυκούδης, 545 σελ., με σημειώσεις (Claudio Magris, Dunabio, 1986).
ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΜΑΓΚΡΙΣ - ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΙ
Υπάρχει η τραγωδία του ισχυρού και η τραγωδία του αδύναμου, γράφει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, υποδεικνύοντας τον Παβέζε ως παράδειγμα της τελευταίας. Ίσως υπήρχε άλλη μία, ακόμα πιο βασανιστική, εκείνου που γνωρίζοντας σε βάθος τη βασική αδυναμία του, την ακαταλληλότητά του για τη ζωή και για την Ιστορία, παλεύει να μεταμορφώσει την ανικανότητα σε αξιοπρέπεια? τραγωδία της σιωπής, της λήθης, του ανθρώπου που - αφού έζησε μια δυνατή στιγμή - υποχρεώνεται, από τους άλλους ή από τον εαυτό του, να τη σβήσει, σβήνοντας και το ίδιο του το πρόσωπο, εξαφανίζοντάς το βαθμιαία μέσα σε μια ωχρή γκριζάδα, που γίνεται το καταφύγιό του. (σ. 176-177)
Εδώ συμβαίνει το αντίστροφο του "Δούναβη": αν ο Δούναβης ήταν το μέγιστο σημείο αναφοράς και πλεύσης στα κέντρα του κεντροευρωπαϊκού πολιτισμικού κόσμου, οι Μικρόκοσμοι εστιάζουν στο άλλο άκρο του: στα απόκεντρα σημεία του. Κι αν ο πρώτος έφτιαχνε ένα πανόραμα των συναρπαστικών ιστοριών της Ιστορίας, οι δεύτεροι το συμπληρώνουν με τις πλέον καθημερινές, ανώνυμες και ξεχασμένες διηγήσεις.
Η αρχή του κοινωνικού κόσμου μας δεν μπορεί παρά να είναι το αγαπημένο μας καφέ. Έτσι και η εκκίνηση της νέας οδοιπορίας του Μάγκρις δεν μπορεί παρά να γίνεται από το Καφενείο Σαν Μάρκο, καθημερινό στέκι γραφής, όπου τώρα μνημονεύει τον Τίμελ, έναν "εκλεκτό του δρόμου" όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται, που ήρθε στην Τεργέστη να ολοκληρώσει την αυτοκαταστροφή του, μπαινοβγαίνοντας στα καφενεία που όπου κατάφερνε να ξεχνάει για λίγες ώρες την αδυναμία του να ζήσει, προτού καταλήξει στο έσχατο καταφύγιο, το τρελοκομείο. Τι κάνει λοιπόν ένα καφενείο πραγματικό; Η χυμώδης ποικιλία όλων των φυλών, σαν λιμάνι ανοιχτό στη θάλασσα, μια χορωδία ασύνδετη αλλά χωρίς παραφωνίες.
Από ένα τέτοιο "λιμάνι" λοιπόν ξεκινάει η πλεύση για εννιά μικρόκοσμους που θα διασπαρθούν σε δεκάδες άλλους, κι εκείνοι με τη σειρά τους θα καταλήξουν σε μια πλατεία, ένα παγκάκι, ένα αθέατο μνημείο, σπίτια απλά αλλά πάντα παρατηρητήρια του κόσμου για τους ενοίκους τους, σε περιοχές της επαρχιακής Ιταλίας (Φριούλι, Πιεμόντε), της έντονης γερμανικής κουλτούρας, της πολύπαθης πρώην Γιουγκοσλαβίας, της τορινέζικης γραμμής των Εινάουντι, Γκράμσι, Μπόμπιο κι όλων όσων "έγραψαν" ή έγραψαν στα μέρη και για τα μέρη εκείνα, όσων γνώρισαν καλά τι σημαίνει να συνορεύεις, να είσαι ο ίδιος σύνορο, να αλλάζουν ονόματα οι γείτονες και εθνότητα ή κράτος οι απέναντι.
Για άλλη μια φορά ο κειμενόκοσμος του Μάγκρις μοιάζει με παγκόσμια έκθεση πλουμιστών διηγήσεων, ερεθιστικών αφορισμών, ιστορικών και ταξιδιωτικών αφηγήσεων, αξιόγραπτων σκέψεων, τοπιογραφικών εικόνων, λογοτεχνικών αναφορών, μουσικών συμφραζομένων, πολιτικών αναγνώσεων και, όπως πάντα, εξαιρετικών αποστομωτικών απόψεων σαν κι αυτή: ....ονόματα λατινικά, ιλλυρικά, σλαβικά, ιταλικά. Η μάταιη αναζήτηση της εθνικής καθαρότητας αγγίζει ρίζες πιο αρχαίες, φιλονικεί για ετυμολογίες και γραφές, για τη μανία να ξεκαθαριστεί ποιας προέλευσης ήταν το πόδι που πάτησε για πρώτη φορά τις λευκές ακτές και γρατσουνίστηκε στα βάτα του πυκνού μεσογειακού λόγγου, σαν να επρόκειτο αυτό να μαρτυρήσει τη μεγαλύτερη αυθεντικότητα και το δικαίωμα της ιδιοποίησης των τυρκουάζ νερών και των αρωμάτων του αέρα. (σ. 198-199) / Εκδόσεις Πόλις, 2005, μτφ. Αθανασία Δρακοπούλου, 353 σελ. με σημειώσεις (Claudio Magris, Microcosmi, 1997).