Οι φωνές των τόπων
Olivier Rolin - Τοπία καταγωγής. Αφηγήματα. Hemingway, Nabokov, Borges, Michaux, Kawabata.
Αρκούσε μια φράση από το μυθιστόρημά του Μερόη, πως τα τοπία της παιδικής ηλικίας ποτέ κανείς δεν θα εγκαταλείπει οριστικά μέχρι το τέλος της ζωής του, για να εμπνεύσει τον συγγραφέα για το βιβλίο. Μπορεί αυτή η υποψία αλήθειας να εφαρμοστεί στη λογοτεχνία; Μπορεί η υπογραφή της καταγωγής τους να ανιχνευτεί στο συγγραφικό έργο σαν "απολιθωμένη ακτινοβολία"; Διάλεξε πέντε συγγραφείς γεννημένους το 1899, στις πέντε άκρες του κόσμου και με αυτά τα ερωτήματα ξεκίνησε για το Μαραντί, το Σικάγο, την Αγία Πετρούπολη, στο Μπουένος Άιρες, τις Βρυξέλες και την Οσάκα, έχοντας ως αποσκευές κάμποσες χιλιάδες σελίδες, αλλά και την φαντασίωση της περιπλανητικής, εκλεκτικής και τυχοδιωκτικής πλευράς ενός διάπλου που όμως θα ανέβαινε ενάντια στο ρεύμα του ποταμού (έργου) για να φτάσει στις πηγές.
Και πού βρίσκονται άραγε οι πηγές του Χέμινγκουέυ; Σε Ιστορικές Εταιρίες, σε Ιδρύματα με το όνομά του ή στο μουσείο του, που έχει κάτι το θλιβερά επαρχιώτικο; Πού ανεφύη ο έρωτας του αδελφού για την αδελφή με τα αντρόγυνα κοντά μαλλιά; Στο Όουκ Πάρκ που ο Edgar Rice Burroughs στα πρόθυρα της κατάρρευσης είχε σκιτσάρει στο πίσω μέρος παλαιών φακέλων την πρώτη ιστορία του Ταρζάν; Ή στα μέρη που το κυνήγι της πέστροφας χορηγούσε απόκρυφες απολαύσεις, εφόσον άλλωστε "όλο του το έργο ήταν η αφήγηση ενός πολύωρου και πρωτόγονου ψαρέματος"; Είναι σύμπτωση ότι ο Ναμπόκοφ γεννήθηκε στον ίδιο δρόμο που είχε σπίτι ο εραστής της Άννα Καρένινα; Πιθανώς αλλά από εκεί αρχίζει η δική του αναζήτηση, περνώντας από τις κλινάμαξες με τις οποίες ήταν παθιασμένος (τόσα τρένα πια κινήθηκαν κατά μήκος των γραμμών του) στις βιβλιοθήκες (της Άντας και τις άλλες) "που συνταιριάζουν ευρυμάθεια και ερωτισμό", ίσως και στην πιο αινιγματική και πένθιμη πόλη του κόσμου, την Αγία Πετρούπολη που παγώνει τα φιλιά, προτού επιστρέψουμε στα ναμποκοφικά πάθη, τις πεταλούδες και το σκάκι.
Πού θα αναζητήσουμε τον Μπόρχες; Στις azotea / ταράτσες του Μπουένος Άιρες, αφού σ' εκείνη του σπιτιού στο Παλέρμο κρυφά ανεβασμένος διάβαζε τα απαγορευμένα βιβλία και σε μια άλλη, της βιβλιοθήκης όπου ήταν χαμηλόβαθμος υπάλληλος έγραψε κάποιες ιστορίες του; Πώς θα βρούμε πια τις τεράστιες εγκυκλοπαίδειες, τις εικόνες των οποίων ο ίδιος ντροπαλά παραδεχόταν πως δεν ξέχασε ποτέ, αυτός "που δεν μπορεί να θυμηθεί, χωρίς να μπερδευτεί, το μέτωπο ή το χαμόγελο μιας γυναίκας"; Τα προφανή - οι comparditos, οι διασταυρώσεις στους λαβυρίνθους κι ένα μεγάλο όνειρο, να ήταν άνθρωπος της δράσης, δεν αρκούν. Ίσως όμως αρκεί ένα αποτύπωμα τίγρης που πανικόβαλε κάποτε τον πληθυσμό του Ροζάριο - τίγρη που ποτέ κανείς δεν είδε, κι εμείς υποπτευόμαστε πως μπορεί κι εκείνος απλά να σκάλισε τα ίχνη της στο χώμα.
Αυτό δεν είναι για μένα... οι τόμοι αυτής της εξαίρετης συλλογής αποτελούν έναν αληθινό φάκελο όπου βρίσκεται κανείς φυλακισμένος κι αυτή είναι μια από τις πιο μισητές αισθήσεις που θα μπορούσα να νιώσω κι ενάντια στην οποία πολέμησα ολόκληρη τη ζωή μου απάντησε ο Μισώ στην πρόταση του Gallimard να τον συμπεριλάβει στην περίφημη σειρά Πλειάδες (:η οριστική εκδοτική δικαίωση στην παγκόσμια λογοτεχνία). Με μια βαθιά περιφρόνηση για την χώρα καταγωγής του, ο Μισώ πάντα επιθυμούσε να βρίσκεται "αλλού", μακριά απ' όλα και να αναζητά ένα τόπο φτιαγμένο για αναχωρήσεις. Και στα τοπία της Οσάκα έψαξε ο Ρολέν τον απόηχο αλλά και τον πρόηχο του διεστραμμένου ερωτισμού του Καουαμπάτα, του ολομόναχου στον κόσμο από τα 15 του, του σωματικά αδύναμου και φοβισμένου για το θάνατο. Ίσως γι' αυτό απέκτησε τέτοια εμμονή με την νεότητα, την ομορφιά και τον έρωτα, ίσως εξ ου και η νοσηρή κλίση στο έργο του προς νεκρώσιμες τελετές, κηδεύσεις και αποτεφρώσεις. Και πώς συνδυάζονταν τα δύο; Να φέρεσαι σε μια κοπέλα όπως σε μια νεκρή, να την κρατάς κάτω απ' το βλέμμα, να τη διερευνάς. / Εκδ. Άγρα, μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, σελ. 146 (Paysages origineles. Recits, 1999). Με μια μαυρόασπρη φωτογραφία της νεότητας του καθενός.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης - Προς εκκλησιασμόν
Το 1970 ήταν annus mirabilis για τον Πεντζίκη: ο αραιότατα εκδοθείς του παρελθόντος τώρα ξεφούρνισε τέσσερα βιβλία σε ισάριθμους εκδότες - το ένα σε δεύτερη έκδοση, σε μια πλημμυριστή εκβολή της φρενήρους γραφής του από το 1969, οπότε και αποσύρθηκε από τον ελβετικό φαρμακευτικό οίκο όπου εργαζόταν (ως σύμβουλος προώθησης προϊόντων, ιδιότητα που είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρο, ταξιδεύοντας μανιωδώς σε κάθε βορειοελλαδίτικο σημείο). Ένα εξ αυτών ευτυχεί τρίτη και οριστική έκδοση κανονιστική και παγιωθείσα, προς ευκρινέστερη ακρόαση του πεντζίκειου λόγου. Πρόκειται για εννέα κείμενα δυο δεκαετιών ('50-'60) που ομιλήθηκαν ως διαλέξεις και έρευσαν ως ομιλίες - εξ ου και η αίσθηση της επικοινωνίας με ορατό ακροατήριο, η αποτύπωση μιας οικείας προφορικότητας και η αξία μιας σπάνιας ζωντανής ηχογράφησης σύμφωνα με τον επιμελητή - επιμετρητή του τόμου Γαβριήλ Νικόλαο Πεντζίκη.
Αυτός που παραδεχόταν πως έγραφε έτσι απλά επειδή αδυνατούσε να συνθέσει λογοτεχνία, μη γνωρίζοντας τρόπους και μεθόδους, που στα γραπτά του προσκαλούσε πλήθος προσώπων χωρίς να φτιάχνει κανέναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, που σε σημειώσεις εκατό ημερών έγραψε το χρονικό της μεταμόρφωσής του σε κατώτερο εχινόδερμο, εδώ ξανά διαπερνά, διαπηδά και διασχίζει τον Όμηρο και τον Πίνδαρο (του υπεραρκούν απ' την αρχαία φρουρά), τον Τζόυς, τον Kierkegaard, τον Παπαδιαμάντη, τον Σαραντάρη, τον Βιζυηνό, τους προσωκρατικούς και τους νεοπλατωνικούς, τους βυζαντινούς, τους Μπέκετ, Μαλλαρμέ και Ντοστογέφσκι. Μιλάμε για μια έκδοση κατάσπαρτη και κατασυμπληρωμένη με φωτογραφικό υλικό κι ένα τεράστιο επίμετρο με πλήθος στοιχείων, επιστολές των Ζήσιμου Λορεντζάτου κ.ά., χρονολόγιο και υπερεκατοντασέλιδα σχόλια "εφόδια, όχι εμπόδια" του προαναφερθέντος υιού, που γνωρίζει την παραμικρή εσοχή του έργου του.
Ας ευφρανθούμε λοιπόν ξανά για εκατοστή φορά με τον εσώτερο μονολογιστή, τον ρευματοφόρο της συνείδησης και τον εξπρεσιονιστή κύριο Πώς να τον πούμ', τον μοντέρνο και μεταμοντέρνο πριν από εκείνους που φέρουν τον τίτλο, που "σχολείο πήγε μονάχα σε μια τάξη και μόνο του μέλημα ήταν η μυθική και παραμυθική ερμηνεία των εγκοσμίων", είτε όταν διαλαλεί τον έρωτά του προς τα έμβια όντα και τα πράγματα είτε καθώς πολεμά τους δαίμονές του στην προσπάθειά του να υπερβεί και να διαλύσει το ατομικό του εγώ. Που επιστρέφει συνεχώς στον παρά θιν' αλός περίπατο που δεν έπαψε να επεξεργάζεται η ανθρώπινη ψυχή απ' τον Όμηρο ίσαμε τον Τζόυς, συγκινείται περισσότερο στα προσκυνητάρια και στα εικονοστάσια των δρόμων παρά στις μεγάλες, σαν άδειες αποθήκες εκκλησίες, ανεβαίνει στην στέγη των Δώδεκα Αποστόλων στο Βαρδάρι και λέει: Ο μύθος έπαψε να θεωρείται μόνο σαν κατάλοιπο του παρελθόντος και ερευνάται σαν ουσιώδες σημείο του καθενός.
Για άλλη μια φορά με ελαχιστότατες εξαιρέσεις όλοι σιώπησαν και γι' αυτό το έργο του: η προοδευτική διανόηση και οι αντιφρονούντες εν γένει αντιμετώπιζαν με υποψία οτιδήποτε "θρησκευτικό", η δε δικτατορία έμενε πιστή στις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις ευρύτατες πνευματικές του αναζητήσεις. Αν προσθέσουμε και τα στεγανά του αναγνωστικού κοινού τότε αντιλαμβανόμαστε γιατί σπάνια εκδότης και πολύ περισσότερο διευθυντής περιοδικού δεχόταν να δημοσιεύσει κείμενό του, ή, όταν συνέβαινε, οι αναγνώστες να το αγοράσουν. Φυσικά ο Πεντζίκης αν και βαθύτατα θρησκευθείς ουδόλως σχετιζόταν με εκκλησιαστικούς θεσμούς και σχετικά ιδεολογήματα, αδιαφορώντας πλήρως και για εθνικιστικούς διαχωρισμούς.
Καλά έκανες κι έφυγες κυρ Νίκο κι άσε μας εμάς εδώ να βολοδέρνουμε ανάμεσα Εγνατία 112 (νυν 106), όπου ήταν το Φαρμακείο σου (εκεί που συνεπαρμένος από τις δημοτικιστικές επιταγές έβγαλες το τελικό νι από την επιγραφή και σ' επισκέφτηκε όργανο της τάξεως να διαπιστώσει αν επρόκειτο για ανατρεπτική ενέργεια ή που συνεπαρμένος από τις συζητήσεις έκλεινες την πόρτα κι έδιωχνες τον κόσμο) και Βασιλίσσης Όλγας 197 που οικείωνες οικία. Εσένα το εγώ σου ήταν ένας άλλος ενώ εμείς παραμένουμε απελπιστικά οι ίδιοι. / Εκδ. Ίνδικτος, 2007, σελ. 397, επιμέλεια - σχολιασμός: Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Μια πόλη στη λογοτεχνία. Ερμούπολη. Επιλογή κειμένων: Μάνος Ελευθερίου.
Πρωτοβρέθηκα στη Σύρο το 1992 στην αρχή μιας αυτοσχέδιας ημιεπαγγελματικής - ημιαυθόρμητης εξάμηνης περιπλάνησης και θυμάμαι ένα πραγματικά υπέροχο περιοδικό, τα Συριανά γράμματα που υπήρχε σκορπισμένο στο Hotel Europe με το μεγάλο αίθριο (τώρα καζίνο), που οι ευγενείς υπάλληλοι μου επέτρεπαν να υπεξαιρώ στον δρόμο προς το δωμάτιό μου και που ευτυχής βλέπω να συμπεριλαμβάνεται εδώ, όπως και οι συγγραφείς που περικύκλωνα τις προτομές τους σ' εκείνες τις περιπλανήσεις: ο Γεώργιος Σουρής, με το διεισδυτικό του βλέμμα στην είσοδο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης στην εξίσου μυθιστορηματική πλατεία της Ερμούπολης, η Ρίτα Μπούμη - Παπά παραδίπλα και ο Βελισάριος Φρέρης στο μικρό πλαταιάκι της Άνω Σύρου - αυτοσχέδιο τότε αναγνωστήριό μου. Τότε δεν είναι φιλοτεχνηθεί η μορφή του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά κάτω απ' την κολοσσιαία φιγούρα του στην Κατώγα κάποιοι μου πρόσφεραν ένα αναστάσιμο δείπνο - είχα βρεθεί χωρίς χρήματα. Μόνο ο Σπύρος Μουστακλής μένει ανανθολόγητος εδώ - αλλά αυτός δεν πρόλαβε να γίνει συγγραφέας, πού χρόνος όταν προτιμάς να πράττεις. Εκεί πρωτοδιάβασα και τον Ευάγγελο Ν. Ρούσσο και την Λουκρητία Δούναβη - κι αυτοί εδώ.
Ο ανθολόγος δηλώνει απερίφραστα πως έπραξε το κεφαλιού του, αφενός ψαχουλεύοντας στο πλήθος των σχετικών συριανών και κυκλαδικών εντύπων, αφετέρου ανοίγοντας το βλέμμα και προς το υπόλοιπο νησί, συμπεριλαμβάνοντας εν τέλει ένα ευρύτατο μπουκέτο κειμένων, εξ ου και η ενδεικτική αλλά κατεβατή βιβλιογραφία στην έξοδο. Λίγο πιο πριν υπάρχει ένα αμιγώς μυητικό στην λογοτεχνική νήσο κείμενο του Μάρκου Δ. Φρέρη, μια πρόταση περιγράμματος που περνά από τους πρώτους συριανογράφους στον αναμείκτη "της γαλατικής ερωτικής ελευθεριότητας με τον καραβοκυρίστικο συντηρητισμό" Μ. Καραγάτση της Μεγάλης Χίμαιρας, στον "πρώτο ιδανικό αυτόχειρα της λογοτεχνίας μας" Ιωάννη Καρασούτσα, τον Νικόλαο Κάλας που "θα εντάξει την βιομηχανική υποτροπή της Σύρας του '70 σε φουτουριστικές συνθέσεις λογοπαικτικής εκτόνωσης" και πολλούς ακόμα.
Στο μέσον βέβαια του λόγου της Σύρου παραμένουν οι εμβληματικές της μορφές που βγήκαν προς την ανοιχτή θάλασσα εκτός τειχών και φάρων με τον μοναχικό ερμουπολίτικο αστισμό αλλά και ευρωκεντρισμό τους: ο Δημήτριος Βικέλας και ο Εμμανουήλ Ροΐδης, με αναδημοσίευση εδώ ολόκληρης της Ψυχολογίας συριανού συζύγου, ενός διηγήματος που πέραν των ήδη καταδειχθέντων θέλγητρων του, αποτελεί και μανιφέστο ενός συγκεκριμένου και πάντα παρόντος ιδιάζοντος ερωτισμού): ...κατήντησα εις το συμπέρασμα ότι το ποσόν μακαριότητος, το οποίον δύναται τις να αισθανθή πλησίον γυναικός, είνε ακριβώς ανάλογον της ανησυχίας, της ζηλείας, των στερήσεων και των άλλων βασάνων όσα προηγήθησαν αυτού. Μόνο ο διελθών δια τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει έπειτα το χάρισμα να εισδύση εις το αγιαστήριον της υπέρτατης ηδυπάθειας. Τας πύλας αυτού δεν δύναται να μας ανοίξη ούτε σεμνή παρθένος, ούτε φιλόστοργος σύζυγος, ούτε υπεραγαπώσα ημάς ερωμένη, αλλά μόνον γυνή φιλάρεσκος, ιδιότροπος και όχι καθ' ημέραν καλή. Μπορούμε άραγε να το εκλάβουμε και ως μεταφορά για το ίδιο το νησί; / Εκδ. Μεταίχμιο, 2004, 283 σελ., φωτογραφίες Καμίλο Νόλλας.