Πέρα από την Αφρική
Ρίσαρντ Καπισίνσκι - Αυτοπροσωπογραφία ενός ρεπόρτερ
Με ρωτούσαν συχνά εάν έχω σκοπό να μεταναστεύσω. Και απαντούσα: Μα έχω ήδη μεταναστεύσει. Το σπίτι μου είναι κάπου αλλού, σε κάποια άλλη χώρα.
Έχουμε ήδη γνωρίσει τον Καπισίνσκι από τρία έργα που πέρσι συγκεντρώθηκαν και σε ενιαίο τόμο: Έβενος. Το χρώμα της Αφρικής, Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου, Ταξίδια με τον Ηρόδοτο (από τις ίδιες εκδ.). Στα πρώτα δύο πλησίασε "γράφοντας" την Αφρική ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον - στο δεύτερο τριγύρισε και την Λατινική Αμερική. Στο τρίτο δοκίμασε μια ηροδότεια πλεύση του "μακρινού" κόσμου, προσεγγίζοντας την Ασία. Υπήρξε ο πρώτος μόνιμος πολωνός ανταποκριτής στην Αφρική κι ένας από τους πλέον αξιανάγνωστους ταξιδευτές δημοσιογράφους - συγγραφείς. Η επιμελήτρια του βιβλίου ζήτησε και πήρε από τον ίδιο ένα τεράστιο πάκο κειμένων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν - συχνά δυσεύρετες - πολωνικές δημοσιεύσεις (κυρίως συνεντεύξεις, αλλά και διαλέξεις, συζητήσεις κλπ.) ώστε να επιλέξει τα πλέον ενδιαφέροντα κομμάτια τους και να συγκεντρώσει το απόσταγμα τόσων χρόνων ταξιδιών και εμπειρίας.
Υπεύθυνος για πενήντα αφρικανικές χώρες, αυτόπτης μάρτυρας είκοσι επτά επαναστάσεων, με πάνω από σαράντα χρόνια "στο δρόμο" ο Καπισίνσκι ήταν ανέκαθεν περίεργος για τον κόσμο και πάντα ανήσυχος όταν άφηνε οποιοδήποτε μέρος του "ανεπίσκεπτο". Ακόμα κι όταν βρισκόταν σε μια χώρα, αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να βρίσκεται κάπου αλλού. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς βαριά θεωρητική προετοιμασία, δεν είχε άλλο κίνητρο από το πάθος. Είχε πάντα στο νου του πως μπορεί να μην ξαναβρισκόταν ποτέ στο ίδιο μέρος, γνώριζε πως στο ταξίδι οφείλει κανείς να είναι μόνος. Έβλεπε πάντα τη δουλειά του ως προορισμό, ως αποστολή. Δεν θα εξέθετε τον εαυτό του σε τόσους κινδύνους αν δεν ένιωθε πως επρόκειτο για κάτι σημαντικό που ένιωθε υποχρεωμένος να το μεταδώσει. Έβλεπε πως η εξαθλίωση δεν κλαίει, δεν έχει φωνή, υπομένει σιωπηλά, δεν επαναστατεί. Οι εξαθλιωμένοι δεν εξεγείρονται, οπότε χρειάζονται κάποιον να μιλήσει γι' αυτούς. Δεν είχε αυταπάτες: γνώριζε πως ο ρους της ιστορίας δεν αλλάζει, αλλά μπορεί κανείς να περιορίσει τη φρίκη της.
Ο Καπισίνσκι αισθανόταν καλύτερα στα πιο απομακρυσμένα σημεία του κόσμου - στην Αφρική, την Λατινική Αμερική, την Ασία. Στον Τρίτο Κόσμο πάνω απ' όλα προσαρμοζόταν από τη δεύτερη μέρα. Τα ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας που άλλοτε ήταν μια αναγκαιότητα, αργότερα αποτελούσαν συνειδητή επιλογή, αφού εκεί συναντούσε πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους (Στα πιο φτωχά ξενοδοχεία μπορείς συχνά να πέσεις πάνω σε συναρπαστικές προσωπικότητες). Σ' ένα σημείο ήταν τυχερός: ο Τρίτος Κόσμος αποτελούσε πεδίο όπου οι ιδεολογικές πιέσεις από την πλευρά της εξουσίας ήταν πολύ μικρότερες απ' αυτές που ασκούνταν π.χ. στον ανταποκριτή της Μόσχας ή της Πράγας. Η κατάσταση στη Ρουάντα ή στο Τσαντ σε καμιά περίπτωση δεν απειλούσε την εξουσία.
Γράφω για πολέμους και ονειρεύομαι την ειρήνη. Όταν όμως βρίσκεσαι σε πόλεμο (ο οποίος ούτως ή άλλως είναι αδύνατο να περιγραφεί)), η ίδια η κατάσταση σε κάνει να εμπλέκεσαι τόσο συναισθηματικά, ώστε τελικά να ταυτίζεσαι με την πλευρά στην οποία βρίσκεσαι. Η ίδια η πολεμική κατάσταση, γράφει, γεννάει μια υποκειμενικότητα. Εδώ ήταν η μεγάλη δυσκολία: να τραβήξει τη γραμμή ανάμεσα στην προσωπική συμμετοχή και στην περιγραφή. Διόλου τυχαία αναφέρει το πείραμα που έκανε Έλενα Πονιατόφσκα ως άριστο παράδειγμα των προβλημάτων μιας τέτοιας δημοσιογραφίας. Η μεξικανή συγγραφέας έγραψε το χρονικό της σφαγής εκατοντάδων φοιτητών το 1968 στην πλατεία Τλατελόλκο χρησιμοποιώντας διηγήσεις πάνω από εκατό ανθρώπων που ήταν αυτόπτες μάρτυρες: όλες διαφέρουν εντελώς η μία από την άλλη.
Κάθε φορά που βρισκόταν με τους νομάδες στη Σαχάρα έβλεπε πως ελάχιστα μπορούσε να τον βοηθήσει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Όλες του οι γνώσεις, όλος ο Καντ και ο Σπινόζα ήταν άχρηστοι μπροστά στο χάος της Σαχάρας. Δεν υπάρχει Σπινόζα στη Σαχάρα. Από την ομάδα των ρεπόρτερ που ταξίδευαν στον κόσμο την δεκαετία του '60 μόνο αυτός απέμεινε να τριγυρνάει χωρίς τέλος. Οι άλλοι έγιναν επικεφαλής δικτύων, σταθμών, οίκων, τύπων, παρέμειναν α(μετα)κίνητοι. Εκείνος αισθανόταν άσχημα κάθε φορά που βρισκόταν σε σταθερό ή ανιαρό περιβάλλον. Για να γράψει ρεπορτάζ χρειαζόταν δυνατά συναισθήματα και βιώσεις. Πάντα ήταν γεμάτος "άγραφες", όπως έλεγε, ιστορίες και αναρωτιέμαι τώρα που μας έχει αφήσει, πόσες από αυτές παρέμειναν άγραφες. / Εκδ. Μεταίχμιο, 2010, επιλογή κειμένων και εισαγωγή: Κριστίνα Στρόντσεκ, μτφ. από τα πολωνικά: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σελ. 172 (Ryszard Kapuscinski, Autoportret reportera, 2003).
Αλμπέρτο Μοράβια - Περιπλάνηση στην Αφρική
Εδώ έχουμε μια εκλογή ημερολογιακών γραπτών και ανταποκρίσεων (για την εφημερίδα Corrierre della Sera, μεταξύ των ετών 1983 και 1986) από τα αφρικανικά ταξίδια του Μοράβια, που συνολικά κράτησαν δεκαοχτώ χρόνια. Πρόκειται για κείμενα όπου ο χρόνος κατανέμεται σε μέρη και ώρες ημέρας και νύχτας, και όχι με ενδείξεις μήνα ή χρόνου. Διαβάζοντας τα βιβλία του Καπισίνσκι και του Μοράβια για την Αφρική έχει κανείς την αίσθηση ότι έχουν δει δυο διαφορετικές ηπείρους. Σε σχετική παρατήρηση, ο Καπισίνσκι απαντά (μάλλον διπλωματικά) πως ο Μοράβια ταξίδεψε ως συγγραφέας, ενώ εκείνος ως αιχμάλωτος της δουλειάς του. Τα ταξίδια στις όμορφες φύσεις της υποχώρησαν μπροστά στην αναγκαιότητα να βρίσκεται στα κέντρα των βραστών εξελίξεων. Ιδού λοιπόν μια θεμελιώδης διαφορά: ο Μοράβια εστίασε σχεδόν αποκλειστικά τη μαγεία της μαύρης ηπείρου.
Ήδη από την πρώτη σελίδα παραδέχεται πως δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα πολιτικο-κοινωνικο-ιδεολογικά ζητήματα της Αφρικής λόγω της μεγάλης του αγάπης. Την παραλληλίζει με μια όμορφη γυναίκα που λατρεύει και που προτιμά να μιλήσει για την ομορφιά της παρά για τις πολιτικές της απόψεις ή την οικονομική της κατάσταση. Γι' αυτό και στέκεται περισσότερο ως παρατηρητής παρά ως εμπλεκόμενος, χωρίς να αρνείται τα αυτονόητα, όπως π.χ. όταν βλέπει πως ο επίγειος παράδεισος των εθνικών πάρκων αποτελεί εμπόρευμα που καταναλώνεται, πως τα "οικολογικά άδυτα" συντηρούνται με τεράστια έξοδα (Ο Αδάμ και η Εύα επιστρέφουν στον επίγειο Παράδεισο αλλά επί πληρωμή) ή διακρίνει την αποικιοκρατική ή εξωτική χροιά της λέξης "ανακαλύπτω" λες και οι δυτικές "ανακαλύψεις" δεν υπήρχαν από πάντα, λες κι ένας τόπος πρέπει να αποκτήσει όνομα για να υπάρξει. Οι Αφρικανοί δεν έχουν καμιά ανάγκη να ονομάσουν τις λίμνες τους.
Ο Μοράβια γράφει με την έκπληξη του παρθενικού δυτικού επισκέπτη και ενδιαφέρεται περισσότερο για το θρησκευτικό δέος παρά για τα νέα πρόσωπα που πασχίζει να αποκτήσει η ήπειρος, και πιο πολύ για την φύση παρά για τους ανθρώπους. Αισθάνεται πως βρίσκεται μέσα σε αφρικανικό παραμύθι του Νιγηριανού Άμος Τουτουόλα, σαν το My life in the bush of ghosts (ένας τίτλος που έφτασε στα δικά μας αυτιά μέσω Brian Eno και David Byrne), πως μ' αυτούς τους έναστρους ουρανούς βρίσκεται σε πίνακα του Βαν Γκογκ. Αντιμετωπίζει με στωικότητα την απρόθυμη έως εχθρική υποδοχή στα καταλύματα των ιεραποστολών, με σκυλιά που γαβγίζουν και φρουρούς με ναπολεόντεια τουφέκια να αρνούνται την φιλοξενία, τα ξενοδοχεία που μπορεί να ονομάζονται Εξέλσιορ αλλά είναι ισόγειες παράγκες με σιδεριές αντί για τζάμια στις πόρτες και τα παράθυρα εφόσον το γυαλί παραείναι ακριβό, το συνηθισμένο "μποτιλιάρισμα" ακίνητων, βυθισμένων στη λάσπη φορτηγών και αυτοκινήτων. Δεν τον ενοχλεί η γνώριμη βασανιστική επαναληπτικότητα του τοπίου, η δυσκολία του ύπνου από το γνωστό νυχτερινό ζωολογικό πανδαιμόνιο της Αφρικής ή η παραπλάνηση από την αφρικανική αγορά, που σε μεθάει επειδή "προσποιείται την πιο ξέφρενη αφθονία μέσα σε μια ήπειρο όπου η σπάνις αποτελεί τον κανόνα".
Τανζανία, Ζαΐρ, Γκαμπόν, Ζιμπάμπουε: το ταξίδι συνεχίζεται σε "πεδιάδες ατέλειωτης και αδιατάρακτης ελευθερίας", στην πρωτεύουσα του Μπουρούντι με τα φώτα των πολυάριθμων δρόμων που έχουν χαραχτεί κι οι οποίοι παραμένουν άδειοι από αυτοκίνητα, μέσα στα ζώα και στη φύση με το απειλητικό βάρος ιδιότροπης και απρόβλεπτης θεότητας, εκεί "όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν". Ο Μοράβια ταξίδευε με φίλους, συχνά δε με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι ο οποίος, πάντα με τις αισθήσεις σε επιφυλακή και ουδέποτε κουρασμένος, μετά το δείπνο εξαφανιζόταν για τα βραδινά του κυνήγια, από τα οποία γυρνούσε μες στη μαύρη νύχτα, με τα μάτια του διεσταλμένα και την ανάσα του κομμένη. (...) Ποτέ δεν διαμαρτυρόταν που τον ξυπνούσαμε τόσο άγριες ώρες. Παρέμενε μονάχα μια στιγμή ακίνητος, κάρφωνε το βλέμμα στο ηλιόλουστο πρωινό σαν ένας τυφλός χωρίς ελπίδα κι έπειτα ξανάπαιρνε ένα από τα πιο φιλικά και γλυκά του χαμόγελα. "Ώρα να συνεχίσουμε το ταξίδι, το ξέρω, ναι, πάμε, θα είμαι έτοιμος σε μια στιγμή"./Εκδ. Κέδρος, 2010 [Σειρά Τerra incognita], μτφ. Παναγιώτης Σκόνδρας, 268 σ., με βασική βιβλιογραφία και πλήρες χρονολόγιο του συγγραφέα (Alberto Moravia, Passegiate africane, 1987).