Μπολάνιο ή Ροθ; Μποθ!
Ρομπέρτο Μπολάνιο - Οι άγριοι ντέτεκτιβ
Η λογοτεχνία δεν είναι αθώα (σ. 179)
1975, Πόλη του Μεξικού. Ο Χουάν Γκαρσία Μαδέρο αφηγητής μας και διακαώς εκκολαπτόμενος ποιητής βιώνει την μετεφηβική του έξαψη ακολουθώντας και παρατηρώντας με δέος τους Αρτούρο Μπελάνο και Ουλίσες Λίμα. Οι πληροφορίες για τις δυο αυτές μορφές είναι συγκεχυμένες: μακρυμάλληδες πλάνητες, αδιάντροποι πειραματιστές με ουσίες, κλέφτες βιβλίων, ερωτύλοι, συζητητές, φευγαλέοι ποιητές, απρόσιτοι αφοριστές, αυτόκλητοι αναβιωτές του "Ενστικτορεαλισμού" (Realismo visceral), ενός αγριεμένου λογοτεχνικού κινήματος που επιθυμεί να διαφύγει από την αυτοκρατορία του Νερούδα και κυρίως ανατινάξει τον Οκτάβιο Πας (με τον οποίον θα συναντηθούν αργότερα, σε κάποιες υποβλητικές σελίδες).
Κατά την μύησή του στον ιδιόμορφο ποιητικό κύκλο εμπλέκεται με πλήθος αινιγματικών προσώπων, με τις σερβιτόρες στο στέκι τους Μπρίχιδα και Ροσάριο και κυρίως με τις δυο μυστηριώδεις, διαφορετικά ερωτικές αδελφές Ανχέλικα και Μαρία Φοντ που κατοικούν στο σπίτι - χώρο συγκέντρωσης, όπου ένας σκοτεινός κήπος προκαλεί ιδιαίτερες αισθήσεις (δεν γίνεται να μην θυμηθώ, έτσι αδικαιολόγητα και αυθαίρετα, τις αδελφές Οκάμπο της παρέας του Μπόρχες).
Όπως το κίνημα τρέχει προς τους γκρεμούς του σουρεαλισμού, έτσι θα τρέξει και το αυτοκίνητο που δανείζονται οι Μπελάνο και Λίμα για να σώσουν την εκπορνευόμενη Λούπε από τον καταδυνάστη της, κι ενώ έχει προηγηθεί ένας αποκλεισμός του σπιτιού (που θυμίζει τα εντασιακά συναισθήματα της αντίστοιχης κατάστασης στη Γλυκειά Συμμορία). Θα ξαναβρούμε το αμάξι στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ξεχυμένο στην έρημο της Σονόρα να αναζητά την εξαφανισμένη Σεσάρεα Τιναχέρο / Τιχάνα (αλλοτινή ψυχή του κινήματος), σε δρόμους όπου όλα μπορούν να συμβούν, σ' εκείνους και σ' εμάς. Αυτοί λοιπόν είναι οι Άγριοι Ντετέκτιβ; Αυτοί που του λένε κάποια στιγμή πως μαζί θα αλλάξουν την λατινοαμερικάνικη ποίηση και που "βάζουν τις τελευταίες πινελιές σε μια υπόθεση που θα αφήσει τους πάντες με ανοιχτό το στόμα";
Στο δεύτερο και απογειωτικότερο μέρος, δεκάδες πρόσωπα - αυτόπτες περαστικοί της εικοσαετίας όπου πλέον διαδραματίζεται (1976 - 1996), με μόνο κοινό την διασταύρωση των πορειών τους με το μυστηριώδες δίδυμο, προσπαθούν να το προσωπογραφήσουν σε κάποιον υποτιθέμενο ερωτητή τους. Δίδυμο που με τη σειρά του χανόταν σε πορείες σκοτεινές και σχεδόν απελπισμένες, απλωμένες σε Ευρώπη, Ισραήλ και πάντα στην πολύπαθη Λατινική Αμερική. Όπως πάντα αναρίθμητοι λογοτέχνες περνάνε από τις συνομιλίες μυητών, μυημένων, έτερων και εταίρων εντός κι εκτός κύκλου, όλων αυτών των "διπλωματούχων της θλίψης", συνήθως αιρετικά, απαξωτικά κι επικριτικά, καθώς η νεότητα κοχλάζει σε φλέβες και νευρώνες και τα πάντα αμφισβητούνται. Από απέναντι και η ρήση του δον Κρισπίν: το πρόβλημα με τη λογοτεχνία, όπως και με τη ζωή, είναι ότι πάντα στο τέλος καταλήγουν όλοι να μετατρέπονται σε μαλάκες.
Στο πιο επιτυχημένο του (εν ζωή) βιβλίο του ο Μπολάνιο (1953-2003) γίνεται για άλλη μια φορά υποβλητικός, εξαιρετικός αναπαραστάτης μιας ατμόσφαιρας, ενός σκοτεινού ερωτισμού, μια διάχυτης - αδιόρατα εφιαλτικής - πολιτικής ατμόσφαιρας, μιας γοητευτικής λογοτεχνικής αρχειομανίας. Από τη μια, λες πως αυτές οι τρυφερές μετεφηβικές ηλικίες που καθορίζουν ή παραμορφώνουν τα πάντα, ή έστω τα καθοριστικότερα των πάντων είναι που διαθλούν τις πραγματικότητες σε τέτοιο βαθμό ώστε να παρουσιάζονται όλα όπως παρουσιάζονται. Από την άλλη δεν είναι δυνατό να αγνοήσεις την ίδια την Λατινική Αμερική: εκεί που συμβαίνουν αυτά τα πράγματα και είναι καλύτερο να μη σπάει κανείς το κεφάλι του ψάχνοντας λογική απάντηση όταν μερικές φορές δεν υπάρχει λογική απάντηση. Είναι στιγμές που οι χαρακτήρες επαληθεύουν μια από τις προϋποθέσεις της ενστικτορεαλιστικής ποιητικής γραφής: την "παροδική αποσύνδεση από έναν ορισμένο τύπο της πραγματικότητας". Ή όπως γράφει κάποια στιγμή ο Μαδέρο: Όλα μου φάνηκαν σαν μια παγίδα, σαν ένα παιγνιώδες σχόλιο για την ίδια μου την ύπαρξη/ Εκδ. Καστανιώτη, 2009, μτφ. Κώστας Αθανασίου, σελ.711 (Roberto Bolano, Los detectives salvajes, 1997)
Φίλιπ Ροθ - Η ταπείνωση
... όταν πια έφτανε στο θέατρο, ένιωθε εξαντλημένος, έντρομος που θα έβγαινε στη σκηνή. / Όλα όσα είχαν συντελέσει στο να γίνει αυτό που ήταν, τώρα δούλευαν εναντίον του, κάνοντάς τον να δείχνει σχεδόν ανισόρροπος./ Τώρα σκεφτόταν το κάθε τι, και κάθε τι αυθόρμητο και ζωντανό είχε πεθάνει: προσπαθώντας να το ελέγξει με τη σκέψη το κατέστρεφε. Αρκούν αυτές οι τρεις προτάσεις, αλιευμένες από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, για να εκφράσουν την κατάσταση του Σάιμον Άξλερ. Ο φτασμένος θεατρικός ηθοποιός αρχίζει να κατηφορίζει με ταχύτητα από τις κορυφές της ζωής του: την υποκριτική, την δημιουργία, την καθημερινότητα. Η ικανότητα να απευθύνεται και να του απευθύνονται πάνω στη σκηνή είχε χαθεί, η μια λανθασμένη ερμηνεία διαδέχεται την άλλη. Τώρα μοιάζει αυτός να βρίσκεται στο επίκεντρο εκείνου του παλιού ανέκδοτου με τον ηθοποιό που του υποδείκνυαν να μην πίνει κι εκείνος απαντούσε: Τι, και να βγω εκεί έξω μόνος μου; Ή στην παράκληση του Ολίβιε προς τους άλλους ηθοποιούς: Μη μ' αφήνετε μόνο μου εκεί έξω.
Η "ανοικοδόμηση" της ζωής του θα προέλθει μέσα από τον έρωτα. Η σχέση του με την Πεγκίην όμως φέρει εξαρχής τα σπέρματα της τριβής. Εκείνη είναι κόρη οικογενειακών φίλων, κατά εικοσαετία νεαρότερη, με τις δικές της παρελθοντικές απορρίψεις και με δεκαεπτά χρόνια λεσβιακής ερωτικής ζωής. Ο Άξλερ επιδίδεται στην μεταμόρφωσή της ως εμφανίσιμης, ελκυστικής γυναίκας - τίποτα δεν του δίνει μεγαλύτερη χαρά. Στην ουσία όμως την κάνει την γυναίκα που θα ήθελε ο ίδιος, σαν να υποδύεται κάποια εντελώς διαφορετική απ' ότι πραγματικά ήταν, ξένη προς την δική της αυτοαίσθηση. Το ζεύγος πειραματίζεται ερωτικά (αν και κάπως βεβιασμένα) σαν μια απεγνωσμένη προσπάθεια επανα-ζωής και προσπαθεί να αγνοήσει την αντίθεση των γονέων της Πεγκίην αλλά και το φάσμα της φθοράς που τους υπενθυμίζεται διαρκώς.
Έχουμε τυπικό Ροθ εδώ; Και ναι και όχι. Από τη μία η έκταση είναι σύντομη, ο λόγος ξεγυμνωτικά απλός, εβραϊκότητες και αυτοσαρκασμοί ξεχνιούνται για λίγο. Από την άλλη ο Ροθ συνεχίζει επίμονα να γράφει για την σωματική και πνευματική φθορά, τα γηρατειά και τον θάνατο, σ' έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των τελευταίων του βιβλίων. Υπήρξε τόσο αυτοαναφορικός συγγραφέας που πιθανώς τώρα που βρίσκεται μπροστά τους δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, ίσως ψάχνει κι αυτός τις απαντήσεις του. Τελικά η μαγεία της υποκριτικής χάνεται χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος. Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για οτιδήποτε συμβαίνει - όλα είναι ένα καπρίτσιο της τύχης, η πιθανότητα της ανατροπής. Συνεπώς ως συγγραφέας θριαμβεύει στα αυτονόητα. To θέμα είναι κατά πόσο αυτή η ιστορία θα διαβαζόταν (και θα εκθειαζόταν) εξίσου αν προερχόταν από άλλον συγγραφέα, εφόσον το θέμα έχει ήδη χιλιογραφτεί.
Οι καλύτερες στιγμές βρίσκονται στους διαλόγους μεταξύ του ζεύγους (όπου η σκληρότητα του να μαθαίνει κανείς τα πάντα υπερτερεί της συναινετικής σιωπής) και μεταξύ του Σάιμον και της πρώην φίλης της Πεγκίην. Κυρίως όμως στις περί αυτοχειρίας σελίδες, κατά την περιγραφή της συνύπαρξής του στο ψυχιατρικό νοσοκομειακό εντευκτήριο με μια παρέα παραλίγο αυτοχείρων ασθενών, βυθισμένων ακόμα στο μεγαλείο της αυτοκτονίας, μαγεμένων από την εξουσίαση του ίδιου του θανάτου. Εκεί ανακαλεί όλους τους αυτόχειρες ήρωες των δραμάτων όπου η αυτοκτονία εισβάλλει συχνά, λες και αποτελεί την καταστατική συνθήκη του θεάτρου: Έντα Γκάμπλερ, Δεσποινίς Τζούλια, Φαίδρα, Ιοκάστη, Λόμαν στον Εμποράκο, Σάιμον στη Μικρή μας Πόλη, Οφηλία, Οθέλλος, Ιβάνοφ, Κονσταντίν στο Γλάρο, Έντβιγκ στην Αγριόπαπια, Κρίστιν στο πένθος της Ηλέκτρας, Αίας και τόσοι άλλοι. Να είσαι σε θέση να πάρεις την απόφαση να φέρεις σε πέρας την πιο δύσκολη πράξη που υπάρχει. / Η αυτοκτονία είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να ελέγξεις. Κάτι έχει στο μυαλό του - προς το παρόν όχι ο Ροθ, αλλά ο χαρακτήρας του. / Εκδ. Πόλις, 2010, σ. 170, μτφ. - σημ: Κατερίνα Σχινά (Philip Roth, The Humbling, 2009)