Μορντεκάι Ρίχλερ - Ο Τζόσουα τότε και τώρα
Τι θα' λεγες για διαφημίσεις στα ταβάνια των ξενοδοχείων; Υπάρχει ένας χώρος που πάει στράφι, με πιάνεις; Κλείνει δωμάτιο ένας ντράμερ, είναι μοναξιασμένος, ξαπλώνει στο κρεβάτι, και νά σου όλα στο ταβάνι για πάρτη του. Εστιατόρια, νυχτερινά κέντρα, κατάλογοι με ταινίες. Τα πάντα αραδιασμένα εκεί. Τι λες; (σ. 88)
Όπως πολλοί μέσα σ' αυτό το βιβλίο ψάχνουν τρόπους να ξεφύγουν απ' την ζωή τους, έτσι κι ο θείος Όσκαρ αναζητά την διαφυγή του από την μάντρα με τα παλιοσίδερα. Είναι κι αυτός ένας από τους γοητευτικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες που κυκλώνουν τη ζωή του Καναδοεβραίου αφηγητή Τζόσουα Σαπίρο. Ο Τζόσουα,
διάσημος στον Καναδά περισσότερο για τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις παρά για την "σοβαρότερη" συγγραφική του δραστηριότητα, εν γένει επιτυχημένος αθλητικογράφος, βρίσκεται σ' ένα εξαιρετικά δύσκολο παρόν. Ριγμένος στον καναβάτσο από ένα σκοτεινό σεξουαλικό σκάνδαλο, αναρρώνοντας αποφασίζει να καταλογογραφήσει την ζωή του: τι πήγε λάθος, τι έμεινε ηδονικό, τι εκτροχιάστηκε και τον έφερε ως εδώ, στην σημερινή πικρία, πώς ο χρόνος "δεν κύλησε προς όφελος της σοφίας του".
Κι έτσι αρχίζει ένα συνεχές μπρος - πίσω, τότε και τώρα, από την τωρινή κυνική, πικρόχολη πλην ακόμα πανέξυπνη και παθιαστική του στάση ως την παιδική ηλικία, με τον πατέρα του να την κοπανάει κάθε τόσο, εγκαταλείποντάς τους για άλλη γυναίκα, την μητέρα του να αντιδρά περιφερόμενη όλο το εικοσιτετράωρο στο παγωμένο σπίτι παίζοντας δίσκους του Ντιουκ Έλινγκτον και διαβάζοντας δανεισμένα βιβλία, κυρίως μια ατέλειωτη σειρά από αστυνομικά του Έλερι Κουίν. Κι ο ίδιος μια ανεπιθύμητη παρουσία, καθώς εκείνη θα προτιμούσε να ακολουθήσει τον αποδράστη στα καταλύματα ψαράδων στο Μίσιγκαν όπου λούφαζε ή, έστω, να ξαναρχίσει το ημιεπαγγελματικό της στριπτίζ, βράζοντας άλλωστε μέσα στην μοντέρνα ελευθεριότητά της:
Οι άλλες μητέρες δεν της μιλούσαν πια, κι έπιαναν σφιχτά από το χέρι τα παιδιά τους, όταν περνούσε... Και όσο την περιέβαλλε η κοινωνική καταφρόνια, τόσο μεγάλωνε η απείθειά της, με την μπουγάδα της πίσω αυλής να λειτουργεί σαν λάβαρο της εξέγερσης. Ενώ στις άλλες μπουγάδες πελώριες βαμβακερές γυναίκειες βράκες και υπερμεγέθεις στηθόδεσμοι κυμάτιζαν περήφανα στον αέρα, φίνα μικρά μαύρα σουτιέν και δαντελωτές μαύρες κιλότες με απίστευτα στενή μέση χόρευαν σκαμπρόζικα στη δική της. (σ. 155)
Και φυσικά το ανεβοκατέβασμα διατρέχει όλη την ενδιάμεση ζωή του κι όλους όσους την καθόρισαν: την αγαπημένη του αλλά μεγαλοπιασμένη σύζυγο Πωλίν (τώρα φευγάτη), τον σκοτουριασμένο της αδελφό Κέβιν (μαύρο πρόβατο της οικογένειας κι αμφιλεγόμενο ερωτιδέα), το κολλητό γειτονικό ζεύγος των Τριμπλ με τον ιδιότυπο μεταξύ τους ανταγωνισμό (η Τζέιν ήταν η πρώτη στη περιοχή που έγινε συνδρομήτρια του Rolling Stone και είδε το Βαθύ Λαρύγγι) κι όλη την ξιπασμένη ελίτ, που του λέρωνε την καθημερινότητα ("ένας αριστοκρατικός βόθρος που κάνει το Πέιτον Πλέις να μοιάζει με την Οικογένεια Γουόλτον") - το πιο απρόθυμο μέλος της κλειστής τους λέσχης, προτού ξαναθυμηθεί την μάντρα του Όσκαρ, όπου εργαζόταν ο πατέρας του όταν επέστρεφε, αφού είχε διασκεδάσει την παραβατικότητά του και ερμηνεύσει όπως ήθελε την Βίβλο.
Οι έννοιες σοβαρότητα, θρησκευτικότητα, υποκρισία, λεπτότητα, πολιτική ορθότητα αποτελούν άγνωστες υπάρξεις για τον Τζόσουα (και για την συγγραφική γλώσσα που τον τυλίγει). Το δικό του Μόντρεαλ είναι μια αποτυχημένη πόλη, "ένας τόπος που μαράζωνε, με πολλούς από τους απαστράπτοντες καινούργιους πύργους για γραφεία να εκλιπαρούν για ενοίκους". Στο παρελθόν θα ψαχτεί η αρχή του τώρα: στο οργιώδες Παρίσι των 50'ς παρέα με την αντροπαρέα του, στο Λονδίνο όπου πλησίαζε τους τόπους του Ισπανικού Εμφύλιου και τις διαδρομές της υποχώρησης του δημοκρατικού στρατού, στην Ίμπιζα όπου "κάποτε φέρθηκε άσχημα" κι αυτό τον κυνηγάει ανελέητα. Και το βύθισμα στα εμφυλιοισπανικά βιβλία δεν βοηθάει.
Η γραφή του Ρίχλερ (Μόντρεαλ, 1931-2001) είναι όπως την μάθαμε από τα άλλα δυο εξίσου εξαιρετικά βιβλία από τις ίδιες εκδόσεις (Ο Σόλομον Γκάρσκυ ήταν εδώ και Ο κόσμος του Μπάρνεϊ): ιστορίες μέσα στις ιστορίες, ένας βασικός κορμός που κυλάει χωρίς ποτέ να βαριέσαι, ένας απολογισμός ζωής με κορυφώσεις και καταβαραθρώσεις, νίκες αξέχαστες και ήττες γκρεμιστικές, μια πανοραμίκ κινηματογράφηση πολλών προσώπων, με ιστορίες δραματικές και λεπτομέρειες εξαντλητικές, μια γενικώς εξαιρετικά πληθωρική γραφή. Ο συγγραφέας όντως διέγραψε την ίδια γεωγραφική τροχιά με τον Τζόσουα, έκανε ίδιες δουλειές - πλην της άμεσης τηλεόρασης, δεν αρνήθηκε να γράψει το σενάριο για την κινηματογραφική μεταφορά του Ted Kotcheff (1985) και γενικώς μίλησε και κατέγραψε τα πάντα για τον άγνωστο και υποτίθεται ευδαιμονικό Καναδά και τις ενίοτε κομπλεξικές του κοινότητες, και ήταν ο κατάλληλος να γράψει την ιστορία ενός ανθρώπου που τα χάνει όλα σε μια νύχτα. Μια ανασκόπηση ζωής, δηλαδή ανασκολόπηση των δαιμόνων της. / Εκδ. Πόλις, 2010, μτφ. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, σ. 574 (Mordecai Richler, Joshua Then and Now, 1980).