Αντώνης Σουρούνης - Νύχτες με ουρά
Ο Σουρούνης παραμένει ένας τζογαδόρος των ιστοριών του: τις ξεκινάει ρισκάροντας, χωρίς να γνωρίζει πού θα καταλήξουν, ούτε βέβαια κι εμείς (καμιά φορά μόνο ψυλλιαζόμαστε απ' τον μαρτυριάρη τίτλο), όπως άλλωστε σε τόσες άλλες περιπτώσεις τζόγαρε στη ζωή του. Άλλωστε συνεχίζει να εντοπίζει και τους έμμονους του είδους, όπως για παράδειγμα τον συνονόματο φίλο "που παίζει μόνος του τα ξημερώματα, καθώς πηγαίνει με το λεωφορείο στη δουλειά του, μονά ζυγά. Πόσοι επιβάτες είναι και πόσοι θ' ανέβουν στην επόμενη στάση, αν υπερέχουν οι άντρες ή οι γυναίκες, πόσα κόκκινα θα τους σταματήσουν...". Ή σε κερδοφόρες (για εμάς) παρομοιώσεις: "Η τηλεόραση μοιάζει με ρουλέτα (...) μπορεί να πέσεις σε κάτι εξαιρετικό όμως τις περισσότερες φορές κάθεσαι αντίκρυ της χάνοντας την ώρα σου, το κέφι σου, τα λεφτά σου, κι εξακολουθείς να περιμένεις κάτι που δε σ' ενδιαφέρει πια...".
Αλλά και το παιχνίδι με τις λέξεις δεν πάει πίσω: το ψάξιμο της τροχιάς τους στην καθημερινότητα ή την μνημικότητα, όπως π.χ. γιατί μια νύχτα να μην αποκτήσει κι αυτή ουρά ή τι μπορεί να σημαίνει σήμερα ο τίτλος Λεωφορείον ο Πόθος. Ένα λεωφορείο που σ' αφήνει ακριβώς έξω απ' το σπίτι σου, τον φυσικό χώρο των εφαψιών, άντε και καμιά ασπρόμαυρη ταινία; Η Οδός Μουσσών όμως θα γραφτεί με δύο σίγμα "γιατί έτσι είναι γραμμένο πάνω στις τενεκεδένιες ταμπέλες που βρίσκονται ακόμα καρφωμένες στις γωνίες από τα ελάχιστα παλιά σπίτια που απέμειναν στο δρόμο", κι ας είναι σήμερα χωρίς τις μούσες, κι είναι πλέον ο δρόμος για λύπηση, "όπως λυπόμαστε μια όμορφη γυναίκα όταν την στολίζουν με ρούχα στενά και παρδαλά, που δεν είναι του γούστου της αλλά του γούστου των άλλων".
Η οδός Μουσσών πάντως, που άλλωστε έχει την τιμητική της στο αυτοβιογραφικό του Μονοπάτι στη θάλασσα, έχει και για μένα μια άλλη ιδιαιτερότητα: την έπαιρνα απ' την στενή αρχή της ως το τέλος της, όπου βρισκόταν το ημιυπόγειο του Ράδιο Κιβωτός ενώ λίγα χρόνια μετά μια αντίστοιχη πινακίδα βρισκόταν καταχωνιασμένη στην εγκαταλειμμένη μονοκατοικία απέναντι στη δική μας - πηγαίναμε και απλώς τη θαυμάζαμε, έμφοβοι για την παράνομη παρουσία της.
Και μια και μιλάμε για σπίτια, ο συγγραφέας δεν χάνει την ευκαιρία για μια τρισέλιδη ανασκόπηση: οι λόγοι αποχωρισμού ενός σπιτιού ήταν κάθε φορά διαφορετικοί, ενώ οι γυναίκες που τον χώριζαν είχαν σχεδόν πάντα τον ίδιο λόγο: ότι νοιάζεται περισσότερο το βιβλίο που γράφει παρά εκείνες. Και είχαν δίκιο. "Οι Συμπαίχτες" πάντως γράφτηκαν σ' ένα παγωμένο σπίτι, ο συγγραφέας χτυπούσε τη γραφομηχανή φορώντας γάντια (αλλά- δεύτερη σύμπτωση - κι εγώ το διάβασα σ' ένα αντίστοιχης θερμοκρασίας σπίτι στην Άνω Πόλη φορώντας γάντια και κασκόλ). Τουλάχιστον στην δική του περίπτωση, ένας τεχνίτης που ήρθε να περάσει το τηλέφωνο, βλέποντας τους οικόσιτους τέσσερις να βγαίνουν ένας ένας από τις τρύπες τους κουκουλωμένοι είπε: "Ρε παιδιά, νομίζω ότι ζω σε βιβλίο του Ντοστογιέφσκι"...
Αυτός ο συγγραφέας περιπατητής που αγαπά να ταρακουνάει την πλαστική τσάντα με τον φρεσκοκομμένο καφέ σαν θυμιατό στο δρόμο και να εντοπίζει τους ανθρώπους με τις ωραίες λευκές σκέψεις, ο επαγγελματίες επιβάτης ταξί, ο διακριτικός παρακολουθητής των "φτωχών και πλούσιων καουμπόις" που συνεχίζουν να ζουν φωτισμένοι απ' το προσωπικό τους όνειρο (σαν τον Αξιουπολίτη που κατασκεύασε μόνος του το προσωπικό του όνειρο αλλά χώρεσε σ' αυτό και άλλους) φτιάχνει τις μικροκοσμικές του ιστορίες στο γνωστό του στιλ, ίσως λίγο ψυχραιμότερος, τρυφερότερος, υπομονετικότερος, που πάντα δηλαδή ήταν, απλώς το κάλυπτε κάτω απ' το στρώμα της ρεαλιστικής πλοκής.
Ο εφημεριδικός μα διόλου εφήμερος λόγος τους είναι εμφανής: πρόκειται άλλωστε για τα κείμενα της στήλης Μερόνυχτα Σαββάτου που δημοσιεύτηκαν στην Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία από 29/3/2008 έως 31/10/2009 (άρα συνεχίζοντας τον ρου των "Κυριακάτικων Ιστοριών" και του "Υπ' όψιν της Λίτσας", 8 και 18 χρόνια πριν, αντίστοιχα). Αυτός ο εξομολογητικός, βιωματικός και βιωμένος λόγος λείπει σήμερα απ' τις εφημερίδες κι έχει, ευτυχώς, περάσει στα μπλογκς. Όχι όμως και η καθημερινή ματιά του λογοτέχνη - κι αυτήν πού θα την βρίσκουμε;
Εκδ. Καστανιώτη, 2010, σελ. 248.