Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε - Τρεις ταλαίπωροι τίγρεις
Ένας καφές στη γωνία 12 και 23, ξημερώματα, ο αέρας του πρωινού και του Μαλεκόν στο πρόσωπο, παλεύοντας με τις αισθήσεις μου και την ταχύτητα (...) εγώ ο ίδιος κολλημένος προφίλ και ανφάς σ' αυτή την πρωινή αύρα, το αδειανό στομάχι κι η κούραση να σου θυμίζουν το σώμα, με την ευτυχή διαύγεια της αϋπνίας μπροστά μου και πίσω μου μια νύχτα, μια νύχτα-γεμάτη-μουρμουρίσματα-και-μουσική-υπόκρουση, είναι τότε λοιπόν που ο καφές, ένας απλός καφές των τριών σεντάβο, σκέτος, χωρίς ζάχαρη, που πίνω όταν Ο Κοκαλιάρης, εκείνη η μακρόστενη μοναχική σκιά τελειώνει τη νυχτερινή του βάρδια έχοντας σκανδαλίσει τους ξενύχτηδες, τους εργάτες που πάνε νωρίς στη δουλειά, τους κουρασμένους νυχτοφύλακες, τις πουτάνες τις νοτισμένες από τη δροσιά και το σπέρμα, όλους αυτούς, την πανίδα του νυχτερινού ζωολογικού κήπου... (σ. 340)
Σ' αυτό το προσκλητήριο της νυχτερινής πανίδας της ακοίμητης και αεικίνητης Αβάνας οι πάντες είναι παρόντες κι όλοι βουτάνε ως το κεφάλι μέσα στην κουβανέζικη μυθολογία και πραγματικότητα, όπου η μουσική είναι οργιαστική, η μέθη ακατάπαυστη, η περιπλάνηση ζωτική και ο έρωτας πανταχού παρών. Οι δε τρεις ταλαίπωροι τίγρεις συμπληρώνουν (διόλου τυχαία) τετράδα και αδυνατούν να κάνουν οτιδήποτε στα σοβαρά, ούτε καν να συζητήσουν, γιατί κάθε τους προσπάθεια σκοντάφτει σε αλκοολούχες γουλιές, ερωτοβόλα βλέμματα και φιλήδονες σκέψεις, κυνήγι ερωτικών συντρόφων και λατρεία γυναικών, άντε και μερικές απόπειρες φιλοσοφικών συμπερασμάτων για όλα αυτά.
Όμως δεν είναι μόνο ο συγγραφέας Σιλβέστρε, ο τηλεπαρουσιαστής Αρσένιο, ο μουσικός Εριμπό και ο καμπαρεφωτογράφος Κόντακ που τρεκλίζουν στην πόλη, χωρίς να βιάζονται να μπουν αμέσως στην ιστορία ή να συστηθούν. Είναι και οι "δεύτερες" φιγούρες που συναντιούνται μαζί τους, όπως ο αγαπητός μου Βουστροφηδόν που διαστρέφει τις λέξεις δημιουργώντας δικές του, οι θαμώνες του το Σαλούν των Απορριφθέντων, και βέβαια η υπέρβαρη, ερωτοφλεγής Εστρέγια Ροδρίγες που τραγουδάει μονάχα μπολερό και χωρίς μουσική υπόκρουση, ακόμα και μέχρι τα ξημερώματα, προτού επιστρέψει στα σπίτια που ... αυτοφιλοξενείται - προσπαθώ να σκεφτώ κάποια φιγούρα του Μποτέρο. Όλοι στρατευμένοι σε μια συνεχή ηδονιστική ζωή, από τα καμπαρέ ως τις στοές των δρόμων.
Η Σιέρα Μαέστρα αρχίζει να κατακλύζεται από επαναστάτες, η δικτατορία του Μπατίστα νομίζει πως θα κρατήσει για πάντα αλλά τίποτα απ' αυτά δεν ενδιαφέρει τον Ινφάντε (και δεν είναι διόλου απολιτικός εφόσον οι κομμουνιστές γονείς του ήρθαν στην Αβάνα για αποφύγουν τις διώξεις κι ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα).
Η μουσική εδώ υπερβαίνει την πολιτική ή αποτελεί από μόνη της την πρώτη προϋπόθεση. Ούτως ή άλλως ο καθένας βρίσκεται μόνος του ακόμα και σ' αυτόν τον καρνιβαλισμένο κόσμο. Όλοι εδώ μέσα ξέρουν πως η επαφή κρατάει όσο είναι ηλεκτρισμένη, φωταγωγημένη απ' τη νύχτα. Μετά ο καθένας θα επιστρέψει στον εαυτό του. Άρα η ηδονισμένη επιβίωση μετράει πάνω απ' όλα, τώρα που η ζωή γυρίζει, βράζει και σε παίρνει ακόμα.
Γκράφιτι: Οι συστάσεις είναι σαν τα συλλυπητήρια, τυποποιημένα μουρμουρίσματα // Ο αναστεναγμός είναι η πορδή της ψυχής // Ο καιρός περνούσε και γερνούσα κι οι μέρες κυλούσαν και μετατρέπονταν σε ημερομηνίες και τα χρόνια μετατρέπονταν σε επετείους.
Αντί για οποιαδήποτε πλοκή ο Ινφάντε (1929-2005) προτιμά γλωσσική διαπλοκή και κινηματογραφική οπτική (το μοντάζ ανάβει, οι εικόνες τρέχουν, οι διάλογοι κόβουν και ράβουν, οι φιλμογραφικές αναφορές παίζουν διαρκώς). Η γραφή του κρίθηκε με τον προσωπικό της τρόπο συγγενικώς Τζοϋσική, Στερνική, μοντέρνα και μεταμοντέρνα - προσωπικά δεν μπορώ να μη σκεφτώ και τόσες άλλες αναφορές, από Χένρι Μίλλερ και Ντεμπόρ ως τους μπητ. Αλλά είναι το κολασμένο χιούμορ και η διόλου "δύσκολη" γραφή που τον διαφοροποιεί απ' όλα αυτά, αν εξαιρέσει κανείς τις συνεχείς παγίδες που μας βάζει ως προς το ποιος μιλάει σε ποιον.
Ο συγγραφέας εκτός της συγγραφικής τέχνης άσκησε την μεταφραστική, την κριτική κινηματογράφου και την σεναριογραφία (Vanishing Point (Richard C. Sarafian), The Lost City (Andy Garcia)). Στην Φιντέλ Κάστρο εποχή ανέλαβε το Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Αβάνας και το λογοτεχνικό ένθετο Lunes της Revolucion, αλλά οι λογοκριτικές επεμβάσεις τον καταχώρησαν στους ανεπιθύμητους και εξορίστηκε "επαγγελματικά" στις Βρυξέλες. Φυσικά πήρε στα χέρια του την δική του αυτοεξορία σε Μαδρίτη και Λονδίνο, κόβοντας κάθε σχέση με το κουβανικό καθεστώς και τον σταλινικό του, όπως έλεγε, χαρακτήρα. Οι ΤΤΤ εκδόθηκαν στην ... δεύτερη γραφή τους και απαγορεύτηκαν στην Κούβα ενώ όσοι έγραψαν θετικά σχόλια φυλακίστηκαν. Όσο κι αν προσπάθησαν οι κονδυλοφόροι του Κάστρο να σβήσουν το όνομά του από την λογοτεχνία απέτυχαν: στην Κούβα οι εκδόσεις του κυκλοφορούν σε παράνομη, "σαμιζντάτ" μορφή, με φωτοτυπίες κλπ και οι Τίγρεις αποτελούν μια από τις κορυφές της κουβανέζικης και λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Μεταφέρθηκαν με τον ίδιο τίτλο και στον κινηματογράφο (Raoul Rouiz, 1968). / Εκδ. Τόπος, 2009, μτφ. Γιώργος Ρούβαλης, επιμ. Στράτος Ιωαννίδης, με πλήρως διαφωτιστική εισαγωγή του μεταφραστή, σελ. 467 (Guillermo Cabrera Infante, Tres tristes tigres, 1967).
Καθόμουν λοιπόν εκεί και σκεφτόμουνα ότι παίζοντας το μπονγκό ή την τούμπα ή την πάιλα ή τα ντραμς ήταν σα να 'μαι μόνος, αλλά κι όχι τελείως μόνος, σαν να πετάω, λέγω εγώ, που δεν έχω ταξιδέψει με αεροπλάνο παρά ως εκεί δίπλα στο Ίσλα δε Πίνος, σαν επιβάτης, σαν να πετάω λέω σαν πιλότος, σ' ένα αεροπλάνο, βλέποντας το τοπίο ισοπεδωμένο, σε μια μόνο διάσταση κάτω, γνωρίζοντας όμως ότι οι διαστάσεις σε τυλίγουν και πως το όργανο, το αεροπλάνο, τα ταμπούρλα, είναι η σύνδεση, η συνάφεια, αυτό που επιτρέπει να πετάς χαμηλά και να βλέπεις τα σπίτια και τον κόσμο ή να πετάς ψηλά και να βλέπεις τα σύννεφα και να βρίσκεσαι μεταξύ ουρανού και γης, αιωρούμενος, δίχως διάσταση, σε όλες όμως τις διαστάσεις, κι εγώ εκεί να χτυπάω, να ξαναχτυπάω, να κοπανάω, κάνοντας αντίστιξη, κρατώντας με το πόδι τον ρυθμό, μετρώντας νοερά τον ρυθμό, προσέχοντας εκείνον τον εσωτερικό ρυθμό που ακούγεται ακόμα, που ηχεί σαν μουσικό ξυλάκι παρ' όλο που δεν βρίσκεται πια στην ορχήστρα, μετρώντας τη σιωπή, τη σιωπή μου... (σ. 127)