Βιβλιοπανδοχείο, 9. Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Άπαντα Πεζά
Όλοι μας νομίζουμε πως η ζωή των άλλων είναι πάντα καλύτερη από αυτήν που η μοίρα έχει επιφυλάξει σ' εμάς... Φαντάζομαι πως, εν τοις ουρανοίς, οι Μακάριοι πρέπει να σκέφτονται ότι τα πλεονεκτήματα του παραδείσου υπερτονίστηκαν από τους θεολόγους που δεν είχαν πατήσει ποτέ εκεί το πόδι τους. Ίσως ούτε και στην κόλαση οι άσωτοι είναι πάντα ευτυχείς. ("Η Μονομαχία", σ. 392)
Αξιότιμε Χόρχε Λουίς Μπόρχες,
Είστε ο μόνος συγγραφέας στις συναρπαστικές σελίδες του οποίου συνεχώς επανέρχομαι, από τότε που κατάλαβα πως το δικό μου ναρκωτικό είναι χάρτινο, μυρίζει μελάνι και πωλείται νόμιμα. Λένε πως είστε ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Αργεντινής και ένας από τους κορυφαίους του 20ού αιώνα. Θα σας διάβαζα το ίδιο ακόμα κι αν δεν έλεγαν τίποτα. Στις εγκυκλοπαίδειες (ένα είδος που τόσο αγαπήσατε) γράφουν δίπλα στο όνομά σας "πεζογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής (1899-1986)".
Η νέα έκδοση
Εδώ στην Ελλάδα (της οποίας τους μύθους γνωρίζετε εμβριθώς) οι εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα εξέδωσαν τρεις τόμους που με έκαναν ευτυχή. Ο πρώτος συγκεντρώνει τα Άπαντα Πεζά σας (ακολούθησαν τα Ποιήματα και τα Δοκίμια) και αποτελείται από δύο μέρη: Τα Αφηγήματα (Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας (1935), Ιστορία της αιωνιότητας (1936), Μυθοπλασίες (1944), Το Άλεφ (1949), Η αναφορά του Μπρόουντι (1970), Το βιβλίο από άμμο (1975), Η μνήμη του Σαίξπηρ (1977-1983) και τα Μικρά πεζά - Όνειρα, παραβολές και de profundis (από τις συλλογές Ο ποιητής (1960), Εγκώμιο της σκιάς (1969), Το χρυσάφι των τίγρεων (1972), Το σιδερένιο νόμισμα (1976), Ιστορία της νύχτας (1977), Ο αριθμός (1981), Οι συνωμότες (1985)). Στην ουσία τα πάντα βρίσκονται εδώ, με εξαίρεση τις συνεργασίες σας με τον Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, είτε με τα ονόματά σας είτε ως Μπούστος Ντομέκ.
Είμαι ενθουσιασμένος, επιτέλους όλα σας τα πεζά μαζί! Είστε ο μόνος συγγραφέας που έχω ονειρευτεί ιστορίες του, που σκέφτομαι διαφορετικές εκδοχές τους, που με ταξιδεύει σε μυθολογίες και πραγματικότητες όλων σχεδόν των εποχών. Τι παράξενο, ένας συγγραφέας που δεν έγραψε ποτέ του μυθιστόρημα. Με πείσατε πως τα πάντα μπορούν να ειπωθούν με λιγότερα λόγια. Τι κοπιώδης και εκφυλιστική που 'ναι αυτή η μανία να συνθέτουν τεράστια βιβλία και ν' αναπτύσσουν σε πεντακόσιες σελίδες μια ιδέα που η τέλεια προφορική έκθεσή της δε θα 'παιρνε παραπάνω από λίγα λεπτά! ("Ο κήπος με τα διακλαδωτά μονοπάτια", Πρόλογος, σ. 103)
Η αιώνια γοητεία
Πουθενά αλλού δε βρήκα αυτόν τον περίτεχνο συνδυασμό μυθοπλασίας, ποίησης, δοκιμίου και φιλοσοφίας μέσα στο ίδιο διήγημα, πουθενά δεν απόλαυσα κείμενα τόσο πυκνά και περιεκτικά (δεν υπάρχει σ' αυτόν τον κόσμο ούτε μια σελίδα απλή, ούτε καν μια λέξη απλή, αφού όλες παραπέμπουν στο σύμπαν, πιο χαρακτηριστική ιδιότητα του οποίου είναι η περιπλοκότητα). Υπήρξατε όμως και μετρ της αλληγορίας, του συμβολισμού, της ειρωνείας, του αυτοσαρκασμού αλλά και της αναπόλησης (πόσο γοητευτικό είναι αυτό το θυμάμαι... με το οποίο ξεκινάτε πολλές φράσεις).
Αυτός ο τόμος δε θα τελειώσει ποτέ. Κάθε ανάγνωσή του ανοίγει άλλες πόρτες, κάθε ιστορία ξετυλίγεται σε αναρίθμητες επιμέρους εκδοχές, κάθε διήγηση πολλαπλασιάζεται σε ολόκληρους κόσμους. Αυτός ο ανεξάντλητος θησαυρός σκέψεων, εξομολογήσεων, γνώσεων και τεχνικών γραφής έχει επιδράσει καθοριστικά σε λογοτεχνίες και λογοτέχνες, σε σημείο που δε φαντάζεστε. Αν και μερικές φορές υποπτεύομαι πως όχι απλά φαντάζεστε αλλά και γνωρίζετε αυτήν την άτυπη Λέσχη, όντας ο σκιώδης Πρόεδρός της.
Στη γραφή σας το κάθε βίωμα μετατρέπεται σε πανέμορφη λογοτεχνική εικόνα, η μεταφυσική και το φανταστικό γίνονται η πιο φυσιολογική καθημερινότητα κι εσείς βρίσκεστε τη μία στιγμή σε ένα καπηλειό στις υποβαθμισμένες συνοικίες του Μπουένος Άιρες και την άλλη στις σκονισμένες κόγχες μιας βιβλιοθήκης. Οι ήρωές σας είναι από ποταπές υπάρξεις μιας νοτιοαμερικάνικης πάμπας έως μελετητές του Σοπενάουερ ή των ισλανδικών σάγκας. Τη μία τραβούν μαχαίρια σε αυλές (κάτι που τόσο πολύ θέλατε να έχετε ζήσει), την άλλη χάνουν χρόνια πάνω σε υποσημειώσεις για αδιανόητα έργα άγνωστων λογοτεχνών. Πάντα με γοήτευε κι όλη εκείνη η εναλλαγή, ταυτοποίηση ή επικάλυψη ρόλων και αρχετύπων. Ο "κακός" γίνεται "καλός", ο κυνηγός κυνηγημένος, ο δολοφόνος θύμα, ο προδομένος προδότης και το αντίστροφο.
Η μέγιστη ειρωνεία
Συχνά σκέφτομαι εκείνη την αναπότρεπτη πορεία του κύκλου που λέγεται ζωή, ιδίως στην κορυφαία Ειρωνεία του: να διορίζεστε διευθυντής Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άϊρες και ταυτόχρονα να τυφλώνεστε με καλπάζουσα ταχύτητα. Να σας ανοίγουν οι πύλες του παραδείσου σας κι εσείς να μην μπορείτε να τον δείτε, να βλέπετε ένα σύθαμπο αντί των πολυπόθητων ραφιών με τα βιβλία. Αλλά τίποτα δε σας πτόησε. Οι άλλοι σάς διάβαζαν τα πάντα κι εσείς τα συγκρατούσατε στο μυαλό σας, αν δε τα ζούσατε ξανά στη φαντασία σας.
Πώς είναι να σου δίνεται αυτό που νομίζεις ως υπέρτατη ευτυχία και σχεδόν αμέσως να το χάνεις; Κάπου διάβασα πως σχεδόν ενθουσιαστήκατε με αυτήν την υπέρτατη ειρωνεία. Ο Θεός μού έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και το σκοτάδι. Ήταν η τυφλότητά σας που προκάλεσε αυτήν την αχανή χωρητικότητα της μνήμης σας; Για κάθε συμβάν να ανακαλείτε την αντίστοιχη μυθολογική, λογοτεχνική ή φιλοσοφική φράση; Ύστερα από αυτό, οι ανοιχτές σας συγκρούσεις με το καθεστώς του Περόν και οι δυο σας αποχωρήσεις από τη θέση εκείνη (η μία επειδή σας διόρισε επιθεωρητή κοτόπουλων...) θα σας φαίνονται τόσο ασήμαντες.
Δε κρύψατε πάντως ποτέ δειλίες και φόβους για τόσα πράγματα (πόσο μάλλον για τους καθρέφτες), ειρωνευτήκατε κατάμουτρα τη μανία της αναγνώρισης (ειδικά των γραφιάδων-συγγραφέων), περιγράψατε την αδικαιολόγητη απειλή που νοιώθουμε για τον οποιονδήποτε άλλον, σαρκάσατε ανελέητα όσους το άξιζαν και κυρίως τον εαυτό σας.
Γκράφιτι:
Η μόνη νοητή εκδίκηση είναι η λήθη.// Δεν πάσχω από μοναξιά - είναι ήδη αρκετά δύσκολο ν' αντέξει κανείς τον εαυτό του και τις μανίες του.// Υπάρχει άραγε στη Γη κάτι ιερό ή κάτι που δεν είναι;// Η μνήμη και η λήθη είναι εξίσου επινοητικές.// Η ιερή αταξία της ζωής μας είναι πέρα για πέρα κληρονομική και παραδοσιακή. Χωρίς να καταλαβαίνει από λάθη, η μοίρα μπορεί να είναι ανελέητη, ακόμα και για την παραμικρή απροσεξία.
Διηγήματα που δύσκολα ξεχνάς
"Ο Νότος", κορυφαίο όλων κατά τη γνώμη του Αχιλλέα Κυριακίδη, με τον ήρωα που αρχίζει να υποψιάζεται μήπως δεν ταξίδευε μόνο κατά το νότο, αλλά και κατά το παρελθόν. Το ότι ταξίδευε μ' αυτό το βιβλίο που είχε συνδεθεί τόσο πολύ με τη δυστυχία του, σήμαινε πως η δυστυχία αυτή είχε πια περάσει, σήμαινε πως προκαλούσε, μυστικά και ευφρόσυνα, τις απογοητευμένες δυνάμεις του Κακού. (σ. 221)
"Ούλρικε", με εκείνη την εκθαμβωτική και αποφασιστική μαθήτρια του Ίψεν (όπως χαρακτηρίζατε τις γυναίκες που αρνούνταν την ερωτική δέσμευση).
"Tloen, Uqbar, Orbis Tertius", με τη μυστική και αγαθοεργό εταιρεία που έχει σκοπό να επινοήσει μια χώρα, με εκείνο το μέλος που δεν πιστεύει στο Θεό, αλλά θέλει ν' αποδείξει στον ανύπαρκτο Θεό πως και οι θνητοί είναι ικανοί να συλλάβουν έναν κόσμο!
"Το μυστικό θαύμα", με κάποιον που σκέφτηκε πως, συνήθως, η πραγματικότητα δεν συμπίπτει με τις προβλέψεις μ' έναν διεστραμμένο συλλογισμό, συμπέρανε πως, αν προβλέψεις μια περιστασιακή λεπτομέρεια, την αποτρέπεις από το να συμβεί. Συνεπής σ' αυτή την αδύναμη μαγεία, επινοούσε, για να μη συμβούν, τα πιο αποτρόπαια περιστατικά... (σ. 201)
"Το Άλεφ", κέντρο όλων των ιστοριών σας, με δύο από τις σαγηνευτικότερες σελίδες που γράφτηκαν ποτέ.
Τα προλογικά ή επιλογικά σας σημειώματα. Ξαναθυμήθηκα πως προτιμούσατε να γράφετε... επίλογο αντί για πρόλογο στα βιβλία σας, εφόσον "ο πρόλογος σε διηγήματα που δεν έχουν ακόμα διαβαστεί, είναι κάτι σχεδόν αδιανόητο, αφού απαιτεί ν' αναλύσεις θέματα που δεν πρέπει ακόμα να τ' αποκαλύψεις..." ("Το βιβλίο από άμμο", Επίλογος, σ. 500)
Εκείνα που με συγκίνησαν περισσότερο είναι αυτά που επιλέγω να μεταφέρω αποσπάσματά τους.
Αποσπάσματα:
Σαν το κριάρι που χιμάει να κερατίσει, διασχίζω τρέχοντας τις πέτρινες στοές, ώσπου να σωριαστώ στο χώμα, ζαλισμένος. Κρύβομαι πίσω από μια στέρνα ή στη στροφή ενός διαδρόμου και καμώνομαι ότι με κυνηγούν. Έχει κάτι εξώστες, απ' όπου αφήνομαι να πέφτω ώσπου να γεμίσω αίματα. (...) Απ' όλα τα παιχνίδια μου, όμως, αυτό που μ' αρέσει πιο πολύ, είναι να παίζω τον άλλο Αστέριο. Κάνω πως με επισκέπτεται και πως του δείχνω το σπίτι. (...) Καμιά φορά, κάνω λάθος, και τότε γελάμε κι οι δυο με την καρδιά μας. (...)
Κάθε εννιά χρόνια, έρχονται στο σπίτι εννιά άνθρωποι για να τους λυτρώσω απ' το Κακό. Ακούω τα βήματά τους ή τις φωνές τους στα βάθη των πέτρινων στοών και τρέχω όλος χαρά να τους προϋπαντήσω. Η τελετή διαρκεί λίγα λεπτά. Ο ένας μετά τον άλλον σωριάζονται, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου με αίμα (...) Δεν ξέρω ποιοι είναι, αλλά ξέρω πως ένας από δαύτους, την ώρα που ξεψυχούσε, προφήτεψε πως κάποτε θα'ρχόταν κι ο δικός μου λυτρωτής. Από τότε, δε με βαραίνει η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου ζει, και μια μέρα θα προβάλει μέσ' από τη σκόνη... Είθε να με πάει σε κάποιο χώρο με λιγότερες στοές και πόρτες. Πώς θα'ναι ο λυτρωτής μου; αναρωτιέμαι. Θα'ναι ταύρος ή άνθρωπος; Θα'ναι μήπως ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι; Ή θα'ναι σαν κι εμένα; (Το σπίτι του Αστερίου, σ. 274-275)
Οι λέξεις είναι σύμβολα που προϋποθέτουν κοινές μνήμες. Αυτή που πασχίζω τώρα εδώ να εξιστορήσω, είναι μόνο δική μου - όσοι τη μοιράστηκαν μαζί μου, έχουν πεθάνει. Οι μυστικιστές επικαλούνται ένα ρόδο, ένα φιλί, ένα πουλί που είναι όλα τα πουλιά, έναν ήλιο που είναι ταυτόχρονα όλα τ' άστρα και ο ήλιος, μια κανάτα κρασί, έναν κήπο ή τη σεξουαλική πράξη. Καμιά απ' αυτές τις μεταφορές δεν μπορεί να με βοηθήσει να ανακαλέσω εκείνη τη μακρά νύχτα αγαλλίασης, που, ευτυχείς και εξαντλημένους, μας άφησε στα πρόθυρα της αυγής. (...)
Κάτι έχει σωθεί απ' όλα όσα διακρίναμε εκείνη τη νύχτα (ο κοκκινωπός τοίχος του Ρεκολέτα, ο κίτρινος τοίχος της φυλακής, δύο άνδρες που χόρευαν μαζί σε μια γωνία, μια καγκελόφραχτη αυλή με ασπρόμαυρα πλακάκια, οι μπάρες του τρένου, το σπίτι μου, ένα παζάρι, η υγρή και απύθμενη νύχτα), αλλά καμιά απ' αυτές τις φευγαλέες εντυπώσεις, που μπορεί και να ήταν άλλες, δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία, είναι η αίσθηση ότι το σχέδιό μας, που το είχαμε περιγελάσει τόσες φορές, υπήρχε πραγματικά και μυστικά, κι ήταν το σύμπαν κι εμείς οι ίδιοι. Χωρίς πολλές ελπίδες, σ' όλη μου τη ζωή προσπάθησα να ξαναβρώ τη γεύση εκείνης της νύχτας - καμιά φορά πίστεψα ότι τα'χα καταφέρει μέσα από τη μουσική, τον έρωτα, την αβέβαιη μνήμη, αλλά εκείνη δε ξαναγύρισε ποτέ, παρά μόνο ένα ξημέρωμα, στο όνειρο. (Η Βουλή, σ. 450-451)
Συντεταγμένες:
Μετάφραση - επιμέλεια - σχόλια : Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 758. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2005. Δε χρειάζεται να κάνω κανένα σχόλιο για τον Αχιλλέα Κυριακίδη, τον γνωρίζετε. Η φωτογραφία στο αυτί του βιβλίου, όπου στηρίζεστε ήρεμος στο μπράτσο του, τα λέει όλα. Ο δε πρόλογός του είναι ό,τι περίμενα από έναν τέτοιο γνώστη του Μπορχεσιανού σύμπαντος. Η έκδοση είναι άψογη. Περιλαμβάνει ένα παράρτημα εκατό και παραπάνω σελίδων, με σημειώσεις του μεταφραστή, με λεξικό ονομάτων, τοπωνυμίων και τίτλων έργων, γλωσσάριο, μικρό βιβλιογραφικό και πλήρες εργογραφικό σημείωμα.
Ελπίζω, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, πως και μένα με περιμένει, κρυμμένη στο μέλλον, μια νύχτα πάμφωτη, θεμελιακή, όπως κι εκείνον τον ήρωά σου, που γνώρισε τον εαυτό σου σε μια μάχη και σ' έναν άνθρωπο. Γιατί οποιοσδήποτε βίος, όσο μακρύς και σύνθετος κι αν είναι, αποτελείται στην πραγματικότητα από μία και μόνη στιγμή: τη στιγμή που ο άνθρωπος μαθαίνει μια για πάντα ποιος είναι. ("Βιογραφία του Ταδέο Ισιδόρο Κρους", σ. 264 - 265)
Με σεβασμό,