Hit the Road, Sak! (ή: Καλύτερα ο δρόμος παρά ο διάολος!)
Σάκης Σερέφας - Θα σε πάρει ο δρόμος
Ξέρεις, το μάτι του ανθρώπου δεν αδυνατίζει, ό,τι κι αν κάνεις. Με το ίδιο μέγεθος μάτι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε.
50.000 σκέψεις κάνει ο άνθρωπος καθημερινά. Μπορεί άραγε κάποια από αυτές να τον σκοτώσει; Πώς φτιάχτηκε μια ρυτίδα μέσα σε μια νύχτα; Είναι σίγουρο ότι όλοι οι δρόμοι τελειώνουνε κάπου; Πόσες αναγνωριστικές συνουσίες χρειάζονται για αποφασίσει ένας ζεύγος την ατα(ι)ρ(ι)αξία του; Τι τακτικές ασκούν οι άνθρωποι για να περάσουν τις δύσκολες Κυριακές; Τι κερδίζει εκείνη που κοιτάζει τους επιβάτες πίσω απ' τα τζάμια και φτιάχνει ιστορίες απ' το νου της, που ζωοδοτεί αυτά τα "άψυχα κουκλάκια" μόνο με τη σκέψη της; Είναι άραγε η αίσθηση της παντοκρατορίας, καθώς άλλον στέλνει στο κρεβάτι, άλλην στο χωρισμό ή στη φυγή, ή απλώς η εξίσωση "πέντε συνεπιβάτες στο κουπέ ίσον πέντε ζωές" αποφέρει ένα γρήγορο ταξίδι; Ο αειέμπνευστος Σερέφας επανέρχεται όπως πάντα καίριος, λακωνικός και αστραποβόλος` άλλωστε οι προφανείς θητείες του στα αλώνια της ποίησης και τα νερά της θεατρογραφίας μοιραία εκβάλλουν σ' ετούτη την εικοσάπλευρη διηγηματική συλλογή. Γι' αυτό και οι ισάριθμες φωνές μ' ένα κλείσιμο του ματιού μετατρέπουν την πρωτοπρόσωπη προφορικότητά τους σε παραμυθητική μονολογία, που ψήθηκε στα σανίδια της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης της Θεσσαλονίκης, ευφυούς παραγγελιοδόχου προς τον ακάματο γραφέα.
Ο Σερέφας ακαριαία αιχμαλωτίζει ακόμα και μια μοναδική αλλά καθοριστική σκέψη των "απλών" ανθρώπων που δεν γνώρισαν την τύχη μιας σελιδοποιημένης διήγησης ή την τιμή μιας αφηγημένης ζωής. Στέκεται διακριτικά δίπλα στην συσκευάστρια κονσέρβας που εγκαταλείπεται από τον σύντροφό της στον διάδρομο του σούπερ μάρκετ, στον ζωγράφο που μαθαίνει να ζωγραφίζει απορροφώντας τις αναμνήσεις των άλλων (εκμεταλλευόμενος εν αγνοία του και τα πρόσφατα νευροεπιστημονικά διδάγματα), στον σουβλατζή που, παρά το αδιόρατο προσωπικό του τηλεκοντρόλ με το οποίο γνωρίζει το κουμπί του καθενός, νοιώθει ανίκανος να σταθεί στον νέο που τα νιάτα του καήκαν σ' ένα βράδυ ή στην κορασίδα που ξεγελά την βουλιμία της αναίμακτα πλην κωμικοτραγικά. Λες και όλοι ετούτοι οι άνθρωποι έχουν μια τελευταία ευκαιρία υπαγόρευσης μιας διαλεχτής τους στιγμής κι αυτοπροσώπως προσέρχονται στον συγγραφέα προς κατάθεσή της: "δεν βάζω τίποτα από το μυαλό μου, να ξέρεις, πάρε τα και κάν' τα ό,τι θέλεις εσύ, εσύ είσαι ο συγγραφέας". Από εκείνον μένει να τους εμφυσήσει πρόσθετες σκέψεις, στατιστικές, σοφίες των τριών λέξεων και αφορισμούς των πέντε και να τους οδηγήσει στο ολιγόλεπτο σκηνικό φως προτού επιστρέψουν σ' αυτό που είναι: "τι σου είναι ο άνθρωπος ώρες ώρες, πηγάδι χωρίς πάτο είναι".
Ακόμα λοιπόν κι αν είναι να "σε πάρει ο δρόμος", δεν πρόκειται για απειλή αλλά παρηγοριά` κάθε κλείσιμο της εξώπορτας συνεπάγεται την δυνατότητα μιας μεγάλης περιπλάνησης. Ο δρόμος άλλωστε συνεχίζει να τροφοδοτεί ανεξάντλητα αυτόν τον ακάματο περιπατητή συγγραφέα, που παράλληλα διατηρεί πλήρη επίγνωση του φθαρτού και του γελοίου της τελευταίας ιδιότητας: "Είχα γνωρίσει έναν συγγραφέα κάποτε. Ξέρω τι φαντάζεσαι τώρα. Ότι κάναμε συνέχεια βαθυστόχαστες συζητήσεις για τη ζωή και το γράψιμο, καθώς βαδίζαμε αργά σε βαθύσκιες αλέες από αιωνόβιες καρυδιές, ρουφώντας απολαυστικά τον καπνό της πίπας μας. Αμ δε! Άμα κάτσεις δίπλα σε μια αγελάδα, δεν μυρίζεις το καλοψημένο φιλέτο που μπορεί να σου δώσει, αλλά τις σβουνιές της". (σ. 71). Και σίγουρα καλύτερα ο δρόμος παρά ο διάολος! Hit the Road, Sak!
Εκδόσεις Κέδρος, 2009, σελ. 167.