Steppin’ out
Σχεδόν πριν κλείσουν σαράντα χρόνια από την τελευταία του ελληνική μετάφραση, ο μετα-beat συγγραφέας σε «ρομάντσο» του 66.
Ήταν δύσκολο για μια στιγμή μα έπειτα χαμογελάσαμε και οι δυο στο σκοτάδι μ’ αυτό που κάναμε. Αν και δεν μπορούσαμε να δούμε τα χαμόγελά μας, ξέραμε ότι υπήρχαν κι αυτό μας παρηγόρησε, όπως τα σκοτεινά χαμόγελα της νύχτας παρηγορούν χιλιάδες χρόνια τώρα τους ανθρώπους της γης που έχουν προβλήματα. [σ. 114]
«Καθυστερημένος ρομαντικός; Καθόλου. Αν μεταφέρει την ανώνυμη μοναξιά που επικρατεί στις αμερικανικές μητροπόλεις και στα ορεινά τοπία της ενδοχώρας, αυτό γίνεται με την ολοκληρωτική απουσία κάθε δραματικού τόνου. Ούτε μια λυρική περιγραφή ούτε μια έκρηξη συγκίνησης ούτε κάποιο ίχνος οργής. Αντίθετα, ό,τι αφθονεί είναι η συνολικά ανελέητη μα απελπισμένη, αν την δούμε πιο προσεκτικά, διακωμώδηση του αμερικανικού τρόπου ζωής: των ηθών του και της ηθικής του» έγραφε ο Αλέξης Ζήρας στην εισαγωγή του με τίτλο Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν, Η ανατρεπτική σημασία της διακωμώδησης στο βιβλίο του Μπρότιγκαν Το ψάρεμα της πέστροφας στην Αμερική, εκδ. Πλέθρον 1982.
Εμείς γνωρίζουμε βέβαια τον συγγραφέα ως συνέχεια των μπητ, ο τρόπος ζωής των οποίων στις ακτές της Καλιφόρνια περιγράφηκε στο βιβλίο του Ένας ομοσπονδιακός στρατηγός από το Big Sur. Και μπορεί ο Μπρότιγκαν να ήταν μια γενιά νεότερος και το κίνημα να πλησίαζε στην δύση του, όμως εκείνος κράτησε τα θεμελιώδη στοιχεία της στάσης των μπητ απέναντι στην μαζική απάθεια της Αμερικής και, ακόμα περισσότερο από αυτούς, εξώθησε τα όρια της αφήγησης, στρέφοντας την σε μια έντονη ρήξη προς τις απαιτήσεις του μεγάλου αναγνωστικού κοινού.
Τα γραπτά του δεν παραπέμπουν σε καμία αρχή, σε καμία θεότητα και σε κανένα σύστημα ηθικών κανόνων, παρά μόνο στα όρια της φυσικής, μέσα στην απόλυτη γυμνότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Αποτελούν, αντίθετα, όπως ορθά επισημαίνει ο Ζήρας, μια σύνθεση αυτοαναφορικών εμπειριών. Παντού εμφανίζεται αδιάκοπα η προβολή του μοναχικού εγώ του συγγραφέα, που διακωμωδείτε συνεχώς, που αρνείται να ενταχθεί ή να ταξινομηθεί. Στις λιγοσέλιδες ιστορίες του όλα είναι ρευστά και αβέβαια.
Και αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι που κυριαρχούν και εδώ. Χωρισμένη σε έξι μέρη και δεκάδες ολιγοσέλιδα κεφάλαια με τίτλους παιγνιώδεις ή χιουμοριστικούς η ιστορία της Έκτρωσης που δεν είναι τίποτα παραπάνω από αυτό που λέει ο τίτλος αλλά και την ίδια στιγμή είναι πολλά εκτός αυτής, επειδή ο συγγραφέας δεν βιάζεται καθόλου να φτάσει σε αυτήν. Ο κεντρικός χαρακτήρας δεν εργάζεται απλώς αλλά και ζει σε μια βιβλιοθήκη του Σακραμέντο, Σαν Φρανσίσκο, που δέχεται οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και της νύχτας επισκέπτες αλλά και καταθέτες ανέκδοτων χειρογράφων με εξωφρενικούς τίτλους. Οι προηγούμενοι βιβλιοθηκάριοι έφυγαν για διάφορους εξίσου εξωφρενικούς λόγους. Οι σχετικοί τίτλοι θα ακούγονταν σαν χοντροκομμένο αστείο αν δεν άγγιζαν την πραγματικότητα: ο Μπρότιγκαν πράγματι συνέλλεγε τέτοια βιβλία και η αχανής του βιβλιοθήκη συνεχίζει σήμερα χάρη στην έγνοια της κόρης του και δέχεται αδημοσίευτα χειρόγραφα.
Σε αντίθεση με το ενίοτε ευτράπελο περιεχόμενο, η περιγραφή του κτίσματος δημιουργεί πλήρως υποβλητική ατμόσφαιρα. Πνιγμένη στη βλάστηση με πόρτα σαν εκκλησίας και ψηλά αψιδωτά παράθυρα η βιβλιοθήκη έχει από καιρό ξεχειλίσει από βιβλία κι έτσι ένα μεγάλο μέρος μεταφέρθηκε σε …σπηλιές έξω από την πόλη. Η περιγραφή, πάλι, της Βάιντα, της επισκέπτριας που έγινε η σύντροφός του είναι συνεχής και αποθεωτική. Τροπικό πρόσωπο, μποτιτσελική ομορφιά, «το κορμί της πύργος και μέσα του μια πριγκίπισσα». Είχε έρθει κι εκείνη για να καταθέσει το δικό της χειρόγραφο, ένα βιβλίο για τον τρόμο που της προκαλούσε η φυσική της ομορφιά. Είναι η ιδιότητα που χαρακτηρίζει κάθε εμφάνιση της Βάιντα στο βιβλίο, όπως διαρκώς αρέσκεται να επαναλαμβάνει ο αφηγητής: η ίδια αισθάνεται αμηχανία ή αδιαφορεί αλλά όλοι οι υπόλοιποι αναστατώνονται. Όπως γράφει αργότερα, «Η ομορφιά της, σαν αυτόνομο πλάσμα, ήταν εντελώς αμείλικτη με τον δικό της τρόπο»
Η εγκυμοσύνη αιφνιδιάζει το ζεύγος και αποφασίζουν με την βοήθεια ενός φίλου που καταφτάνει από τις σπηλιές να επισκεφτούν έναν ειδικό γιατρό στην Τιχουάνα, στο Μεξικό. Στον δρόμο προς το αεροδρόμιο ενώνονται με το ρεύμα της αμερικανικής οδηγικής σκέψης, στο αεροπλάνο γίνονται μέλη της ίδιας νευρικής αδελφότητας, στο δρόμο για την Τιχουάνα βλέπουν πράγματα που δεν μπορούν να περιγράψουν ούτε καν στην ψυχρή, τσιμεντένια γλώσσα του αυτοκινητοδρόμου και επιστρέφουν στους ανεπιθύμητους και στοιχειωμένους τόμους των αμερικανικών γραμμάτων.
Αυτή είναι η ιστορία μιας έκτρωσης. Απογυμνωμένες συναισθηματικά, η απόφαση και η πράξη της φαίνεται να χαρακτηρίζονται από αφέλεια ή και απάθεια, κάποτε και κυνισμό. Εκτός εάν… Νομίζω πως έχουμε τη δύναμη να μετατρέπουμε τις ζωές μας σε ολοκαίνουργιες στιγμιαίες ιεροτελεστίες που τελούμε ήρεμα, όταν παρουσιάζεται κάτι δύσκολο το οποίο πρέπει να κάνουμε. Γινόμαστε σαν θέατρα. [σ. 116]. Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιούνται ως αφορμή για την έξοδο από την περίκλειστη κυριολεκτική βιβλιοθήκη στην ανοιχτή βιβλιοθήκη του κόσμου και της περιπλάνησης. Οι παρατηρήσεις του αφηγητή έχουν τον χαρακτήρα μιας παιδικής ματιάς, μιας ευφυΐας που μόνο ένα παρθένο βλέμμα στον κόσμο θα μπορούσε να έχει.
Διαβάζουμε τις σκέψεις του για τους ήχους των κουδουνιών και για τις πόλεις κοντά στα σύνορα, τις παρατηρήσεις των λεκέδων στα φτερά στου αεροσκάφους και της συμπεριφοράς των σερβιτόρων, τις καθημερινές τετριμμένες συνομιλίες των πρωταγωνιστών και των κομπάρσων από πίσω. Το χιούμορ του, σποραδικό στο πρώτο μέρος, απογειώνεται στο δεύτερο.
Η απλή, επαναληπτική γραφή του Μπρότιγκαν συχνά σπάει από αιφνίδιες ποιητικές φράσεις. Αν για τους μπητ υπήρχαν εναλλακτικές διέξοδοι στη «παραδεισένια» ακόμα δεκαετία του ’50, στα βιβλία του Μπρότιγκαν κυριαρχεί μια μηδενιστική στάση, χωρίς υπακοή σε αρχές, χωρίς ελπίδα. Ο κόσμος του μοιάζει με μια τεράστια φάρσα αλλά ο ίδιος μοιάζει να το διασκεδάζει όσο μπορεί. Εκτός αν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Εκδ. Ενύπνιο, Δεκέμβριος 2018, μτφ. Στάθης Ιντζές, 231 σελ. [[Richard Brautigan, The abortion: an historical romance, 1966]. Πρώτη ελληνική έκδοση: Η έκτρωση, ένα ιστορικό ρομάντσο, εκδ. Γράμματα, 1982]
Ο τίτλος, από το μελαγχολικό γλύκισμα του Joe Jackson