Éric Marty - Ρολάν Μπαρτ. Το επάγγελμα του συγγραφέα
Από τον "όχι συγγραφέα αλλά επινοητή" μέχρι το βιβλίο που "μόνο αυτό μπορεί να καταστήσει κάθε απάντηση ζώσα και ενεργό", το εν λόγω μελέτημα προσκαλεί σε ασφαλή βουτιά στα γραπτά του Ρολάν Μπαρτ. Του Λάμπρου Σκουζ
Οι πολίτες της αρμονίας θα επεδείκνυαν ασυγχώρητη αδεξιότητα εάν δεν γνώριζαν να αξιοποιήσουν τα σπέρματα τόσον ρομαντικών και μυθιστοριακών ψευδαισθήσεων· όχι μόνον δεν θα τις περιφρονούν αλλά θα είναι σε θέση να κάνουν να αναβλύσουν ηδονές υπέροχες από μία πηγή εκ της οποίας σήμερα αντλούμε μονάχα ματαιότητες … φυλακισμένες στα μυθιστορήματα και σε αυτούς τους πολίτες της αρμονίας ετούτες οι ηδονές δεν θα είναι ιδεατές αλλά και πραγματικές…
… έγραφε ο Κάρολος Φουριέ στον Νέο ερωτικό κόσμο του (μτφ. Γ. Καυκιά, εκδ., 2003, σ. 49-50, εδώ σ. 415) και ήταν ο Ρολάν Μπαρτ στο βιβλίο του Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα (που κυκλοφόρησε εδώ από τις αλησμόνητες εκδόσεις Άκμων, σε μτφ. Ι. Ευσταθιάδου-Λάππα, 1η έκδ. 1971) ο οποίος σε αμέτρητους από εμάς όχι μόνο σύστησε τον Φουριέ αλλά κι έναν μοναδικό τρόπο ανάγνωσής του. Η «συνάντηση» αυτών των δυο στοχαστών αποτελεί το αντικείμενο του επιμέτρου του Νίκου Παπαχριστόπουλου, ο οποίος εξετάζει την ουτοπία του νέου ερωτικού κόσμου που συνέλαβε ο Φουριέ υπό το βλέμμα του Μπαρτ.
«Πρέπει να ξαναφτιάξω τον κόσμο σύμφωνα με εκείνα που με ευχαριστούν: εκείνα που με ευχαριστούν θα είναι ταυτόχρονα ο σκοπός και το μέσο…», έγραφε ο Φουριέ, η θεωρία του οποίου ήταν ένας ριζικός ευδαιμονισμός, μια κατάφαση της αισθησιακής ηδονής. Καθώς ο πολιτισμός, ως εποχή της βαρβαρότητας, αντιτίθεται στην παγκόσμια αρμονία, το ουτοπικό πρόταγμα του Φουριέ αντιτίθεται στην αρχή κάθε πολιτικού συστήματος ως θεωρίας, ως επιστήμη. Ο Φουριέ επιτίθεται στο πολιτισμένο (κατασταλτικό) σύστημα και ζητά μια ολοκληρωτική ελευθερία στις επιθυμίες, τις ορέξεις, τα πάθη, τις μανίες, τις ιδιοτροπίες. Θα περιμέναμε επομένως μια φιλοσοφία αυθορμητισμού αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ένα ταραγμένο σύστημα, του οποίου η φαντασιακή ένταση ξεπερνά το σύστημα και ολοκληρώνει το συστηματικό, δηλαδή την γραφή – μια γραφή που κινητοποιεί ταυτόχρονα μια εικόνα και το αντίθετό της. Το συστηματικό του Φουριέ λοιπόν είναι το ίδιο του το κείμενο. Ο Φουριέ επινοεί έναν κόσμο συστηματικής εμβέλειας, παραθέτει του όρους της κοινωνικής οργάνωσης και κατοχυρώνει ένα σύμπαν ατέρμονων υπολογισμών. Είναι ευνόητο ότι ο Μπαρτ δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από ένα τέτοιο κείμενο.
Θα επανέλθουμε στα σχετικά κείμενα αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για ποιον λόγο ένα ακόμα βιβλίο για τον Ρολάν Μπαρτ; αναρωτιέται στον πρόλογό του ο Ερίκ Μαρτύ, καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 7 και επιμελητής των Απάντων του (βλ. παρακάτω). Εκείνο που αναμφίβολα διακρίνει τον Μπαρτ από τους συντρόφους του είναι ότι το έργο του, παρ’ όλο που διέπεται σταθερά από την «θεωρία», χαρακτηρίζεται από απαντήσεις στις οποίες η γραφή κατέχει την προνομιακή θέση. Η αναγωγή της σε κυρίαρχο τελεστή συνιστά και τον πιο κατάλληλο τρόπο σκέψης: η γραφή αποτελεί την υπευθυνότητα επιλογής μιας θέσεως, η οποία αποτελεί επίσης πράξη, την μετάβαση από μια θέση ως προς τον κόσμο σε μια πράξη εντός του κόσμου. Από τον Βαθμό μηδέν της γραφής έως τον Φωτεινό θάλαμο, από την Αυτοκρατορία των σημείων έως τα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου και από τις Μυθολογίες έως την Ευχαρίστηση του κειμένου, ο Μπαρτ αποφαίνεται περί του νοήματος της λογοτεχνίας, της φωτογραφίας, του θανάτου, του έρωτος και του λόγου του, των εικόνων και πάλι της λογοτεχνίας, με την βεβαιότητα πως καμία απάντηση δεν αξίζει χωρίς να θεμελιώνεται επί της ίδιας της υπάρξεως του βιβλίου· μονάχα το βιβλίο δύναται να καταστήσει την απάντηση ενεργό και ζώσα.
Ο Μαρτύ αποφασίζει να δώσει τρεις διαφορετικές μορφές στον λόγο του- την μαρτυρία, την σύνθεση και την έρευνα. Το πρώτο μέρος του βιβλίου («Αναμνήσεις μιας φιλίας») έχει (αυτο)βιογραφικό περιεχόμενο και εκκινεί από την συνάντηση του συγγραφέα, εικοσάχρονου τότε φοιτητή γαλλικής φιλολογίας, με τον Μπαρτ, την δεκαετία του ’80 και φτάνει ως τις τελευταίες ημέρες του απρόσμενου θανάτου του έξω από το Collège de France. Είναι ένας τρόπος, γράφει, να ανασυστήσει μια παρουσία, μια φωνή, μια ύπαρξη, ένα βλέμμα που δεν είναι δικά του. Όπως είναι αναμενόμενο, από εδώ παρελαύνουν όλα τα ονόματα της γαλλικής διανόησης από το περιβάλλον του Μπαρτ, ενώ αποτυπώνονται πτυχές της καθημερινής ζωής του.
Η δεύτερη ενότητα, «Το έργο», περιλαμβάνει τους πέντε προλόγους που έγραψε ο Μαρτύ για την κυκλοφορία των Απάντων του Μπαρτ στην Γαλλία, στις εκδόσεις Seuil. Σε αυτή την συνοπτική καταγραφή επιχειρείται μια σύνθετη παρουσίαση των σημαντικών θεμάτων και των λαϊτμοτίφ του έργου του. Σαρτρ, Μαρξ, Μπρεχτ, «Κοινωνική μυθολογία» (Α΄ τόμος), Σωσσύρ, Σημειολογία (Β΄ τόμος), Σολλέρς, Κρίστεβα, Ντερριντά, Κειμενικότητα (Γ΄ τόμος), Νίτσε, Ηθικότητα (Δ΄ τόμος) είναι ορισμένα μόνο από τα θέματα κάθε τόμου, θέματα που μαζί με τα μεταγενέστερα γραπτά του Ε΄ τόμου, ο Μαρτύ διανύει με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, όπως, για παράδειγμα, όταν γράφει, περί του Α΄ τόμου, πως ο Μπαρτ πριν τον Αλτουσσέρ, είχε αντιληφθεί ότι η ιδεολογία δεν τοποθετείται στο πεδίο των ακαθόριστων και ανομολόγητων πίστεων ή των μεγάλων συνειδητών και ασυνείδητων προκαταλήψεων (το στερέωμα των ιδεών) αλλά διαθέτει μιαν υλική πραγματικότητα, σωματική και οργανική. Ο Μπαρτ διέκρινε την υπόσταση μιας υλικότητας της ιδεολογίας και ότι η ισχύς της συνίσταται στην σύγχυσή της με την πραγματικότητα, στην τελική ενοίκησή της στην πραγματικότητα και στην περιβολή της στις πιο συγκεκριμένες της μορφές, τις πιο καθημερινές, τις πιο καταναλώσιμες. Γι’ αυτό και στις Μυθολογίες του προσέγγισε την ιδεολογία εντός της σειράς των αντικειμένων τα οποία περιβάλλουν τους Γάλλους την δεκαετία του ’50 στις πιο οικίες τους στιγμές, στην καθημερινότητα, δείχνοντας πως κάτω από την φυσική προφάνεια τα πάντα είναι σημεία και σημαίνοντα (σ. 133 και επ.).
Η τρίτη ενότητα, με τίτλο «Περί των Αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου» αποτελεί μετεγγραφή του Σεμιναρίου του Μαρτύ στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 7, το 2006, σχετικά με το μνημειώδες κείμενο του Μπαρτ. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1977 σε υπερβολικά απλή μορφή (ένα είδος λεξικού ή καταγραφής των καταστάσεων του έρωτα) φάνταζε ως εξαπάτηση έτσι όπως προερχόταν από έναν συγγραφέα του οποίου το έργο χαρακτηριζόταν από ένα είδος ερμητισμού, έναν θεωρητισμό και κυρίως από την άρνηση των προφανειών. Οι πολλαπλές αναφορές – παραπομπές σε σύγχρονους (Λακάν, Σολλέρς, Φουκώ, Σεβέρο, Σαρδουί) ή παλαιότερους (Σωκράτη, Ιωάννη του Σταυρού) είναι σα να μην ανήκουν στους επινοητές τους αλλά να αποτελούν τον ερωτικό λόγο στο αμιγές του καθεστώς, τα λόγια αυτά δηλαδή να ανήκουν πράγματι στην καθολική γλώσσα του ερωτευμένου κόσμου!
Στα αποσπάσματα του ερωτικού λόγου κυριαρχεί η κριτική της αφήγησης και η αναστολή του αφηγηματικού. Από τον Ζυλιάν Σορέλ στη λαιμητόμο έως τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα ενωμένους στην αυτοκτονία τους, η αφήγηση έχει επιτελέσει το άχαρο καθήκον της, την κάθαρση, επιτρέποντας στην μπουρζουαζία να εξαγνιστεί για τα πάθη της. Ιδού γιατί ο Μπαρτ δεν επιθυμεί να υποχωρήσει εμπρός στο γόητρο της ερωτικής ιστορίας και δεν επιθυμεί να της παραχωρήσει τίποτε. Δεν υποστηρίζει όμως την αισθητική ανωτερότητα του ερωτικού λόγου από την ερωτική αφήγηση. To κείμενο – «κηδεμόνας» του βιβλίου, άλλωστε, είναι ένα μυθιστόρημα επιστολών, ο Βέρθερος, του οποίου η επιστολική δομή ευνοεί τον λόγο εις βάρος της αφήγησης. Όμως ο Μπαρτ φαίνεται να μην συγκινείται από τις «ίντριγκες», από την επεισοδιακή πρακτική και την αφηγηματική διάταξη των μυθιστορημάτων τα οποία επικαλείται.
Ο ερωτευμένος δεν ευρίσκεται σε κάποιο σενάριο, αλλά εντός του δράματος, με την αρχαϊκή έννοια του όρου. Πρόκειται για ένα δράμα το οποίο πρέπει να αναπαρασταθεί ως ιστορία, χωρίς δράση - η «έκσταση» την οποία ομολογώ στον εαυτό μου συνιστά ένα ολοκληρωμένο συμβάν. Το μυθιστόρημα δεν δύναται να ενσαρκώσει την αρχαϊκή αυτή μορφή του κλασικού δράματος, την επίμονη και υπνωτική ομολογία ενός «ανέκαθεν», ίσως μονάχα με τρόπο λίαν αποσπασματικό. Το εγώ του ερωτικού υποκειμένου είναι κάποιος ο οποίος ομιλεί μέσα του ερωτικά απέναντι στον άλλον ο οποίος δεν ομιλεί.
Με το τελευταίο «νεωτερικό» βιβλίο του, το Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα του 1971, ο Μπαρτ διαμορφώνει και προωθεί έναν κύριο όρο, την ευχαρίστηση. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο απογοητευτικό από το να το εκλάβουμε το κείμενο ως αντικείμενο διανόησης (στοχασμού, αναλύσεως, σύγκρισης, αντανάκλασης κ.λπ.). Το Κείμενο είναι αντικείμενο ευχαρίστησης». Η ευχαρίστηση δεν είναι νεωτερική έννοια αλλά εμφανέστατα υποκειμενική, άκρως ηδονιστική και δεν ενέχει κανέναν ριζοσπαστισμό, κανένα επιτέλεσμα ισχύος, τρόμου ή εκφοβισμό. Αυτή η «ευχαρίστηση» θα αποτελέσει αργότερα το αντικείμενο του συγγράμματος «Η απόλαυση του κειμένου». Ο νέος ερωτικός κόσμος εξεδόθη για πρώτη φορά στην Γαλλία το 1967, 140 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, εντοπισμένος στα παραμελημένα χειρόγραφά του, και αποτελεί μια σύνθεση χειρογράφων σε ημιτελή κατάσταση, ένα εκ φύσεως ανοιχτό κείμενο, έναν κειμενικό όλο, περιχαρακωμένο στην ασφάλεια του υποκειμενικού λόγου. Σε αυτή την ατέρμονη εκτύλιξη ενός θεωρητικού λόγου γεμάτου από θέσεις, αντιθέσεις, ανασκευές και ανατροπές, παρεμβάλλεται ένα σκηνοθετικό εγχείρημα: η διήγηση μιας ιστορίας, ένα αφήγημα με πρόσωπα υπαρκτά, εντός της θεωρίας, εναρμονιζόμενο πλήρως με αυτήν.
Βρισκόμαστε ξανά στο επίμετρο του Νίκου Παπαχριστόπουλου ο οποίος παρουσιάζει ενδελεχώς το κείμενο που τόσο συγκίνησε τον Μπαρτ. Στον νέο ερωτικό κόσμο η μυθιστορία εγκιβωτίζεται εντός του θεωρητικού κατασκευάσματος και διαχέεται στο ευρύτερο θεωρητικό συγκείμενο, ο αφηγηματικός λόγος καθίσταται η κυρίαρχη μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας, το ίδιο το κειμενικό δεν διαχωρίζεται από την κειμενική του επινόηση. Έτσι το ουτοπικό εγχείρημα της αρμονίας παρουσιάζεται σε πολλαπλή εκδοχή: θεωρία, μυθιστορία, υποκειμενικό σχόλιο του συγγραφέως. Σε αυτή την ουτοπική αφήγηση με όρους αμιγούς ρεαλισμού, η κυρίαρχη υποκειμενική βούληση αποτελεί το ύψιστο κριτήριο τοποθέτησης στην πραγματικότητα.
Ο Φουριέ διαβάζεται από τον Μπαρτ ως είναι ένας «επινοητής» και όχι ως συγγραφέας, καθώς προσφέρει μια πλήρη δυνατότητα επανακατασκευής του κόσμου αποκλειστικά και μόνο μέσω της δικής του μοναδικής επινόησης. Το βιβλίου του αποτελεί μια απλή ομιλία και ο επινοητής είναι ένα ομιλούν υποκείμενο που ομιλεί για το βιβλίο του, πρόκειται δηλαδή στην ουσία για ένα μετα-βιβλίο, χωρίς θέμα, με αναβλητικό δηλούμενο. Η αποσπασματική γραφή, ο κατακερματισμένος λόγος, το αχανές εννοιολογικό σύμπαν, η παρείσφρηση της γραφής εντός της γραφής, της ιστορίας εντός της ιστορίας, της μυθιστορίας εντός της θεωρητικής κατασκευής, και κυρίως η επεξήγηση όλων τούτων μέσω ενός προσωπικού σχολίου, όλα συνεργούν στην μανιακή εκδίπλωση ενός ερωτικού παραληρήματος και μιας κοινωνικής ερωτικής θεωρίας στον αντίποδα του φόβου του θανάτου. Επειδή κατά τον Μπαρτ ο Φουριέ είναι ένα υποκείμενο της γραφής που γράφει υπό την απειλή του «νευρωτικού φόβου της αποτυχίας» και του θανάτου και μεταστρέφει αυτό τον φόβο σε ηδονή της δημιουργίας.
Όταν το ανθρώπινο γένος, έχοντας κατακτήσει την κοινωνική αρμονία, θα έχει απαλλαγεί από αυτές τις χίμαιρες σχετικά με την άλλη ζωή, όταν θα ξέρει πως σε αυτήν την άλλη ζωή η ευτυχία των πεθαμένων συνδέεται στενά με την ευτυχία των ζωντανών, ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι στον άλλον κόσμο παρά ανάλογα με την ευτυχία που απολαμβάνουμε σε τούτον εδώ τον κόσμο, δεν θα ασχοληθεί παρά με την οικοδόμηση της ευτυχίας του ζωντανού κόσμου…[Φουριέ, ό.π., σ. 144, εδώ σ. 430]
Εκδ. Opportuna, 2012, μτφ. Κυριακή Σαμαρτζή, Μαγδαληνή Σαμαρτζή, Νίκος Παπαχριστόπουλος, σελ. 430. Επιμέλεια - Επίμετρο: Νίκος Παπαχριστόπουλος [Le métier d’ écrire, 2006].